Εκπλήξεις επί καθημερινής βάσεως επιφύλασσε στους Αμερικανούς και στη διεθνή κοινότητα τον πρώτο μήνα μετά την εκλογή του ο Ντόναλντ Τραμπ. Πέρα από την πρώτη διπλωματική γκάφα (την τηλεφωνική συνομιλία με την πρόεδρο της Ταϊβάν) που κάποιοι ερμήνευσαν ως τροχιοδεικτική βολή κατά της Κίνας υπερτιμώντας ενδεχομένως τον εκλεγέντα πρόεδρο, είναι και οι προειδοποιήσεις και τα σχόλια για εταιρείες ή κλάδους που έχουν εντείνει την ανησυχία στον επιχειρηματικό κόσμο των ΗΠΑ για το τι κομίζει στη χώρα η επόμενη διακυβέρνηση.
Ο πληθωρικός επιχειρηματίας και τηλεοπτικός αστέρας που εκλέχθηκε πρόεδρος των ΗΠΑ επαίρεται ήδη ότι έχει δημιουργήσει ένα «φαινόμενο Τραμπ» στην οικονομία. Εχει αναμφίβολα μεγάλη εμπιστοσύνη στον εαυτό του ο Τραμπ. Προσώρας όμως δεν φαίνεται να εμπνέει εμπιστοσύνη και στους άλλους. Ανησυχίες για το μέλλον εκφράζουν ακόμα και στελέχη επιχειρηματικών κλάδων που έχουν ήδη ευνοηθεί από την αναπάντεχη εκλογή του Τραμπ –παράδειγμα ο κλάδος των τσιμέντων και των κατασκευών εν γένει, οι μετοχές του οποίου πήγαν «σφαίρα» λόγω της προσδοκίας ανέγερσης του τείχους των 3.000 χιλιομέτρων στα σύνορα με το Μεξικό.
Ασφαλώς θα παρατηρούσε κανείς ότι την ώρα των αναφορών Τραμπ σε εταιρείες (Boeing) και επιχειρηματικούς κλάδους (φαρμάκου), η Wall Street καλπάζει από ρεκόρ σε ρεκόρ. Ποιος μπορεί να διαβεβαιώσει, όμως, ότι η αγορά προεξοφλεί την επιτυχία του επόμενου προέδρου και ότι δεν πρόκειται για μια σπουδή του επενδυτικού κόσμου να μαζέψει όσα μπορεί ώσπου να εγκατασταθεί στον Λευκό Οίκο ο απρόβλεπτος Τραμπ; Και ποιος καχύποπτος παρατηρητής μπορεί να διώξει από το μυαλό του τη σκέψη ότι η συμπεριφορά των αγορών μοιάζει με την ορχήστρα του «Τιτανικού» που έπαιζε σαν να μη συνέβαινε τίποτε επί ώρες μετά την πρόσκρουση στο παγόβουνο;
Μειώνονται οι επενδύσεις
«Είμαι ελαφρώς ανήσυχος απέναντι σε μια τέτοια ρητορική» παραδέχθηκε την περασμένη Τρίτη ο Νταγκ Ομπερχελμαν, διευθύνων σύμβουλος του βιομηχανικού ομίλου Caterpillar και πρόεδρος του λόμπι των μεγάλων αμερικανικών επιχειρηματικών ομίλων Business Roundtable. «Πρόκειται για μια δήλωση που συμπυκνώνει τις ανησυχίες του επιχειρηματικού κόσμου για τον Ντόναλντ Τραμπ, ακόμη και αν εκλέχθηκε με σημαία του τη μείωση των εταιρικών φόρων» έγραφε σε αφιέρωμά της την περασμένη Τετάρτη η γαλλική «Figaro».
Στην πραγματικότητα το αμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο και αρκετοί μάνατζερ μεγάλων ομίλων έχουν κατατρομοκρατηθεί από τις κορόνες υπέρ του οικονομικού προστατευτισμού που εξαπολύει ο Τραμπ. Και προσπαθούν να μαντέψουν τις πιθανές ζημιές από ενδεχόμενους εμπορικούς πολέμους με κρίσιμους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ, όπως είναι το Μεξικό και η Κίνα. «Οποιος παρακολούθησε την προεκλογική εκστρατεία δεν μπορεί να μην ανησυχεί για την οικονομική ελευθερία και για την ισότητα των επιχειρηματικών ευκαιριών στη χώρα» δήλωσε ευθέως ο Ντένις Μίλενμπεργκ, διευθύνων σύμβουλος της αεροναυτικής και αεροδιαστημικής Boeing, η οποία ετέθη εσχάτως στο στόχαστρο του Τραμπ. Την περασμένη Τρίτη ο εκλεγείς πρόεδρος εξέφρασε μέσω Twitter την άποψη ότι η ανακαίνιση του Air Force One κοστίζει πανάκριβα και ως εκ τούτου η κυβέρνηση θα πρέπει να αναθεωρήσει τη συνεργασία της με την εταιρεία. Το «τιτίβισμα» μείωσε κατά αρκετά εκατομμύρια δολάρια την κεφαλαιοποίηση της Boeing στη Wall Street.
Μία από τις μείζονες ανησυχίες των αμερικανών επιχερηματιών είναι η υλοποίηση της απειλής του Τραμπ να επιβάλει τέλη 35% στα προϊόντα αμερικανικών εταιρειών που κατασκευάζονται σε τρίτη χώρα και εισάγονται προς πώληση στις ΗΠΑ. Οι ανησυχούντες θεωρούν ότι κάτι τέτοιο θα προκαλούσε αντίποινα εκ μέρους των εμπορικών εταίρων των ΗΠΑ. Και ότι θα έπληττε καίρια μεγάλες εξαγωγικές εταιρείες της χώρας, όπως για παράδειγμα η Caterpillar η οποία εξάγει το 80% των προϊόντων που παράγει στις ΗΠΑ. Ελπίδα των ανησυχούντων είναι ότι κάποιος θα «σφυρίξει» στον Τραμπ πως, εν προκειμένω, τα μηχανήματα της Caterpillar κατασκευάζονται σε εργοστάσια στις Μεσοδυτικές Πολιτείες από χιλιάδες λευκούς ψηφοφόρους του.
Business Roundtable
Επενδύσεις και επιχειρηματικά λόμπι
Ο Business Roundtable είναι ένας όμιλος μεγαλομάνατζερ που εμφορούνται από σαφώς συντηρητικές απόψεις και έχουν στόχο την προώθηση πολιτικών που ευνοούν τα συμφέροντα των κορυφαίων αμερικανικών επιχειρήσεων. Πολλά μέλη του επιχειρηματικού αυτού λόμπι προγραμματίζουν τη δραστική μείωση των επενδύσεών τους στις ΗΠΑ σε περίπτωση που ο Τραμπ υλοποιήσει τις απειλές του και κηρύξει πόλεμο στις αμερικανικές πολυεθνικές και στους μεγάλους εμπορικούς εταίρους της χώρας. Αλλωστε μόνο το 35% των 142 διευθυνόντων συμβούλων που μετέχουν στο Business Roundtable προχώρησαν σε αύξηση των επενδύσεων των επιχειρήσεών τους το τέταρτο τρίμηνο του 2016 –συνολικά οι επενδύσεις του λόμπι μειώθηκαν κατά 3% το τέταρτο τρίμηνο συγκριτικά με το τρίτο.
Η καχυποψία του αμερικανικού επιχειρηματικού κόσμου έναντι του «φαινομένου Τραμπ» έχει ενταθεί μετεκλογικά εξαιτίας των επιθέσεων του εν αναμονή προέδρου σε μεγάλες επιχειρήσεις, όπως είναι η Boeing, η Ford, ο βιομηχανικός όμιλος United Technologies, αλλά και στον φαρμακευτικό κλάδο συλλήβδην, όταν σε ένα κρεσέντο λαϊκισμού ο Τραμπ είπε ότι θα ρίξει τις τιμές των φαρμάκων.
Ο μοναδικός κλάδος που έχει να ελπίζει από την εκλογή Τραμπ είναι ο τραπεζικός. Κι αυτό επειδή ο Τραμπ διόρισε στα νευραλγικά για τα συμφέροντα του κλάδου υπουργεία Οικονομικών και Εμπορίου δύο πρώην τραπεζίτες, τον Στίβεν Μνουτσίν και τον Γουίλμπουρ Ρος αντίστοιχα. Πέρα από τη θρυλούμενη αλληλοϋποστήριξη όσων εντρύφησαν στον ευρύτερο κλάδο των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών (πολλοί τη θεωρούν δεδομένη), ο ίδιος ο Τραμπ έχει υποσχεθεί να χαλαρώσει την τραπεζική νομοθεσία.
Η υπόσχεση αυτή έχει εκτινάξει στα ύψη τις τραπεζικές μετοχές στη Wall Street. Η μετοχή της JP Morgan ενισχύθηκε κατά 19% μετά την εκλογή του Τραμπ, ενώ η μετοχή της Goldman Sachs εκτινάχθηκε κατά 26% υψηλότερα –στην κούρσα των τραπεζικών μετοχών αποδίδονται εν πολλοίς τα αλλεπάλληλα ρεκόρ του Dow Jones. Σημειωτέον ότι στέλεχος της Goldman Sachs ήταν ο Στίβεν Μνουτσίν, ενώ ο πατέρας του, Ρόμπερτ Μνουτσίν, εργάστηκε επί 35 έτη στην κορυφαία αυτή τράπεζα της Wall Street και έφθασε να γίνει εταίρος της (partner). Ο δισεκατομμυριούχος επενδυτής Γουίλμπουρ Ρος εργάστηκε επί 24 χρόνια στον όμιλο Rothchild με ειδίκευση στις χρεοκοπίες και αναδιαρθρώσεις επιχειρήσεων. Για την εμπειρία του αυτή απέκτησε άλλωστε το προσωνύμιο «ο βασιλιάς της χρεοκοπίας».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ