Χαλέπι, 8 Δεκεμβρίου 2016. Έπειτα από μία ημέρα σφοδρών βομβαρδισμών – περί τους 150, με ό,τι συνεπάγεται μία τέτοια φονική επίθεση – οι εξαθλιωμένοι Σύροι στο διχασμένο Χαλέπι βρίσκονται σε κατάσταση πανικού. «Είναι οι άνθρωποι που πλήρωσαν το κόστος αυτού του φρικτού πολέμου, στον οποίο δεν αποφάσισαν να συμμετάσχουν. Είναι οι πιο ευάλωτοι από τους ευάλωτους και καμία πλευρά δεν τους προστάτευσε», γράφει ένας γιατρός του Ερυθρού Σταυρού, σε μία συγκλονιστική επιστολή προς το BBC.
«Ως γιατρός της Διεθνούς Επιτροπής του Ερυθρού Σταυρού (ICRC), έχω δει πολλά πράγματα στη Συρία τα πέντε τελευταία χρόνια. Τίποτα όμως σαν κι αυτό», γράφει ο γιατρός ξεκινώντας να περιγράφει την αθλιότητα που έχει σκεπάσει το ισοπεδωμένο πλέον Χαλέπι.
«Προσπαθήσαμε να προσεγγίσουμε το κέντρο προχθές, δεν είχαμε όμως εγγυήσεις ασφάλειας. Οι μάχες ήταν περισσότερο από σφοδρές. Τρεις άνθρωποι πέθαναν στο κέντρο εκείνη την ώρα. Τώρα έχουμε την άδεια να προχωρήσουμε στην πρώην Παλιά Πόλη, η οποία υπήρξε καταφύγιο για περίπου 150 ανθρώπους, ορισμένοι εκ των οποίων τραυματίες, άλλοι διανοητικά άρρωστοι και οι υπόλοιποι απλώς απεγνωσμένοι που δεν έχουν πουθενά αλλού να πάνε. Εμείς, η Συριακή Αραβική Ερυθρά Ημισέληνος και η Διεθνής Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού, ήμασταν εκεί για να τους απομακρύνουμε από το Ανατολικό Χαλέπι», εξηγεί ο γιατρός προτού αρχίσει να περιγράφει το μέγεθος της συμφοράς.
«Ήδη νύχτωνε καθώς οδηγούσαμε στα στενά δρομάκια της Παλιάς Πόλης. Γνώριζα την περιοχή πριν από τον πόλεμο. Ήταν μία ακμάζουσα και πολύβουη περιοχή. Τώρα είναι μία θάλασσα από ερείπια. Δεν μπορούσα να αναγνωρίσω τους δρόμους, εννοείται ούτε τα κτίρια. Μία πόλη φάντασμα διαλυμένου τσιμέντου. Σαν να τη σάρωσε μανία…».
Η περιγραφή του γιατρού συνεχίζει στον εσωτερικό χώρο δύο υπό κατάρρευση κτιρίων, εκεί όπου μια χούφτα τραυματισμένων είχε σχεδόν κουλουριαστεί γύρω από τη φωτιά. «Τα ρούχα τους ήταν λιγοστά. Έτρεμαν. Πολλοί έμοιαζαν χαμένοι. Κάθονταν πολύ κοντά, κοιτούσαν τριγύρω, προσπαθούσαν να καθησυχάσουν ο ένας τον άλλον. Στη μία πλευρά, υπήρχαν πτώματα, μπορεί να ήταν και 10».
Καθώς γνώριζε τον άνθρωπο που κάποτε δούλευε το συγκεκριμένο κέντρο, ο γιατρός προσπάθησε να τον βρει. Γνώριζε ότι πριν από τρεις μέρες είχε χάσει ολόκληρη την οικογένειά του, τη γυναίκα του, τον γιο του, τον εγγονό του. Είχε φέρει στο κτίριο την οικογένειά του, γιατί πίστευε ότι δεν θα επιχειρούσε κανείς να χτυπήσει το κέντρο. «Μερικά από τα πτώματα στην αυλή, ήταν μέλη της οικογένειάς του».
«Καθώς η νύχτα πύκνωνε και οι θερμοκρασία έπεφτε κι άλλο, έπρεπε να κινηθούμε γρήγορα. Διακρίναμε εκείνους που είχαν μεγαλύτερη ανάγκη για βοήθεια. Ένας ηλικιωμένος άνδρας πέθανε μπροστά μας από το κρύο. Δεν υπάρχουν φάρμακα, δεν υπάρχει θέρμανση, δεν υπάρχουν καύσιμα για να μαγειρέψει κανείς φαγητό», συνεχίζει ο γιατρός.
Στην προσπάθειά τους να σώσουν όσους μπορούσαν, οι διασώστες έκαναν ένα πέρασμα από τα παρακείμενα κτίρια. Τα περισσότερα ήταν κενά. Σε κάποιο υπήρχε ένα ακόμη πτώμα. Το έβλεπαν, αλλά ήταν βυθισμένο στα χαλάσματα. Δεν μπορούσαν να κάνουν απολύτως τίποτα.
Η εκκένωση δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Πολλοί, κυρίως ψυχικά ασθενείς, δεν ήθελαν να φύγουν, δεν είχαν συνειδητοποιήσει ότι άφηναν μία εμπόλεμη ζώνη. Κι έπειτα, υπήρχαν κι εκείνοι που στην Παλιά Πόλη είχαν βρει καταφύγιο τα τελευταία χρόνια, που δεν είχαν κανένα συγγενή, κανένα άλλο μέρος να πάνε.
Η περιγραφή κλείνει με την πιο δυνατή εικόνα ορισμένων στρατιωτών που κατέφθασαν κρατώντας στα χέρια τους έξι παιδιά: «Τα είχαν βρει μέσα στα ερείπια, χαμένα και αβοήθητα, Το μεγαλύτερο ήταν ένα κοριτσάκι επτά ετών, το μικρότερο ένα αγοράκι επτά μηνών. Είχαν να φάνε δύο ημέρες. Μόλις είχαν γίνει ορφανά. Οι γονείς τους σκοτώθηκαν τις τελευταίες μέρες. Δεν είχαν τίποτα και κανέναν. Τι μπορείς να πεις; Τι μπορείς να κάνεις;».
Η αγωνιώδης κραυγή του γιατρού αφορά αυτούς τους ανθρώπους, που κανείς δεν τους ρώτησε ούτε τους έδωσε την επιλογή να μείνουν μακριά από αυτό τον «αηδιαστικό», όπως τον περιγράφει πόλεμο.
«Δεν έχει καμία απολύτως σχέση με το ποιος έχει δίκιο και ποιος έχει άδικο. Με το ποιος κερδίζει και ποιος χάνει. Όλο αυτό έχει να κάνει με ανθρώπους: με σάρκα και αίμα, με ανθρώπινα όντα, που αιμορραγούν, πεθαίνουν, μένουν ορφανά, κάθε μέρα. Αισθάνομαι τόσο θλιμμένος σήμερα. Σας παρακαλώ, πρέπει να υπάρξουν έστω κάποια όρια σε αυτόν τον πόλεμο».