Το περιεχόμενο της χθεσινής (5.12.2016) απόφασης του Eurogroup, χωρίς εξωραϊσμούς και συγκαλύψεις, έχει ως εξής:
Α. Η Ελληνική κυβέρνηση πρέπει να ολοκληρώσει το ταχύτερο τη δεύτερη αξιολόγηση του (τρίτου) προγράμματος με μια τεχνική συμφωνία με την τρόικα (θεσμούς) που θα ικανοποιεί το ΔΝΤ και τα κριτήρια του, έτσι ώστε το επιτελείο του ΔΝΤ να εισηγηθεί θετικά στο ΔΣ τη συμμετοχή του Ταμείου στο πρόγραμμα και την υπογραφή του μνημονίου τρία plus μεταξύ Ελλάδας και ΔΝΤ.
Ενώ συνεπώς το ΔΝΤ δεν μετέχει τυπικά στο τρέχον τρίτο πρόγραμμα, είναι ο καθοριστικός παράγοντας για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης. Αυτό σημαίνει ότι έχουν πάντα ιδιαίτερη βαρύτητα οι απαιτήσεις του ΔΝΤ τόσο για την κάλυψη του δημοσιονομικού κενού ( πχ μείωση αφορολογήτου και περαιτέρω περικοπή συντάξεων), όσο και για διαρθρωτικά μέτρα σε σχέση με την αγορά εργασίας.
Β. Η Ελληνική κυβέρνηση αποδέχθηκε το στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ το 2018, αλλά και για τα έτη που ακολουθούν, με μεσοπρόθεσμο ορίζοντα 3-10 ετών. Η ακριβής διάρκεια της δέσμευσης αυτής, για την περίοδο μετά το τέλος του τρίτου μνημονίου, θα καθοριστεί αργότερα, ανάλογα με τις δημοσιονομικές και μακροοικονομικές εξελίξεις.
Το βέβαιο όμως είναι ότι ήδη έχει αναληφθεί από την κυβέρνηση η υποχρέωση για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα μετά το 2018. Προκειμένου δε αυτό να καταστεί ελέγξιμο η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να συμφωνήσει με την τρόικα ( θεσμούς ) σε ένα σχετικό μηχανισμό, δηλαδή σε ένα δημοσιονομικό «κόφτη» και στα αναγκαία διαρθρωτικά μέτρα. Η συμφωνία αυτή είναι το τέταρτο μνημόνιο, με όρους, με στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5 %, αλλά χωρίς δάνειο.
Γ. Προκειμένου να πεισθεί το ΔΝΤ να μετάσχει στο πρόγραμμα, το Eurogroup υιοθέτησε την πρόταση του ESM για «βραχυπρόθεσμα» μέτρα ως προς το ελληνικό δημόσιο χρέος που είναι τρία: η επιμήκυνση των λήξεων των δανείων του EFSF / ESM από τα 28 στα 32,5 έτη, η μετατροπή των σημερινών πολύ χαμηλών κυμαινόμενων επιτοκίων σε ελαφρώς υψηλότερα αλλά σταθερά και η μη αύξηση των επιτοκίων του δανείου που δόθηκε για την επαναγορά ομολόγων του Νοεμβρίου 2012.
Τα μέτρα αυτά δεν επιφέρουν προφανώς καμία μείωση της ονομαστικής τιμής του χρέους σε απόλυτους αριθμούς και ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Βραχυπρόθεσμα τα επιτόκια αυξάνονται, άρα για τα επόμενα χρόνια αυξάνονται οι τόκοι εξυπηρέτησης του χρέους, ενώ καταγράφεται και κάποια αρνητική επίπτωση στα λογιστικά κέρδη των τραπεζών από την ανταλλαγή των τίτλων του EFSF που τους είχαν δοθεί ως ισοδύναμο ρευστού.
Τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το χρέος δεν έχουν βραχυπρόθεσμο όφελος. Έχουν μακροπρόθεσμη επίπτωση που αρχίζει ελαφρώς το 2040 και ολοκληρώνεται το 2060 με βάση την προβολή που κάνει η μελέτη βιωσιμότητας του χρέους ( DSA ) που επικαιροποίησε το ΔΝΤ. Η επίπτωση αυτή υπολογίζεται ότι θα είναι 20% του ΑΕΠ στην ονομαστική τιμή του χρέους όπως αυτή προβάλλεται το 2060 και 5% του ΑΕΠ στις μεικτές χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας όπως αυτές προβάλλονται επίσης το 2060.
Το ESM κινείται έτσι μέσα στη λογική των προβολών του ΔΝΤ που όμως επιδεινώθηκαν δραστικά λόγω των εξελίξεων του 2015 ( capital controls κλπ). Πρόκειται συνεπώς για μια επίπτωση σε μακροπρόθεσμες προβολές εν πολλοίς υποθετικές που ενσωματώνουν μέρος της βλάβης του πρώτου εξαμήνου του 2015 και προϋποθέτουν πλήρη επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων του προγράμματος κυρίως ως προς τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα.
Δ. Αυτά τα μέτρα για το χρέος δεν έχουν προφανώς καμία σχέση με την γιγαντιαία μείωση του χρέους που επιτεύχθηκε το 2012 σε ονομαστική αξία (άμεση μείωση κατά 61% του ΑΕΠ ) και σε παρούσα αξία ( που μόνο μέσω του δανείου του EFSF μειώθηκε 50% του ΑΕΠ του 2013).
Δεν έχουν όμως και καμία σχέση με τις δεσμεύσεις του Eurogroup του 2012 για πρόσθετες παραμετρικές αλλαγές μόλις επιτευχθεί πρωτογενές πλεόνασμα.
Επιπλέον τα μακροπρόθεσμα μέτρα για το χρέος εξαφανίστηκαν από τη συζήτηση, ενώ τα μεσοπρόθεσμα θα συζητηθούν μετά την επιτυχή ολοκλήρωση του προγράμματος, δηλαδή μετά τα μέσα του 2018 και θα συνδεθούν τότε με όρους ( conditionality ) που είναι το άλλο όνομα του τέταρτου μνημονίου. Με πρώτο όρο το πρωτογενές πλεόνασμα 3,5 % σε μεσοπρόθεσμη βάση.
Ε. Υπάρχουν πολλά σχόλια για σύγκρουση Ευρωπαίων και ΔΝΤ. Το ΔΝΤ το εγκατέστησε στην καρδιά της ευρωζώνης η δυσπιστία της γερμανικής και άλλων κυβερνήσεων προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Με τη χθεσινή απόφαση του το Eurogroup θέτει το δικό του όριο ως προς τις παραμετρικές αλλαγές στο χρέος και επιμένει σε υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, αλλά δείχνει να προσχωρεί στα κριτήρια του ΔΝΤ ως προς τη κάλυψη του δημοσιονομικού κενού και το κλείσιμο της αξιολόγησης. Τελικά η Ελλάδα όχι μόνο δεν επωφελείται από τη «σύγκρουση» ΔΝΤ – ΕΕ, αλλά χάνει και προς τις δυο πλευρές.
Στ. Αυτό είναι λοιπόν το αποτέλεσμα των έως τώρα χειρισμών της κυβέρνησης. Συνοψίζω :
1. Άμεση επιβάρυνση του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους με αντάλλαγμα την θεωρητική μικρή ελάφρυνση του χρέους και των χρηματοδοτικών αναγκών το 2060, εφόσον εκπληρούνται έως τότε διαρκώς οι δημοσιονομικοί στόχοι ( πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% κλπ).
2. Εξάρτηση του κλεισίματος της δεύτερης αξιολόγησης από το ΔΝΤ, με το οποίο και πρέπει να υπογράφει μνημόνιο τρία plus.
3. Δέσμευση της χώρας για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5 % του ΑΕΠ το 2018 και τα έτη που ακολουθούν σε μεσοπρόθεσμη βάση, με «κόφτη» και σχετικά διαρθρωτικά μέτρα που θα περιληφθούν στο μνημόνιο τέσσερα.
4. Εξαφάνιση της υπόσχεσης για μακροπρόθεσμα μέτρα για το χρέος.
5. Εκτίμηση της ανάγκης για μεσοπρόθεσμα μέτρα ως προς το χρέος, μετά την επιτυχή ολοκλήρωση του προγράμματος, τον Ιούλιο του 2018 και πάντα σε συνδυασμό με τους όρους του τέταρτου μνημονίου.
Ελπίζω αρκετοί να θυμούνται τι έχει λεχθεί όλα αυτά τα χρόνια και τι συμβαίνει τώρα. Δεν πειράζει που γλύφουν εκεί που έφτυναν. Πειράζει ότι εγκλωβίζουν τη χώρα στο βάθος της βλάβης που προκάλεσαν.