Το 2017 θα τραβηχτούν 1,3 τρισεκατομμύρια φωτογραφίες (πόσο παρωχημένοι, αλήθεια, ακούγονται σήμερα οι πανηγυρισμοί της Κodak το 2000 για το «ιστορικό ρεκόρ» των 80 δισεκατομμυρίων κλικ εκείνης της χρονιάς;). Ας μην παριστάνουμε τους ανίδεους, οι ειδικοί μιλούν εδώ και καιρό για τις παρενέργειες αυτής της πανδημίας. Εχουν προειδοποιήσει π.χ. ότι το oversharing (υπερβολικό μοίρασμα) στα social media υποσκάπτει τις αληθινές, εκτός Διαδικτύου, σχέσεις. Οτι το να τραβάς μια τέλεια φωτογραφία κάθε στιγμή της ύπαρξης του παιδιού σου είναι σαν να εμβαπτίζεις το παραδοσιακό οικογενειακό άλμπουμ σε ένα εξωτικό παρασκεύασμα εγωκεντρισμού. Οτι αυτή η μανία να κρατάς εξονυχιστικά οπτικά ντοκουμέντα των σημαντικών σταθμών της ζωής σου θα σου στερήσει αργά ή γρήγορα την ικανότητα να τους θυμάσαι κ.ο.κ. Κανείς, όμως, δεν φαίνεται να πτοείται. Η τυραννία της οπτικής πληροφορίας είναι γλυκιά (όταν αφορά εσένα και μόνον εσένα).
Τα φωτογραφικά ντοκουμέντα των άλλων είναι που κάνουν τον βίο αβίωτο. Πρωτίστως γιατί σε πνίγουν σε απεικονίσεις εμπειριών που βιώνουν οι άλλοι. Εμπειριών που εσένα σε αποξενώνουν, σε αφήνουν απέξω. Τον περασμένο Αύγουστο ο Χένρι Αλφορντ, συγγραφέας του βιβλίου «Would It Kill You to Stop Doing That? –A Modern Guide to Manners» ανέτεμνε με μαεστρία στους «Νew York Τimes» την «τυραννία των φωτογραφιών από τις διακοπές των άλλων». «Τα εκνευριστικά selfie sticks ωχριούν μπροστά στα σοφιστικέ φωτογραφικά φίλτρα που μπορούν να μεταμορφώσουν έναν συνηθισμένο λεκέ από φράουλα σε μία μελαγχολική σύνθεση με ένα α λα Καραβάτζιο κιαροσκούρο» θα γράψει μεταξύ άλλων. Ο Αλφορντ κρούει τον κώδωνα, η κατάσταση έχει πια ξεφύγει. Και καταλήγει: «Προσπαθώ να περιορίσω τη φωτογραφική παραγωγή μου. Κάτι που όλοι θα έπρεπε να κάνουμε. Στο μεταξύ, ας ξεκινήσουμε μια κουβέντα για ένα από τα ακανθώδη παρακλάδια του ζητήματος. Πράγματι, ας προσπαθήσουμε να βρούμε κοινούς τόπους σε ό,τι αφορά την ουσία της φωτογραφίας. Θα ξεκινήσω εγώ, εδώ και τώρα: Ολα τα ηλιοβασιλέματα είναι κιτς».
Σημειωτέον ότι αυτό το οπτικό, πανταχού παρόν blitz μαίνεται ακόμη και στην Ελλάδα της κρίσης με το αβέβαιο μέλλον. Αφού πίνει εσπρέσο στη Sala del Senato του Caffè Florian της Φλωρεντίας πρέπει να το ανεβάσει στo Instagram (με ένα επιπλέον καρέ για τα συνοδευτικά μπισκότα Zaletti). Αφού στόλισε χθες το δέντρο με τα παιδιά και το σπίτι θυμίζει χριστουγεννιάτικο διαφημιστικό σποτ από την Αμερική του Αϊζενχάουερ, πρέπει να το «μοιραστεί» στο Facebook. Αφού ετοιμάζεται για μεταπτυχιακό στο Στάνφορντ, θέλει να το πανηγυρίσει κοινοποιώντας φωτογραφίες από το farewell πάρτι στο Snapchat. Τα κίνητρα μπορεί να είναι εξοφθάλμως ποταπά, π.χ. να υποδαυλίσει τον φθόνο. Αλλά ακόμη και όταν είναι ευγενή (π.χ. λίγο Christmas spirit, βρε παιδιά), δεν παύουν να αφήνουν απέξω μια αδυσώπητα γρανιτένια πραγματικότητα. Ο εγγενής ναρκισσισμός των social media στραγγίζει και την τελευταία σταγόνα ενσυναίσθησης. Ο καθένας χώνεται μέσα σε ένα ροζ συννεφάκι από πίξελ και η «εθνική μελαγχολία» μένει έξω από το κάδρο.
Θα είναι δύσκολη η επιβίωση σε αυτό το τυραννικό οπτικό χάος. Ιδιαίτερα, μάλιστα, τη στιγμή που συνοδεύεται από μια παντελώς καινούργια φωτογραφική κουλτούρα: όλοι έχουν πλέον πρόσβαση στη φωτογραφική διαδικασία (άρα, ποιος έχει ανάγκη τους επαγγελματίες φωτογράφους;), όσοι εκτυπώνουν θεωρούνται εκκεντρικοί μεγιστάνες του πλούτου (ακόμη και στους γάμους δεν σου παραδίδουν πλέον άλμπουμ αλλά στικάκι) κ.ο.κ. Το χειρότερο, βέβαια, είναι ότι οι οπτικές μνήμες κινδυνεύουν, όπως οι μαύροι ρινόκεροι, με εξαφάνιση. Eνας ιδιοκτήτης φωτογραφικού καταστήματος –το οποίο επισκέφθηκα πέρυσι, για να βγάλω βέβαια φωτογραφία διαβατηρίου –μου έλεγε χαρακτηριστικά: «Η πιο πολυφωτογραφημένη γενιά στην Ιστορία δεν θα ξέρει το παρελθόν της. Τα photo album των νέων παιδιών υπάρχουν μόνο στο Facebook. Και, πιστέψτε με, εκεί θα θαφτούν».
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2016
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ