Η ιταλική συνταγματική μεταρρύθμιση, την οποία ο Ρέντσι είχε μετατρέψει σε κάλπη για ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνησή του, κατέπεσε στο δημοψήφισμα με μεγάλη διαφορά σε όλες τις κοινωνικές ομάδες, όμως ισχυρότερη ήταν το «όχι» στις νότιες περιφέρειες και στις χαμηλότερες ηλικίες. Το «ναι» περιορίστηκε, όπως ήταν αναμενόμενο, στους προσκείμενους στο κυβερνών κόμμα αλλά το «όχι» κινητοποίησε ψηφοφόρους από την Αριστερά μέχρι την ακροδεξιά Λέγκα.
Η σύνθεση των δημοσκοπικών ερευνών από τα ινστιτούτα Piepoli, Demos και Quorum (ξεχωριστά για Rai, Sky Tg24 ή Repubblica) σχηματίζουν την εικόνα ότι η επικράτηση του «όχι» ήταν αισθητά εντονότερη σε περιοχές του Νότου, σε στρώματα που αισθάνονται μεγαλύτερη οικονομική ανησυχία, σε νεότερες ηλικίες και ότι, εν γένει, συνάσπισε όσους πρόσκεινται στην αντιπολίτευση, με την ψήφο δηλαδή να παίρνει καθαρά πολιτικό χαρακτήρα αντί για θεσμικό (που ήταν και το αντικείμενο του δημοψηφίσματος).
Ήδη από τον χάρτη των επίσημων αποτελεσμάτων φαινόταν πως μόνο στην περιφέρεια της Τοσκάνης (πολιτική γενέτειρα του Ρέντσι) και από τα «κάστρα» του Δημοκρατικού Κόμματος μόνο στην Εμίλια-Ρομάνα επικράτησε το «ναι».
Οι υπόλοιπες περιφέρειες βάφτηκαν μεν κόκκινες, όμως τα ποσοστά ήταν υψηλότερα όσο προχωρούσε κανείς πιο νότια και στα νησιά. Στην σχετικά πλούσια Λομβαρδία (Μιλάνο) του βορρά, επί παραδείγματι, το «όχι» επικράτησε με 55,5% αλλά στις φτωχότερες Καμπάνια (Νάπολη) ή Σικελία το «όχι» έφτασε το 68% και το 71,6% αντίστοιχα.
Ηλικιακά, το υψηλότερο ποσοστό του «όχι» καταγράφεται στην ομάδα κάτω των 35 (τουλάχιστον το 68%, ενώ σε κάποιες από τις έρευνες προβάλλεται ακόμη υψηλότερα). Στην ίδια ομάδα καταγράφεται επίσης και η υψηλότερη αποχή (περίπου 38%), κάτι που ερμηνεύεται ως αδιαφορία ή απογοήτευση.