Η κυβερνητική παρένθεση μιας «ριζοσπαστικής» Αριστεράς, που εκτινάχθηκε από το 4,6% (2009) του πολιτικού εθελούσιου περιθωρίου, στο 35,46%, των τελευταίων εκλογών και στο 61,3% του παρανοϊκού και αυτοκτονικού δημοψηφίσματος της 28ης Ιουνίου 2015, αυτό λοιπόν το «ιντερμέντζο», το ενδιάμεσο διάλειμμα του «αριστερού» κυβερνητικού πειράματος, έχει ήδη εκπνεύσει στη συνείδηση χιλιάδων «κοψοχέρηδων», που ελαφρά τη καρδία είπαν: «Ας τους δοκιμάσουμε και αυτούς»!
Η Ιστορία θα πει την τελευταία λέξη, για τη σπουδή (βιασύνη), που έφερε στην ελληνική εξουσία, άνευ σπουδής (μελέτης), μια κατά δήλωσιν Αριστερά του βολικού, γιατί όχι και καλοπληρωμένου «επαναστατικού» περιθωρίου της πολυθρόνας.
Το παράδοξο αυτό φαινόμενο δεν είναι αποκλειστική ελληνική πατέντα. Θα το βρούμε και στους… κοτσιδέϊρος (κατά τον Γιάννη Πρετεντέρη), των Podemos της Ισπανίας, που σιγά-σιγά και σταθερά αναδιπλώνονται στο ψευδοδιανοουμενίστικο (κουλτουριάρικο) περιθώριό τους. Θα το απολαύσουμε, για λίγο ακόμη και στα «Πέντε Αστέρια» του αφηνιασμένου Ιταλού γελωτοποιού Μπέπε Γκρίλο, που έχει μετατρέψει τους Ιταλούς αντιρρησίες, σε ατελείωτη λιτανεία, με πλήθος από πιστούς της ασχετοσύνης και της «επαναστατικής» ανευθυνότητας.
Και όμως, οι πανηγυρισμοί των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ διαψεύδονται, από την καλπάζουσα δημοσκοπική κατρακύλα. Τι να σημαίνει όμως αυτή η κατάρρευση; Ασυνέπεια της ψευδοαριστερής κομπορημοσύνης με τις πράξεις, ή μήπως και το mea culpa, το «λάθος μου», κάποιων εκατοντάδων χιλιάδων «αγανακτισμένων», που προτίμησαν τους αφερέγγυους και ουδαμώς δοκιμασμένους στην πράξη επαναστάτες της καφετέριας και του βασιλείου της νύχτας; Εδώ μάλλον είναι περιττές οι διευκρινίσεις…
Και όμως ένα τμήμα του συνταγματικά κυρίαρχου λαού οφείλει, ξεχνώντας το ατομικιστικό Εγώ και συντασσόμενος με το δημοκρατικό Εμείς, ν’ αναγνωρίσει και να ομολογήσει τις λανθασμένες, επιπόλαιες ή και τις υπό το κράτος αγανάκτησης, εκδικητικές επιλογές του. Έστω και αν αυτές μας παραπέμπουν στο αγοραίο γνωμικό «ένας απειλούσε την άπιστη ερωμένη του ότι θα κόψει τα γεννητικά του όργανα»!
Οσοδήποτε και αν η παραπάνω κριτική θίγει τον καλώς νοούμενο εγωισμό, για όσους εμφορούνται από την ηθική της αριστερής αυτοκριτικής, το mea culpa, το ήμαρτον της λαϊκής ετυμηγορίας συνιστά πράξη υπέρτατου συντροφικού καθήκοντος, αλλά και οδηγό μιας συμπεριφοράς κοινωνικής αλληλεγγύης και προόδου, για μια απονήρευτη και φερέλπιδα νεολαία, που όμως δηλητηριάζεται μορφωτικά, από τα σκουπίδια της οπισθοδρομικής Συριζαϊκής αντιμεταρρύθμισης. Μιας εκπαιδευτικής «αλλαγής» που μας κατατάσσει διεθνώς στον πάτο των διανοητικών επιδόσεων (Διεθνής έρευνα PISA του ΟΟΣΑ, στα «Νέα» 07.11.2016).
Στο κλείσιμο του σημερινού σημειώματος, επιβάλλεται ν’ αναλογισθούμε, τι σημαίνει, για το μεγάλο ποσοστό των εξαπατηθέντων από τους σαλτιμπάγκους των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ψηφοφόρους, η ολέθρια έννοια της αποχής, από τις επόμενες βουλευτικές εκλογές, όπως αυτή αποτυπώνεται στα ποσοστά των «αναποφάσιστων» στις δημοσκοπήσεις. Αν και είναι ενωρίς για βεβιασμένα συμπεράσματα, η επικρατέστερη εκδοχή είναι, ότι μια τέτοια αποχή των «χαμένων» από τις κάλπες, ισοδυναμεί με πολιτική μοιρολατρεία, ίσως ισάξια της αποχής του 1946 που ήταν και το προΐμιο της αδελφοκτόνας αλληλοσφαγής 1946-1949. Η πιο παραδειγματική τιμωρία κάθε πολιτικού επίορκου, (λέγε με απατεώνα), είναι όχι η φυγομαχία της αποχής, αλλά το πανηγυρικό μαύρισμά του, στις κάλπες!
Και επιτέλους, κάποιοι φιλάργυροι και δεκαρολόγοι σε όλα τα στρατόπεδα της πολιτικής εξουσιομανίας, ας εγκαταλείψουν το υπαρξιακό τους άγχος, για μια πιθανή μη επανεκλογή τους στο βουλευτικό αξίωμα. Το Κοινοβούλιο δεν είναι άσυλο αναξιοπαθούντων, αλλά στίβος θαρραλέων και γόνιμων αντιπαραθέσεων, για το παρόν και το μέλλον της πατρίδας. Ας συμφιλιωθούν επομένως και με την έννοια της θυσίας, αν πράγματι αγαπούν αυτό τον τόπο…