Ευγενία Μπογιάνου Μόνο ο αέρας ακουγόταν Εκδόσεις Μεταίχμιο, σελ. 240, τιμή 13,30 ευρώ
Κυριαρχημένοι από τις προσωπικές τους έγνοιες, ο Ηλίας και η Αγλαΐα, το πρωταγωνιστικό ζεύγος του μυθιστορήματος Ακόμα φεύγει (2014) της Ευγενίας Μπογιάνου, μόλις και θα προλάβουν να ρίξουν ένα βλέμμα τριγύρω τους. Κι όταν όμως το ρίξουν, δεν θα πάψουν ως εξ αυτού ούτε μια στιγμή να νιώθουν απόβλητοι του Σύμπαντος. Η χαραμάδα ωστόσο για το πέρασμα από τον κόσμο του ιδιωτικού σε μιαν ορισμένη μορφή συλλογικότητας έχει ανοίξει. Και το συλλογικό δεν χρειάζεται κάτι παραπάνω από μια χαραμάδα για να αποκαλύψει το τοπίο του στη λογοτεχνία. Με ανάλογο τρόπο μοιάζει να θέλει να χειριστεί τους ήρωές της η Μπογιάνου και στο καινούργιο βιβλίο της που είναι η συλλογή διηγημάτων Μόνο ο αέρας ακουγόταν.
Πρωταγωνιστικό ρόλο στα διηγήματα της συλλογής αναλαμβάνουν άλλη μια φορά πρόσωπα που ζουν στο κοινωνικό ημίφως. Μοναχικές γυναίκες που ετοιμάζονται να πάνε στην κηδεία του πατέρα τους, άνδρες εγκαταλελειμμένοι στην ερημιά της μεγαλούπολης, πάμφτωχοι ποιητές που μεθοκοπούν κερασμένοι από τους θαυμαστές τους, μανάδες που απεχθάνονται το μοναχοπαίδι τους επειδή έχουν στερηθεί τον άλλο τους γιο, άνθρωποι που έχασαν τη ζωή και την πατρίδα τους και δεν έχουν τώρα στον ήλιο μοίρα, κακογερασμένες ηθοποιοί που τα δίνουν όλα για μερικά δευτερόλεπτα σκηνικής παρουσίας, κορίτσια που κατέστρεψαν το πρόσωπό τους πέφτοντας από τη μοτοσικλέτα, μεσόκοπες που είδαν τον άνδρα τους να τις εγκαταλείπει για να απολαύσει τη χαρά της νεανικής συντροφιάς, γιοι που μισούν τους πατεράδες τους και κόρες τις οποίες έχει στοιχειώσει η αυτοκτονία της μάνας τους.
Οπως και στο προηγούμενο βιβλίο της, οι ήρωες της Μπογιάνου δεν ανήκουν στο περιθώριο και μολονότι οι λόγοι εξαιτίας των οποίων έχει οδηγηθεί ο καθένας στο αδιέξοδό του διαφέρουν κατά πολύ μεταξύ τους (για άλλον είναι η μοναξιά, για άλλον η οργή, για άλλον η απώλεια), η κοινή συνθήκη παραμένει: κανένας δεν έχει τον χρόνο και τον νου να αναλογιστεί όσους κινούνται στο πλάι του όντας κλειδαμπαρωμένος στο κλουβί του. Και όμως, υπάρχει και εδώ μια χαραμάδα που ανοίγει τον δρόμο προς την κοινωνία επιτρέποντας να παρακολουθήσουμε σαν σκιές ακόμα και κάποιες πτυχές της κρίσης: από τους άστεγους και τους πρόσφυγες έως τους άνεργους και τα θύματα των τραπεζών.
Παρά πάντως τη ζυγιασμένη θεματική τους και τις προσεκτικές εξωτερικές ισορροπίες τους, τα διηγήματα της Μπογιάνου πάσχουν στο εσωτερικό τους: η δράση δείχνει αργή (συχνά δε και σχηματική) αδυνατώντας να ανταποκριθεί στα δεδομένα που έχει θέσει ο δραματουργικός της πυρήνας. Οσο για τους χαρακτήρες, είναι παγιδευμένοι στη γραμμικότητά τους που όχι μόνο τους καθιστά εξαρχής προβλέψιμους αλλά τους επιβαρύνει με μεγάλες δόσεις αισθηματολογίας και παλιλλογίας. Και γιατί συμβαίνουν αυτά; Μα, επειδή η συγγραφέας δυσκολεύεται να βρει τη δίοδο η οποία θα συνδέσει τα γεγονότα που επηρεάζουν τη ζωή των προσώπων της με το αποτύπωμα που γεγονότα σαν κι αυτά οφείλουν να αφήσουν στον ψυχισμό τους. Ετσι, αντί να πυροδοτήσει πράξεις περιγράφει καταστάσεις και αντί να αποδεσμεύσει συναισθήματα βιάζεται να δηλώσει απαρέσκειες. Το αποτέλεσμα είναι να αδυνατίσουν όλα και να θαμπώσει ένα βιβλίο το οποίο με διαφορετικό χειρισμό θα μπορούσε να αποδώσει σημαντικούς καρπούς.