Ζούμε σε έναν «ωκεανό» ερευνητικών δημοσιεύσεων – φανταστείτε ότι υπάρχουν περί τα 160 εκατομμύρια επιστημονικές δημοσιεύσεις συνολικά οι οποίες μάλιστα αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο –, περί τα 10 εκατομμύρια τον χρόνο. Και οι περισσότεροι από εμάς, πολλών ειδημόνων περιλαμβανομένων, αντιμετωπίζουμε με δέος και τυφλή πίστη τις μελέτες, ιδίως όταν δημοσιεύονται στις αποκαλούμενες έγκριτες επιθεωρήσεις. Μη σας προκαλέσει όμως εκτός από το δέος και σοκ το γεγονός ότι ο ωκεανός της ερευνητικής πληροφορίας είναι ουκ ολίγες φορές θολός, πολύ θολός, αφού περιέχει επιστημονικά σφάλματα, παραστρατήματα, μεροληψίες, συμφέροντα με κόστος όχι μόνο για την ίδια την επιστήμη αλλά και για τον κάθε κοινό θνητό που στηρίζει επάνω της την υγεία του, τη βελτίωση της ζωής του, ακόμη και τη δυνατότητά του να συνεχίσει να ζει. Ετσι, αποδεικνύεται τα τελευταία χρόνια ολοένα και περισσότερο ότι η έρευνα χρειάζεται τη μετα-έρευνά της. Πρόκειται ουσιαστικώς για την έρευνα της έρευνας η οποία καλείται να θέσει κάτω από το μικροσκόπιό της τα κακώς κείμενα των μελετών και να τα διορθώσει για το καλό της επιστήμης και κυρίως της κοινωνίας. «Το Βήμα» βουτά σήμερα στα… λασπόνερα των επιστημονικών μελετών με οδηγό του έναν από τους πιο γνωστούς μετα-ερευνητές παγκοσμίως, τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Στάνφορντ κ. Ιωάννη Ιωαννίδη. Ο έλληνας καθηγητής αναφέρεται στα λάθη των ερευνητών αλλά και του συστήματος που κρίνει τις μελέτες τους ενώ παράλληλα παρουσιάζει τις μεθόδους που ήδη αρχίζουν να βάζουν όρια στο πολλές φορές ερευνητικό «ξέφραγο αμπέλι». Διότι αγαπάει ο θεός των δημοσιεύσεων τον εκάστοτε (επιστήμονα) «κλέφτη», αγαπάει όμως τελικώς και τον (μετα-ερευνητή) νοικοκύρη.Υπάρχουν περί τα 20 εκατομμύρια ερευνητές παγκοσμίως που έχουν δημοσιεύσει έστω και μία μελέτη σε διαφορετικά επιστημονικά πεδία. Ολες αυτές οι δημοσιεύσεις –εκτιμώνται στα 160 εκατομμύρια και αυξάνονται πλέον με γοργά επιταχυνόμενο ρυθμό, κατά περίπου 10 εκατομμύρια ετησίως –γίνονται σε μεγαλύτερα ή μικρότερα επιστημονικά περιοδικά και αποτελούν πυξίδα για άλλους ερευνητές και τελικώς για τη ζωή δισεκατομμυρίων ανθρώπων (από την υγεία τους ως την καθημερινότητά τους). Απέναντι σε όλες αυτές τις δημοσιεύσεις, όλοι εμείς οι κοινοί θνητοί (δημοσιογράφων περιλαμβανομένων, για να μην βγάζουμε την ουρά μας απέξω) –αλλά ακόμη και, ουκ ολίγες φορές, οι ειδήμονες –θεωρούμε ότι τα δημοσιευμένα στοιχεία, και ιδίως αυτά που προέρχονται από τις αποκαλούμενες έγκριτες επιστημονικές επιθεωρήσεις, είναι σωστά. άλλωστε έχουν περάσει από ενδελεχή έλεγχο, αλλιώς δεν θα δημοσιεύονταν. Ορθώς; Καθόλου ορθώς, είναι (δυστυχώς) η απάντηση. Για αυτό τελικώς, όπως έχει αποδειχθεί τα τελευταία χρόνια, η έρευνα χρειάζεται τη… μετα-έρευνά της –πρόκειται ουσιαστικώς για την έρευνα της έρευνας, η οποία φέρνει στο φως λάθη και παραλείψεις, ώστε να οδηγήσει σε μια επιστήμη με περισσότερη αλήθεια και διαφάνεια. Σήμερα βουτάμε στα… λασπόνερα των κακώς κειμένων των μελετών, που δεν είναι λίγα, όπως θα διαπιστώσετε.
Στο στόχαστρο του METRICS
Ο… Πουαρό των ερευνητικών σφαλμάτων κ. Ιωάννης ΙωαννίδηςΟδηγός μας σε αυτή την «κατάδυση» στην έρευνα (της έρευνας) είναι ένας από τους πλέον ειδικούς του πεδίου της μετα-έρευνας παγκοσμίως, ο έλληνας καθηγητής Παθολογίας, Ερευνας και Πολιτικής Υγείας καθώς και Στατιστικής στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ των ΗΠΑ κ. Ιωάννης Ιωαννίδης, ο οποίος βρέθηκε πριν από μερικές ημέρες στην Ελλάδα, προκειμένου να δώσει διαλέξεις (μια από αυτές μπορούν οι ενδιαφερόμενοι να παρακολουθήσουν στην ηλεκτρονική διεύθυνση https://www.blod.gr/lectures/Pages/viewlecture.aspx?lectureID=3144) αλλά και να βραβευτεί για την προσφορά του από την Ελληνική Φαρμακευτική Εταιρεία (ΕΦΕ). Ο κ. Ιωαννίδης είναι ένας από τους 100 πιο αναφερόμενους συγγραφείς επιστημονικών μελετών παγκοσμίως ενώ το άρθρο του «Why most Published Research Findings are False» («Γιατί τα περισσότερα δημοσιευμένα ερευνητικά ευρήματα είναι λανθασμένα»), που δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση ανοιχτής πρόσβασης PLoS Medicine το 2005, συνεχίζει να είναι το άρθρο με τα περισσότερα «χτυπήματα» –πάνω από 1,5 εκατομμύρια –σε ολόκληρη την ιστορία της συγκεκριμένης άκρως δημοφιλούς επιθεώρησης. Οι επιτυχίες αυτές δεν είναι τυχαίες, αφού είναι πλέον γνωστό ότι ο κ. Ιωαννίδης ως άλλος… Πουαρό αναζητεί εδώ και έτη τα επιστημονικά «παραστρατήματα», και μάλιστα το τελευταίο διάστημα με τον πλέον οργανωμένο τρόπο, μέσω του Κέντρου METRICS (Meta – Research Innovation Center at Stanford, metrics. stanford. edu) στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ, το οποίο (συν)διευθύνει από την ημέρα της «γέννησής» του, εδώ και περίπου 2,5 έτη. Η μετα-έρευνα του ιδίου και της ομάδας του αποδίδει ολοένα και περισσότερους καρπούς, με αποτέλεσμα να υπάρχει ήδη «νοικοκύρεμα», που αναμένεται να γίνει ακόμη μεγαλύτερο, στις μεθόδους ελέγχου των μελετών.
Οπως επισημαίνει ο κ. Ιωαννίδης στο «Βήμα» «στόχος όλων όσοι εργάζονται στο METRICS είναι να βρεθούν τρόποι ώστε να βελτιωθούν οι ερευνητικές πρακτικές, να γίνουν δηλαδή πιο αποδοτικές και να οδηγούν ταχύτερα και με μεγαλύτερη ασφάλεια στα πιο ορθά και, ει δυνατόν, στα πλέον χρήσιμα αποτελέσματα». Το METRICS είναι μια συνεργατική δομή που αποτελείται από έναν πυρήνα περίπου 20 ανθρώπων καθώς και από 30 άλλους καθηγητές του Στάνφορντ που ανήκουν σε διάφορα πεδία, όπως της Ψυχολογίας, των Μαθηματικών, της Στατιστικής, της Βιοπληροφορικής, της Ιατρικής Ηθικής, της Νομικής, της Κοινωνιολογίας, των Νευροεπιστημών, των απεικονιστικών επιστημών κ.ά., καθένας εκ των οποίων έχει τη δική του ομάδα –τελικώς αρκετές εκατοντάδες άτομα δουλεύουν επάνω στη μετα-έρευνα. Δίνεται έμφαση στις βιοϊατρικές επιστήμες διότι κατέχουν την ερευνητική μερίδα του λέοντος –το 50% του συνόλου των μελετών που δημοσιεύονται αφορούν τις βιοϊατρικές επιστήμες, περίπου το 20% τη φυσική, τη χημεία και τις συναφείς επιστήμες, ένα επιπλέον 20% τις κοινωνικές επιστήμες και το υπόλοιπο 10% τους υπόλοιπους επιστημονικούς τομείς. «Μπορεί εκ των πραγμάτων να δίνεται έμφαση στις βιοϊατρικές επιστήμες, ωστόσο τα τελευταία χρόνια κατέστη εμφανές πως τα προβλήματα της έρευνας αφορούν λίγο-πολύ όλη την εμπειρική επιστήμη. Φάνηκε επίσης ότι πολλές από τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε είναι ουσιαστικώς η… παρενέργεια της επιτυχίας της επιστήμης. Η επιστήμη έχει γίνει πλέον εξαιρετικά επιτυχημένη –έχουμε σήμερα περί τα 20 εκατομμύρια ερευνητές που δημοσιεύουν άρθρα σε όλους τους τομείς του επιστημονικού επιστητού. Μιλούμε συνολικά για 160 εκατομμύρια επιστημονικά άρθρα μόνο στη μηχανή αναζήτησης Google Scholar που καλύπτει όλο το φάσμα των επιστημονικών δημοσιεύσεων –ο ρυθμός αύξησης είναι μάλιστα γεωμετρικός. Την ίδια στιγμή, ο όγκος της πληροφορίας που περιέχει καθεμία από τις σημερινές δημοσιεύσεις μπορεί να είναι ακόμη και 1 εκατομμύριο φορές μεγαλύτερος από εκείνον σε μια δημοσίευση πριν από 10 χρόνια» εξηγεί ο έλληνας καθηγητής.
Πού πάσχει ο έλεγχος;
Οπως έλεγε ο πατέρας της επιδημιολογίας Μπράντφορντ Χιλ (1897-1991), στις παλαιότερες μελέτες μπορούσε κάποιος να κάνει τους υπολογισμούς που χρειάζονταν «at the back of an envelope» (σε ελεύθερη μετάφραση «επάνω σε έναν ταχυδρομικό φάκελο»). Τώρα πλέον για την κάθε μελέτη δεν φθάνει ολόκληρη η ετήσια παραγωγή φακέλων… Ο Χιλ έλεγε όμως συγχρόνως ότι δεν πιστεύει στην αξιοπιστία μιας μελέτης, εκτός και αν αυτή μπορεί να αναλυθεί σε ένα μικρό χαρτάκι. Διότι διαφορετικά ξεκινούν τα προβλήματα διαφάνειας που αντιμετωπίζει η επιστημονική έρευνα σήμερα.
Υπάρχουν βέβαια κάποιες μέθοδοι αξιολόγησης της αξιοπιστίας των επιστημονικών μελετών, όπως η γνωστή (στους επιστημονικούς κύκλους) αποκαλούμενη ομότιμη αναθεώρηση (αξιολόγηση από ομότιμους κριτές) –στα αγγλικά peer review. Πρόκειται για μια διαδικασία κατά την οποία οι επιστημονικές επιθεωρήσεις στις οποίες δημοσιεύονται οι μελέτες ζητούν από επιστήμονες σχετικούς του πεδίου στο οποίο ανήκει μια μελέτη να την ελέγξουν πριν από τη δημοσίευσή της. Ο κ. Ιωαννίδης σημειώνει ότι «πρόκειται για έναν ελεγκτικό μηχανισμό σχετικά νέο –δεν υπάρχει περισσότερες από έξι με επτά δεκαετίες. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι μόνο η τελευταία εργασία του Αϊνστάιν πέρασε από τη διαδικασία του peer review –και μάλιστα ο μεγάλος φυσικός έγινε έξαλλος όταν του ανέφεραν ότι οι κριτές προτείνουν διορθώσεις». Για να έρθουμε όμως στο σήμερα, το πώς γίνεται η αξιολόγηση είναι ένα σημαντικό ζήτημα. «Φανταστείτε ότι την εκάστοτε μελέτη κοιτούν τρεις επιστήμονες το πολύ –σπανίως περισσότεροι –και προσφέρουν μία με δύο ώρες από τον χρόνο τους ο καθένας. Είναι απορίας άξιον λοιπόν το τι είδους έλεγχος γίνεται σε μελέτες των οποίων τα δεδομένα θα απαιτούσαν μήνες ανάλυσης». Επίσης, σύμφωνα με τον καθηγητή, τίθεται ζήτημα ακόμη και στο κατά πόσον είναι ειδικοί οι… ειδικοί που ελέγχουν τις μελέτες. «Τα επιστημονικά περιοδικά διαθέτουν βάσεις δεδομένων με τους επιστήμονες που επιθυμούν να γίνουν κριτές και μπορούν να ελέγξουν τα βασικά, αν π.χ. κάποιος που αναφέρει ότι είναι καθηγητής Επιδημιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Ουψάλας όντως είναι. Ομως, δεν είναι τόσο εύκολο να γίνει έλεγχος σχετικά με το αν ο κάθε υποψήφιος κριτής γνωρίζει το ακριβές πεδίο στο οποίο ανήκει μια μελέτη, αν έχει άλλα συμφέροντα, αν έχει λάβει χρηματοδοτήσεις από εταιρείες, ακόμη και αν η προσωπική του μεροληψία για μια επιστημονική θεωρία θα τον κάνει να πετάξει στον κάλαθο των αχρήστων μια αξιόλογη μελέτη. Πρέπει να θυμόμαστε ότι ακόμη και ο καλύτερος επιστήμονας είναι άνθρωπος με αδυναμίες και μεροληψίες». Σημειώνεται ότι οι κριτές δεν πληρώνονται για αυτή την αξιολόγηση σχεδόν ποτέ. «Το κάνουν από την καλή τους… επιστημονική καρδιά ή, για να μην είμαστε τόσο ρομαντικοί, αρκετές φορές το πράττουν από τον αταβιστικό εγωισμό τους ότι μπορούν να διαμορφώσουν την επιστημονική βιβλιογραφία».
Τα αποτελέσματα που «βολεύουν»
Μπορεί τελικώς να υπάρξει πιο «διαφανής» ερευνητική παραγωγή όταν οι επιστήμονες είναι πλέον… ατελείωτοι και ο καθένας εξ αυτών βρίσκεται συνεχώς στο κυνήγι τού… στατιστικά σημαντικού, προσπαθώντας να πείσει τους υποψήφιους χρηματοδότες ότι η ερευνητική δουλειά του αξίζει ώστε να λάβει νέα κονδύλια για τη συνέχισή της; Ενας λόγος παραπάνω μάλιστα όταν αυτός ο χρηματοδότης είναι μια φαρμακευτική εταιρεία «η οποία δεν είναι κακό να χρηματοδοτεί ερευνητές, αφού στη σύγχρονη εποχή μας μόνο έτσι μπορούν να κυκλοφορήσουν κάποια στιγμή νέα φάρμακα ικανά να σώσουν ζωές, αλλά αναπόφευκτα ενδιαφέρεται να λάβει η επιστημονική βιβλιογραφία έναν συγκεκριμένο χαρακτήρα. Βλέπουμε πολύ συχνά ότι μεγάλα κομμάτια της επιστημονικής βιβλιογραφίας ποδηγετούνται από τη βιομηχανία προς έναν συγκεκριμένο προορισμό ώστε να παρουσιαστεί τελικώς ως πιο ελκυστικό ένα συγκεκριμένο προϊόν ή και μια θεματολογία η οποία συμφέρει κάποια εταιρεία» λέει ο κ. Ιωαννίδης. Και δεν είναι δύσκολο να εξαχθούν… κατά βούληση αποτελέσματα. Οπως εξηγεί ο καθηγητής «η εξέλιξη της στατιστικής ανάλυσης είναι τέτοια ώστε να μπορείς τελικώς, ανάλογα με την ανάλυση που θα ακολουθήσεις, να εξαγάγεις κυριολεκτικώς όποια αποτελέσματα θέλεις. Αν ο ερευνητής είναι ειλικρινής και αυστηρός με τον εαυτό του, δεν θα το κάνει. Μπορεί να υπάρχει μια μικρή «δόνηση», όπως την ονομάζω, του αποτελέσματος, αλλά όχι μεγάλη απόκλιση. Αν όμως αφεθεί ελεύθερος, είναι σε θέση να κάνει εκατομμύρια αναλύσεις πάνω στα ίδια αποτελέσματα, ώστε να έχει τη δυνατότητα στο τέλος να επιλέξει εκείνα που τον βολεύουν».
Στην τσιμπίδα των μετα-ερευνητών
Η πρόοδος πεδίων της επιστήμης φαίνεται λοιπόν να στρέφεται ενάντια στη διαφάνεια της ίδιας αυτής της επιστήμης βοηθώντας τους ερευνητές που θέλουν να «μαγειρέψουν» αποτελέσματα. Βοηθά όμως πλέον και τους… κυνηγούς μετα-ερευνητές της επιστημονικής απάτης. Ο κ. Ιωαννίδης σημειώνει ότι «οι δυνατότητες που έχουμε σήμερα για εύκολη και γρήγορη πρόσβαση σε τεράστιους όγκους πληροφορίας μάς επιτρέπουν να πραγματοποιούμε τεράστιες μετα-έρευνες και τέτοιες έχουμε διεξαγάγει αρκετές το τελευταίο διάστημα». Ιδού κάποιες από τις σημαντικότερες που φέρνουν στο φως όσα (επιστημονικά) παραστρατήματα επιθυμούν κάποιοι να παραμείνουν στο σκοτάδι.
Η σημαντική ασημαντότητα
Τον Μάρτιο του 2016 ο κ. Ιωαννίδης και η ομάδα του δημοσίευσαν στο «JAMA» μελέτη στην οποία έβαλαν κάτω από το «μικροσκόπιο» όλη τη βιοϊατρική βιβλιογραφία από το 1990 έως το 2015. Εξετάστηκαν οι περιλήψεις όλων των εκατομμυρίων διαθέσιμων άρθρων, ενώ παράλληλα αναλύθηκε το πλήρες κείμενο σχεδόν 1 εκατομμυρίου άρθρων. «Εξετάσαμε τη χρήση στατιστικών μεθόδων σε όλα αυτά τα άρθρα, καθώς και πόσα άρθρα δίνουν στατιστικώς σημαντικά αποτελέσματα». Οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι το 96% των άρθρων παρουσίαζε στατιστικώς σημαντικά αποτελέσματα ενώ λογικά περιμένει κανείς μόνο μια μικρή μειοψηφία των αποτελεσμάτων, από περίπου 1% έως 20%, ανάλογα με το γνωστικό πεδίο, να είναι πραγματικά σημαντικά.Τελικώς το να βρεις το πολυπόθητο στατιστικώς σημαντικό αποτέλεσμα… δεν σημαίνει απολύτως τίποτε.
Υποπτη κρυψίνοια
Μελέτη που δημοσιεύθηκε από την ομάδα του έλληνα καθηγητή στο PLoS Biology πριν από μερικούς μήνες και αφορούσε τη διαθεσιμότητα δεδομένων, πρωτοκόλλων και πληροφορίας σε ένα τυχαίο δείγμα από όλη την ιατρική βιβλιογραφία έδειξε ότι κάτω από 1% των άρθρων έχουν διαθέσιμα όλα τους τα δεδομένα και κάτω από 1% έχουν διαθέσιμο το πλήρες πρωτόκολλο ώστε να μπορέσει κάποιος άλλος επιστήμονας να επικυρώσει τα δεδομένα.
Ψυχολογία, ο μεγάλος ασθενής
Ο Ντίντερικ Αλεξάντερ Στάπελ, επί έτη θεωρούμενος έγκριτος καθηγητής Κοινωνικής Ψυχολογίας και κοσμήτορας στο Πανεπιστήμιο του Χρόνινγκεν στην Ολλανδία, αποδείχθηκε τελικώς ότι χρησιμο-ποιούσε μονίμως κατασκευ-ασμένα στοιχεία στις μελέτες τουΠαράλληλα, οι ερευνητές μελετούν πλέον εν τω βάθει, όχι μόνο το πεδίο της βιοϊατρικής, αλλά διαφορετικά επιστημονικά πεδία. Και φαίνεται μέσα από πρόσφατες μελέτες ότι τα πεδία που αισθάνονται πιο… σίγουρα για τον εαυτό τους έχουν και τα μεγαλύτερα προβλήματα. «Για παράδειγμα, μέσα στα δύο τελευταία χρόνια έχει σε μεγάλο βαθμό φανεί ότι το φαινομενικώς μεθοδολογικά αυστηρό πεδίο της ψυχολογίας αντιμετωπίζει τα… θέματά του. Οι ψυχολόγοι πίστευαν επί μακρόν ότι διεξάγουν πολύ αυστηρά σχεδιασμένες μελέτες που δεν επηρεάζονται από τη βιομηχανία –δεν υπάρχει άλλωστε βιομηχανία πίσω από το αν κάποιος είναι από τη φύση του χαρούμενος ή στενοχωρημένος. Ωστόσο, παραδείγματα απάτης που είδαν το φως της δημοσιότητας στο συγκεκριμένο πεδίο, με πιο τρανταχτό εκείνο του Ντίντερικ Αλεξάντερ Στάπελ, καθηγητή Κοινωνικής Ψυχολογίας και κοσμήτορα στο Πανεπιστήμιο του Χρόνινγκεν στην Ολλανδία, που ήταν ένας από τους γνωστότερους ψυχολόγους και αποδείχθηκε ότι όλες οι μελέτες του ήταν βασισμένες σε κατασκευασμένα στοιχεία, έκαναν αρκετούς ειδικούς του πεδίου να αρχίσουν να… ψάχνονται» διευκρινίζει ο κ. Ιωαννίδης. Ετσι, 270 ομάδες ψυχολόγων παγκοσμίως –ορισμένες από αυτές στο Στάνφορντ –επέλεξαν 100 μελέτες Ψυχολογίας που είχαν δημοσιευθεί στα καλύτερα περιοδικά του τομέα έχοντας ακολουθήσει τον αυστηρότερο δυνατό σχεδιασμό. Σε συνεργασία με τους αρχικούς συγγραφείς των μελετών, προσπάθησαν να επικυρώσουν τα ευρήματα –να διεξαγάγουν δηλαδή νέες μελέτες με ακριβώς το ίδιο ερώτημα και τις ίδιες μεθόδους, προκειμένου να φανεί αν θα αναπαραχθούν τα αποτελέσματα. Δύο στις τρεις φορές η προσπάθεια επικύρωσης απέτυχε…
Ποντίκι, άνθρωπος, ερευνητής
Αλλά και οι νευροεπιστήμες φαίνεται να βρίσκονται πλέον σε αναζήτηση ταυτότητας. «Πριν από τρία χρόνια δημοσιεύσαμε ένα άρθρο, το οποίο είναι από τα πλέον αναφερόμενα στον χώρο των νευροεπιστημών, στο οποίο εξετάσαμε τη μεθοδολογία και τη στατιστική ισχύ των μελετών του πεδίου σε πολύ διαφορετικά υποπεδία –αναλύσαμε από μελέτες σε κυτταροκαλλιέργειες και σε πειραματόζωα ως προκλινικές μελέτες αλλά και κλινικές δοκιμές. Το κύριο χαρακτηριστικό όλων των μελετών που εξετάσαμε ήταν η πολύ χαμηλή ισχύς τους –με βάση αυτήν την εικόνα, μπορούμε να πούμε ότι τα περισσότερα αποτελέσματα που εξάγονταν ήταν λανθασμένα. Αλλες μετα-έρευνες που διεξαγάγαμε σε νευροεπιστημονικές μελέτες σε πειραματόζωα έδειξαν ότι οι παρεμβάσεις που προτείνονται λειτουργούν σχεδόν πάντα στα ζώα αλλά στον άνθρωπο δεν λειτουργεί σχεδόν τίποτα. Και αυτό αποδεικνύεται στην κλινική πράξη. Πόσες αποτελεσματικές θεραπείες έχουμε για τη νόσο Αλτσχάιμερ; Καμία ουσιαστικώς. Πόσες έχουμε για τα αγγειακά εγκεφαλικά; Μόνο μία, που πρέπει μάλιστα να ληφθεί αμέσως μετά το επεισόδιο για να είναι αποτελεσματική. Πόσες φαίνεται να είναι αποτελεσματικές από τις έρευνες στα ζώα; Εκατοντάδες». Και θα αναρωτιόταν κάποιος τι φταίει. Φταίνε τα πειραματόζωα; Φταίει αυτό που συνηθίζουμε να λέμε ότι ο δρόμος από το ποντίκι στον άνθρωπο είναι μακρός λόγω του ότι πρόκειται για διαφορετικούς οργανισμούς; Σύμφωνα με τον κ. Ιωαννίδη, κατά κύριο λόγο φταίει το πώς διεξάγονται οι μελέτες στα ζώα. «Στο 90% των μελετών είδαμε ότι δεν γινόταν καν τυχαιοποίηση –οι ερευνητές δηλαδή δεν έκαναν το πιο εύκολο πράγμα, να χωρίσουν με αυστηρά τυχαίο τρόπο τις δύο ομάδες ζώων εκ των οποίων η μία θα λάμβανε την παλαιά θεραπεία και η δεύτερη την πειραματική».
Μετά την «ντροπή», η πρόοδος
Ολα αυτά θυμίζουν σε μεγάλο βαθμό ξέφραγο (επιστημονικό) αμπέλι, ωστόσο τα τελευταία χρόνια φαίνεται να μπαίνουν κάποια όρια. «Τώρα πλέον υπάρχει μεγαλύτερη εποπτεία» λέει ο καθηγητής και δίνει ένα παράδειγμα που αποδεικνύει του λόγου του το αληθές. «Μέχρι πριν από περίπου δύο έτη, οι δύο μεγαλύτερες επιστημονικές επιθεωρήσεις, Nature και Science, δεν διέθεταν καν έναν «κριτή» στατιστικής για την αξιολόγηση των μελετών πριν από τη δημοσίευσή τους. Και μιλούμε για μελέτες που είναι γεμάτες στατιστικές αναλύσεις! Με την παρέμβαση όμως τη δική μας και άλλων συναδέλφων αυτό πλέον συμβαίνει. Το καλό παράδειγμα ακολούθησαν και άλλα περιοδικά και αυτή η κίνηση έχει βελτιώσει πολύ τα πράγματα σε αρκετές εκλεκτές επιθεωρήσεις. Η πλειονότητα όμως των βιοϊατρικών περιοδικών –ποσοστό άνω του 90% –εξακολουθεί να μη διαθέτει στατιστικούς/μεθοδολογικούς κριτές».
Η προσπάθεια πάντως για βελτίωση της διαφάνειας γίνεται ολοένα και μεγαλύτερη, όπως αποδεικνύουν νέες κατευθυντήριες γραμμές που δημοσιεύθηκαν μόλις προχθές στην επιθεώρηση Science από ομάδα επιστημόνων, μεταξύ των οποίων και ο κ. Ιωαννίδης. «Προτείνονται μέθοδοι ώστε να βελτιωθούν η διαφάνεια και η επαναληπτότητα στις υπολογιστικές μεθόδους που χρησιμοποιούνται στις μελέτες. Η κύρια ιδέα είναι ότι αν έχεις χρησιμοποιήσει στη μελέτη σου λογισμικό για να εξαχθούν αποτελέσματα, πρέπει να μπορεί κάποιος άλλος επιστήμονας που δεν συμμετείχε στη μελέτη να έχει πρόσβαση (π.χ. μέσω ενός link) σε αυτό το λογισμικό και να επαναλάβει τη διαδικασία για να αποδειχθεί αν εξάγονται τα ίδια αποτελέσματα. Κανονικά μάλιστα αυτό θα πρέπει να γίνεται πριν από τη δημοσίευση –το περιοδικό που θα δημοσιεύσει τη μελέτη οφείλει να προσφέρει τη δυνατότητα σε άλλους επιστήμονες να έχουν πρόσβαση σε όλη την αλυσίδα της πληροφορίας, ώστε να δουν αν τα αποτελέσματα επικυρώνονται». Προηγούμενο άρθρο μάλιστα του κ. Ιωαννίδη και των συνεργατών του, που δημοσιεύθηκε πριν από περίπου τρεις μήνες στο Science Translational Medicine, κάνει λόγο για τρεις βαθμίδες επικύρωσης: «Πρέπει αρχικώς να μπορεί κάποιος να επικυρώσει τη μέθοδο που χρησιμοποίησε μια ομάδα, κάτι πολύ δύσκολο σήμερα, αφού η παρουσίαση των μεθόδων που γίνεται στις δημοσιεύσεις μοιάζει με… χρησμό που δεν δίνει αναλυτικά στοιχεία. Το δεύτερο επίπεδο αφορά την επικύρωση αποτελεσμάτων –αν γίνει δηλαδή μια νέα μελέτη με νέα δείγματα, με νέους ασθενείς, με νέα στοιχεία αλλά επιχειρείται να απαντηθεί το ίδιο ερώτημα με την πρώτη μελέτη, θα πρέπει να εξαχθούν –αν όχι ίδια –τουλάχιστον αποτελέσματα εντός του πεδίου στατιστικού σφάλματος. Κάποιες τέτοιες πρώτες προσπάθειες επικύρωσης που έχουν γίνει σε διαφορετικά πεδία δείχνουν δυστυχώς ότι τα αποτελέσματα δεν επικυρώνονται σε ποσοστά που ξεπερνούν το 70%. Το τρίτο επίπεδο είναι η επικύρωση ως προς τα συμπεράσματα, δηλαδή αν διαφορετικοί επιστήμονες που διαβάζουν τα ίδια δεδομένα και αποτελέσματα καταλήγουν τελικά στο ίδιο συμπέρασμα (π.χ. αν ένα νέο φάρμακο αξίζει να πάρει άδεια κυκλοφορίας). Πολύ συχνά, λόγω μεροληψιών ή γνήσιας διαφωνίας, ο καθένας καταλαβαίνει διαφορετικά πράγματα από τα ίδια στοιχεία».
Μιλούμε τελικώς για έναν ποταμό πληροφορίας που δεν μπορείς να τον αναχαιτίσεις, αφού αυτός οδηγεί στην πρόοδο, αλλά ταυτόχρονα θέλεις να επιβεβαιώσεις ότι δεν κατεβάζει πολλή… λάσπη, σημειώνει ο έλληνας καθηγητής και καταλήγει τονίζοντας ότι
«μπορεί όλα αυτά να φαίνονται ανησυχητικά, ωστόσο η επιστήμη δεν νοσεί. Εχουμε σήμερα περισσότερες δυνατότητες μετρήσεων, περισσότερους επιστήμονες, λαμπρά μυαλά να δουλεύουν σε νέες ιδέες και να απαντούν σε επιστημονικά ερωτήματα. Ολα όσα συζητάμε δεν είναι το τέλος της επιστήμης αλλά η αρχή μιας νέας εποχής για επιστήμη με ισχυρότερες μεθόδους και περισσότερη διαφάνεια τόσο για το δικό της καλό όσο και –κατά κύριο λόγο –για το καλό της κοινωνίας». Το σημαντικό έργο της μετα-έρευνας υπόσχεται λοιπόν να χαρίσει σε όλους μας ένα «μετά» πιο ειλικρινές από το τώρα –και, ως γνωστόν, η ειλικρίνεια είναι βασικό συστατικό της οποιασδήποτε σχέσης, πόσω μάλλον όταν πρόκειται για σχέση ζωής (αφού στην επιστήμη και στην πρόοδό της στηρίζουμε πολλές φορές τη ζωή μας).
Πρόσφατα παραδείγματα επιστημονικής απάτης
Η επιστημονική απάτη (δυστυχώς) ποτέ δεν πεθαίνει –αν και ελπίζουμε με όλες τις κινήσεις που γίνονται για τον έλεγχό της να αποκτήσει στα χρόνια που έρχονται τα… κοντύτερα δυνατά ποδάρια. Και παρότι τα παραδείγματα είναι πολλά, είπαμε να επικεντρωθούμε στα πιο πρόσφατα και τρανταχτά –όσα επιλέξαμε προέρχονται από τις βιοϊατρικές επιστήμες καθώς αυτές κατέχουν το μεγαλύτερο κομμάτι της ερευνητικής πίτας αλλά συγχρόνως επειδή οι απάτες στο συγκεκριμένο πεδίο κάνουν πάταγο αφού αφορούν την υγεία ή και την ίδια τη ζωή ανθρώπων. Πάντως, όπως σημειώνει στο «Βήμα» ο καθηγητής του Στάνφορντ κ. Ιωάννης Ιωαννίδης, η απάτη, ως ποσοστό, είναι πολύ μικρό μέρος του προβλήματος των εσφαλμένων ερευνητικών αποτελεσμάτων και ελάχιστοι επιστήμονες (περίπου 1%) είναι απατεώνες. Τα στατιστικά και μεθοδολογικά λάθη είναι πολύ πιο συχνά, γίνονται από τη συντριπτική πλειονότητα (75%-100%) των επιστημόνων και προκαλούν συνολικά πολύ περισσότερα προβλήματα.
Πάολο Μακιαρίνι Ο ιταλός χειρουργός έγινε γνωστός παγκοσμίως το 2011 καθώς διεξήγαγε την πρώτη μεταμόσχευση συνθετικού οργάνου –συγκεκριμένα τραχείας –στη Σουηδία. Το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Καρολίνσκα που τον είχε προσλάβει θεώρησε ότι είχε βρει ένα… πουλέν, ικανό να του χαρίσει περαιτέρω δόξα. Λίγα χρόνια μετά όμως άρχισαν οι κατηγορίες για επιστημονικά παραστρατήματα του Μακιαρίνι. Από τις εννέα συνολικά μεταμοσχεύσεις συνθετικής τραχείας που πραγματοποίησε, οι επτά ασθενείς πέθαναν ενώ στις υπόλοιπες δύο περιπτώσεις το συνθετικό όργανο χρειάστηκε να αντικατασταθεί με όργανο δότη. Ο Μακιαρίνι φάνηκε ότι σε κάποιες περιπτώσεις έθεσε σε κίνδυνο τη ζωή ανθρώπων των οποίων το ίδιο τους το πρόβλημα δεν απειλούσε να τους σκοτώσει. Οι κατηγορίες όμως βαρύνουν και το Ινστιτούτο Καρολίνσκα το οποίο φάνηκε ότι εξαρχής προσέλαβε τον Μακιαρίνι παρότι υπήρχαν αρνητικές αναφορές για το ποιόν του και συνέχισε, παρά τα καμπανάκια για τις απάτες του, να ανανεώνει τα συμβόλαιά του τόσο το 2013 όσο και το 2015. Τελικά, μετά τον σάλο που προκλήθηκε, το 2016 ο Μακιαρίνι απολύθηκε και μαζί του υψηλά ιστάμενα πρόσωπα του Καρολίνσκα (μέλη της επιτροπής που απονέμει τα βραβεία Νομπέλ!) σε μια προσπάθεια εκκαθάρισης των κακώς κειμένων. Η Δικαιοσύνη έχει τώρα τον λόγο.
Γου-σουκ Χουάνγκ Ο νοτιοκορεάτης καθηγητής Βιοτεχνολογίας στο Εθνικό Πανεπιστήμιο της Σεούλ θεωρήθηκε «θεός» του πεδίου των βλαστικών κυττάρων όταν με δύο άρθρα που δημοσιεύτηκαν το 2004 και το 2005 στην επιθεώρηση «Science» ανέφερε ότι επέτυχε να δημιουργήσει ανθρώπινα εμβρυϊκά βλαστικά κύτταρα μέσω κλωνοποίησης. Λίγο αργότερα όμως, άρχισαν οι κατηγορίες για κατασκευασμένα στοιχεία, με αποτέλεσμα το 2007 να απολυθεί από το Πανεπιστήμιο. Το μόνο επίτευγμα που έμεινε στο βιογραφικό του ήταν η δημιουργία του πρώτου κλωνοποιημένου σκύλου, του Snuppy. Να σημειωθεί πάντως ότι ο Χουάνγκ συνεχίζει να διεξάγει έρευνες στο Ερευνητικό Ινστιτούτο Sooam στο οποίο ηγείται προσπαθειών για τη δημιουργία κλωνοποιημένων εμβρύων χοίρων με στόχο τη χρήση τους για την ανάπτυξη σειρών εμβρυϊκών βλαστικών κυττάρων.
Χαρούκο Ομποκάτα Η μόλις 33 ετών βιολόγος με ειδίκευση στα βλαστικά κύτταρα ήταν επικεφαλής του ερευνητικού τομέα στο Εργαστήριο Κυτταρικού Αναπρογραμματισμού του Κέντρου RIKEN για την Αναπτυξιακή Βιολογία στην Ιαπωνία. Εγινε διάσημη το 2014 με τη δημοσίευση δύο μελετών στην επιθεώρηση «Nature» στις οποίες ισχυριζόταν ότι έχει αναπτύξει μια πρωτοποριακή, απλή μέθοδο με την οποία ενήλικα κύτταρα μπορούν να μετατραπούν σε πολυδύναμα κύτταρα του οργανισμού, ικανά να δώσουν στη συνέχεια πολλούς και διαφορετικούς ιστούς του. Τα κύτταρα ονομάστηκαν STAP. Λίγους μήνες μετά τη δημοσίευση όμως, οι υπόλοιποι επιστήμονες έβαλαν… STOP στα STAP αφού τα αποτελέσματα της Ομποκάτα δεν ήταν δυνατόν να αναπαραχθούν από άλλες ομάδες, γεγονός που οδήγησε σε περαιτέρω έρευνα η οποία αποκάλυψε ότι είχε παραποιήσει εικόνες και στοιχεία για να επιτύχει το αποτέλεσμα. Οι δημοσιεύσεις αποσύρθηκαν από το «Nature» τον Ιούλιο του 2014 ενώ έναν μήνα αργότερα ο μέντορας και έτερος κύριος συγγραφέας της μελέτης της Ομποκάτα, ο Γιοσίκι Σασάι, αυτοκτόνησε. Τελικώς τον Δεκέμβριο του 2014 η Ομποκάτα παραιτήθηκε από το RIKEN.
Ντονγκ-Πιου Χαν Είναι από τις σπάνιες φορές που ένας επιστήμονας φθάνει πίσω από της φυλακής τα σίδερα για επιστημονική απάτη. Πέρυσι ο Ντονγκ-Πιου Χαν, ερευνητής βιοϊατρικής στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Αϊοβα, καταδικάστηκε σε φυλάκιση 57 μηνών για κατασκευή στοιχείων στο πλαίσιο πειραμάτων εμβολίου για τον ιό HIV του ΑΙDS, τα οποία χρηματοδοτήθηκαν από τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας των ΗΠΑ. Ερευνα που διεξήχθη από το Πανεπιστήμιο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Χαν προσέθεσε σε δείγματα αίματος κουνελιών ανθρώπινα αντισώματα για τον ΗΙV ώστε να φανεί ότι το εμβόλιο προκάλεσε στα ζώα ανοσία ενάντια στον ιό. Κάποιοι θεώρησαν πάντως υπερβολική την ποινή εκτιμώντας ότι η υπόθεση δεν θα είχε λάβει τόσο μεγάλες διαστάσεις αν δεν είχε τραβήξει την προσοχή του ρεπουμπλικανού γερουσιαστή της Αϊοβα Τσαρλς Γκράσλεϊ, ο οποίος ασχολείται επί μακρόν με την απάτη στις βιοϊατρικές επιστήμες.
Αντριου Γουέικφιλντ Πρόκειται για παλαιότερη υπόθεση, ωστόσο δεν είναι δυνατόν να μην αναφερθεί σε αυτό το χρονικό της επιστημονικής απάτης, αφού θεωρείται μία από τις μεγαλύτερες του πεδίου της ιατρικής η οποία επί έτη (ακόμη και σήμερα σε κάποιες περιπτώσεις) είχε τρομερό κοινωνικό αντίκτυπο, «φουντώνοντας» το αντι-εμβολιαστικό κίνημα. Το 1998, ο βρετανός γαστρεντερολόγος και ερευνητής Αντριου Γουέικφιλντ δημοσίευσε στην ιατρική επιθεώρηση «The Lancet» μελέτη στην οποία ανέφερε ότι το εμβόλιο MMR (ιλαράς, ερυθράς, παρωτίτιδας) συνδέεται με αυτισμό και προβλήματα του εντέρου σε παιδιά. Η μελέτη που έλαβε τεράστια δημοσιότητα οδήγησε πολλούς γονείς στην άρνηση εμβολιασμού των παιδιών τους με αποτέλεσμα να αυξηθούν τα κρούσματα ιλαράς και ερυθράς σε ΗΠΑ και Ευρώπη. Χρόνια αργότερα, το 2010, έρευνα που διεξήγαγε το Βρετανικό Γενικό Ιατρικό Συμβούλιο έδειξε ότι ο Γουέικφιλντ «μαγείρεψε» στοιχεία σχετικά με τα παιδιά που συμμετείχαν στη μελέτη ενώ χρηματίστηκε και από έναν δικηγόρο που σχεδίαζε να κάνει αγωγή στην παρασκευάστρια εταιρεία του εμβολίου. Η μελέτη του αποσύρθηκε από το «Lancet» ενώ του απαγορεύθηκε να ασκεί την ιατρική στη Βρετανία.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ