Ο Γιάννης Τσαρούχης έκανε την πιο σκληρή αυτοκριτική. Ακόμη και προς το τέλος της ζωής του, λίγο πριν από τα εγκαίνια των εκθέσεων που διοργανώνονταν στο Ιδρυμα που φέρει το όνομά του στο Μαρούσι, δεν μπορούσε να αποβάλει το άγχος του πρωτάρη. «Ποπό, τίποτε δεν έχω κάνει..» μονολογούσε. Οταν όμως έφευγε το βάρος της προετοιμασίας, παραδεχόταν σιγανά: «Ε, κάτι έχω κάνει κι εγώ…». Αν μη τι άλλο. Απόδειξη ότι όταν βλέπεις τα έργα του, ακόμη και τα πασίγνωστα, τα πανταχού παρόντα έργα του, νιώθεις σαν να τα αντικρίζεις πρώτη φορά. Δίχως αμφιβολία, η έκθεση που ετοιμάζεται στο Μουσείο Μπενάκη στο πλαίσιο των θεματικών παρουσιάσεων του υλικού της συλλογής του Ιδρύματος Γιάννη Τσαρούχη θα έχει μεγάλη επιτυχία.
Πρόκειται για το δεύτερο μέρος της «Εικονογράφησης μιας αυτοβιογραφίας», η οποία όταν παρουσιάστηκε από τον Οκτώβριο του ’13 ως τον Ιούλιο του ’14 στο κτίριο της οδού Πειραιώς κάλυψε την περίοδο 1910-1940, και τότε όπως και τώρα σε επιμέλεια Νίκης Γρυπάρη και σχεδιασμό Λιλής Πεζανού.
Από τις 16 Δεκεμβρίου το κοινό θα μπορεί να δει τι συνέβη στη ζωή και στο έργο του μεγάλου έλληνα ζωγράφου το υπόλοιπο του βίου του ως το ’89, τη χρονιά δηλαδή που πέθανε στα 79 του χρόνια. Ελαφρώς μικρότερη σε έκταση, αφού θα καλύπτει μέρος μόνο του ισογείου, αλλά με πλούσιο υλικό, καθώς θα παρουσιαστούν περίπου 200 έργα, στη συντριπτική τους πλειονότητα από το Ιδρυμα Γιάννη Τσαρούχη, ενώ δεν θα λείπουν και πίνακες από ιδιωτικές συλλογές, όπως τα περίφημα «Καφενείο Νέον» και «Καφενείο Μαυροκέφαλου», αλλά και δύο έργα από την Εθνική Πινακοθήκη. Το κοινό θα έχει την ευκαιρία να δει ορισμένους πίνακες για πρώτη φορά από κοντά. Για παράδειγμα, τον μικρό σε διαστάσεις πίνακα «Ο Θεόφιλος και η Δόξα», τη «Βάπτιση» του ’48, αλλά και δύο πορτρέτα του ίδιου του ζωγράφου από τη ζωγράφο και σκηνογράφο Λίλα ντε Νόμπιλι, όπως τον Τσαρούχη ντυμένο πατριάρχη.
Ο ζωγράφος «ξεναγεί»…


Η δημιουργική πορεία του Τσαρούχη διαρθρώνεται μέσα από χρονολογικές ενότητες οι οποίες χωρίζονται σε δεκαετίες, προκειμένου να ανασυσταθεί το περιβάλλον που έζησε και οι επιρροές του από αυτό σε κάθε φάση της ζωής του, και συνοδεύονται από επεξηγηματικά κείμενα, προγράμματα από παραστάσεις και φωτογραφίες.
Από τα χρόνια του ’40 όπου βρέθηκε στο Αλβανικό μέτωπο και χάρη σε έναν λοχαγό που αγαπούσε τις τέχνες είχε την ελευθερία να ζωγραφίζει στην Αθήνα της Κατοχής με τους μαυραγορίτες αλλά και τον Εμφύλιο, στη δεκαετία του ’60 πριν και μετά το ταξίδι του στο Παρίσι όπου ο τεχνοκριτικός και συλλέκτης Τεριάντ, αυτός που τη δεκαετία του ’30 τού είχε επισημάνει «Αγαπάς την Ελλάδα και θέλεις να την αποδώσεις», τον είχε διαβεβαιώσει ότι τα έργα του θα αγοράζονταν. «Η επιλογή έγινε βάσει του προσωπικού γούστου του Τσαρούχη, εξάλλου υποτίθεται ότι εκείνος ξεναγεί τον επισκέπτη στην έκθεση, αλλά και βάσει του υλικού που μπορούσαμε να δανειστούμε καθώς κάποιοι συλλέκτες αρνήθηκαν να δώσουν έργα» εξηγεί η κυρία Νίκη Γρυπάρη, επιμελήτρια της έκθεσης και πρόεδρος του Ιδρύματος Τσαρούχη. Αναπόφευκτα, χάρη στην ανά δεκαετία παράθεση των έργων σκιαγραφείται η δημιουργική του πορεία: από την προσεκτική σπουδή από το φυσικό, στην επιστροφή σε μια ζωγραφική άμεσα βασισμένη στο χρώμα με μια γραφή εντελώς προσωπική χάρη στις βαθιά βιωμένες εμπειρίες της ζωής.
Πορεία μέσα από αγώνες


«Πιστεύω ότι στην έκθεση γίνεται εμφανής η πάλη ενός ανθρώπου που δεν σταμάτησε να εξελίσσει τη ζωγραφική του και να κάνει τα πράγματα που ήθελε με τον δικό του τρόπο. Ολοι νομίζουν ότι η ζωή του Τσαρούχη ήταν εύκολη. Μέσα από δυσκολίες όμως προχώρησε. Είχε έναν επαγγελματισμό και έλεγε: «Δεν υπάρχει δεν μπορώ ή δεν ξέρω». Οταν υπήρχαν δυσκολίες στο θέατρο, όταν για παράδειγμα οι ράφτρες δεν μπορούσαν να φτιάξουν σωστά ένα κοστούμι, τις βοηθούσε να κόψουν το ύφασμα για να πέφτει σωστά. Τα ίδια έκανε και με τους μαραγκούς όταν δεν μπορούσαν να τελειώσουν κάτι. Δεν είναι εύκολο να κάνεις αυτό που θέλεις και να αλλάζεις και να προχωράς. Πάντοτε έψαχνε, πειραματιζόταν, μέχρι το τέλος». Ο ίδιος έλεγε σε συνέντευξή του τη δεκαετία του ’80: «Υπηρετώ ένα ιδανικό το οποίο είναι τρομερό και επιβάλλει θυσίες και προσπάθειες». Και συμπλήρωνε στο βιβλίο «Γιάννης Τσαρούχης (1910-1989) – Ζωγραφική» (εκδόσεις Ιδρυμα Γιάννη Τσαρούχη): «Το ιδανικό ενός καλλιτέχνη είναι η ίδια η ζωή του και ο τρόπος που τη ζει σ’ ό,τι έχει πιο ουσιαστικό και καθόλου μια πόζα».
Η συνεργασία με τον Ιόλα
Η δεκαετία του ’50 θα συνοδεύεται από ένα κείμενο που θα αναφέρεται στον Ιόλα. Ο μεγάλος συλλέκτης είχε υπογράψει συμβόλαιο με τον Τσαρούχη για την περίοδο 1953-1957, αφότου είχε προηγηθεί η Πανελλήνια Εκθεση όπου ο Τσαρούχης είχε εκθέσει τον πίνακα «Ναύτης καθιστός και γυμνό ξαπλωμένο» (1948) και ειδοποιήθηκε από την Αστυνομία να ξεκρεμάσει το έργο γιατί προσέβαλλε το Ελληνικό Ναυτικό. Ο Ιόλας τον παρότρυνε να ζωγραφίσει όσα γυμνά ήθελε, όμως όλοι οι πίνακες του Τσαρούχη εκείνης της περιόδου έχουν πουληθεί σε ιδιώτες. Ετσι, όσα έργα περιλαμβάνονται στην «Αυτοβιογραφία» προέρχονται όλα από ιδιωτικές συλλογές, καθώς το Ιδρυμα, παρ’ όλο το πλούσιο υλικό του –διαθέτει γύρω στα 5.000 έργα, σχέδια και σπουδές –δεν έχει στην κατοχή του δείγμα δημιουργικής γραφής της συγκεκριμένης περιόδου. «Ο Ιόλας τού έδινε έναν μισθό και αυτό τού είχε δώσει την ελευθερία να ζωγραφίζει χωρίς να έχει την έγνοια του βιοπορισμού. Επιδίωξε πολλές φορές να ξανακάνει συμβόλαιο μαζί του, αλλά ο Τσαρούχης αρνήθηκε. Επρόκειτο να του κάνει έκθεση στη Νέα Υόρκη, είχε αναγγελθεί στα περιοδικά, και ο Τσαρούχης είχε βγάλει και βίζα, και τελευταία στιγμή αναβλήθηκε και έγινε η έκθεση του Γκίκα. Δεν έκανε ποτέ δεύτερη φορά συμβόλαιο με κανέναν γκαλερίστα. Αποφάσισε ότι θα κάνει έκθεση με αυτούς που θέλει, όταν θέλει» λέει η κυρία Γρυπάρη.
Το κλειστό Ιδρυμα
Η συνεργασία ανάμεσα στο Μουσείο Μπενάκη και στο Ιδρυμα Γιάννη Τσαρούχη ξεκίνησε το 2012 και θα συνεχιστεί ώσπου να γίνει η αποκατάσταση του κτιρίου στο Μαρούσι και να είναι ξανά σε θέση το Ιδρυμα να διοργανώνει τις εκθέσεις στον χώρο του. «Από το ’12 μεταφέραμε όλα μας τα έργα στο Μουσείο προκειμένου να είναι ασφαλή, γιατί στο Μαρούσι μπαίνουν νερά στο κτίριο» εξηγεί η κυρία Γρυπάρη. Αρχικά είχε ανακοινωθεί ότι η μεγάλη αίθουσα του δεύτερου ορόφου θα φιλοξενούσε θεματικές εκθέσεις με υλικό από τις συλλογές του Ιδρύματος. «Ο δεύτερος όροφος δεν χρησιμοποιήθηκε λόγω άλλων αναγκών του Μουσείου Μπενάκη» θα πει η κυρία Γρυπάρη.
Από την πλευρά του, το Ιδρυμα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σοβαρότατα προβλήματα. Εσοδα δεν μπορούν να υπάρξουν από πώληση έργων, φέρ’ ειπείν, καθώς βάσει της επιθυμίας του Τσαρούχη όλα έπρεπε να παραμείνουν στο Ιδρυμα. Το ίδρυσε ο ίδιος το 1981 μεταβιβάζοντας σε αυτό το σπίτι του στην οδό Πλουτάρχου στο Μαρούσι καθώς και όλα τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας στο έργο του. Εναν χρόνο μετά εγκαινιάστηκε το Μουσείο Γιάννη Τσαρούχη. «Κάποιος θέλησε να αγοράσει όλα τα έργα του, αλλά εκείνος αρνήθηκε» λέει η κυρία Γρυπάρη. «Ο λόγος άλλωστε για τον οποίο έκανε το Ιδρυμα και το Μουσείο, όπως έλεγε ο ίδιος, ήταν για να μπορεί να βλέπει τα έργα του, γιατί υπήρχαν συλλέκτες που του το απαγόρευαν. Ηθελε να μπορεί να τα βλέπει και να μπορεί να τα δείξει. Πίστευε ότι έστω κι ένας άνθρωπος από το κοινό να καταλάβαινε αυτό που είχε κάνει ήταν πολύ σημαντικό για εκείνον. Είχε σκεφτεί έναν τρόπο για να διευκολύνει την επιβίωση του Ιδρύματος μέσα από την πώληση αντιγράφων του έργου σε κάρτες, μεταξοτυπίες, αλλά δεν είχε τα χρήματα για να το προικοδοτήσει προκειμένου να δημιουργηθεί ένα trust για τις πληρωμές των υπαλλήλων ή τα λειτουργικά έξοδα». Θα μπορούσαν να υπάρχουν πόροι και από τα δικαιώματα της πνευματικής ιδιοκτησίας, αλλά «κανένας δεν πληρώνει αυτά που οφείλει». Επί υπουργίας Αννας Ψαρούδα-Μπενάκη στο ΥΠΠΟ δόθηκε χρηματοδότηση για να γίνουν κάποιες επισκευές στο κτίριο και να χρησιμοποιηθούν συστήματα ασφαλείας. Σήμερα το Ιδρυμα είναι κλειστό. Η documenta έχει δείξει ενδιαφέρον για το κτίριο, όπως επίσης και καλλιτέχνες που επισκέπτονται την Αθήνα για να την αφουγκραστούν και δηλώνουν ενθουσιασμένοι από την παλιά οικία του Τσαρούχη. Μέχρι στιγμής δεν έχει ανακοινωθεί κάποια συνεργασία.

πότε & πού:

«Εικονογράφηση μιας αυτο-βιογραφίας. Το δεύτερο μέρος (1940-1989)» στο Μουσείο Μπενάκη, Πειραιώς, από 16/12 ως 26/2

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ