Μετά τη µεγάλη επιτυχία του περσινού «Σιχτίρ ευρώ, µπουντρούµ δραχµή, θα πεις κι ένα τραγούδι» ο σκηνοθέτης και ηθοποιός Βασίλης Παπαβασιλείου επανέρχεται στο Θέατρο Τέχνης σε ένα one-man show όπου γράφει το κείµενο, σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί. Αυτή είναι η αίσθηση που αποκοµίζεις όταν αρχίζεις να βλέπεις το «Relax… Mynotis», αλλά γρήγορα αποδεικνύεται ότι ο ευφυής µετρ του θεάτρου στη νέα του παράσταση έχει ενεργό συνεργό τον Γιάννο Περλέγκα, ο οποίος υποδύεται τον συµβολαιογράφο που καταγράφει τις τελευταίες εντολές ενός υπέργηρου ηθοποιού, σε µια αγαστή αλλά και συγκινητική συνύπαρξη. Aν κρίνει δε κανείς από τον τίτλο, ο περί ου ο λόγος Mynotis που καλείται να χαλαρώσει είναι ο Αλέξης Μινωτής. Και, δεδοµένου ότι γίνεται µια νύξη διά τηλεφωνήµατος στον Κωνσταντίνο Καραµανλή, αλλά και µέσω επιστολών στον Γιάννη Ρίτσο, στην παράσταση έχουµε «µια σύναξη µεγεθών και φαντασµάτων», όπως λέει ο σταθερά απολαυστικός Βασίλης Παπαβασιλείου.
Είναι το έργο µια παρακαταθήκη για τους νεότερους ηθοποιούς;
«Το κείµενο άρχισα να το γράφω το 1990, το έπιασα ξανά το ’95 και το ολοκλήρωσα το 2016. ∆εν ασχολιόµουν µε αυτό συνέχεια. Σκέφτεστε να έλεγα το ’90 ότι αφήνω παρακαταθήκη; Η ίδια η ζωή το λέει: «Κοίταξε, κύριε, είσαι 26 χρόνια µεγαλύτερος, άρα υπάρχουν πολλοί νεότεροί σου. Μιλώντας για την ηθοποιία απευθύνεσαι κατεξοχήν σε αυτούς». Σε µια δουλειά σαν τη δική µας, που δεν έχει υλικό ίχνος, ως άνθρωπος της σκηνής αναλαµβάνω να ενσαρκώσω τη µνήµη όλων των παλαιοτέρων».
Πάντως ο Μινωτής στον οποίο αποτελεί φόρο τιµής η παράστασή σας είχε αποκαλέσει «ερασιτέχνες» µαζί µε τον Βογιατζή και την Πατεράκη. Τι εννοούσε ακριβώς;
«Κανείς δεν ξέρει. Χθες ήρθε στην παράσταση ο Κωνσταντίνος Τζούµας που είχε συνεργαστεί µαζί του και µου έλεγε για το χιούµορ του Μινωτή και το ακατανόητο κάποιων προτάσεων που γεννούσε το στόµα του».
Εµένα µου φάνηκε περισσότερο ως η έκφραση µικροψυχίας ενός µεγαλύτερου καλλιτέχνη προς τους νεότερους.
«Στην περίπτωση του Μινωτή υπάρχει το «συναµφότερον» που λέει ο φίλος µου ο Ζουράρις. Μια σχέση µε την έννοια του µεγαλείου. Γιατί ο άνθρωπος είχε πνευµατικά ενδιαφέροντα και πνευµατική αγωνία, αλλά από την άλλη µεριά είχε τη γείωση ενός σαλτιµπάγκου, καθώς και είχε πληρώσει ένα τίµηµα. Ηταν, ως έναν βαθµό, ο γελωτοποιός του Ωνάση, καθώς έβγαιναν µαζί και έκανε τον ξεναγό της Τζάκι. Στο «Relax» λέµε ότι το θέατρο συναναστρέφεται και τον ∆ιάολο προκειµένου να επιβιώσει. Ο Μινωτής είχε και το δώρο της λεκτικής κακίας. Εγώ του βγάζω το καπέλο γι’ αυτό. Υπάρχει η γνωστή ιστορία µε µια νέα σκηνοθέτιδα τη δεκαετία του ’80 που ήταν στην Επίδαυρο και του λέει κάποιος «κύριε Μινωτή, να σας συστήσω την κυρία τάδε», η οποία είχε κάνει µια παράσταση. «∆εν είµαι εδώ, βρε αδερφέ» απάντησε εκείνος».
Η αναγνώριση και η αποδοχή του κοινού δεν θα έπρεπε να ωθεί κάποιον να είναι πιο γενναιόδωρος;
«Με έχει απασχολήσει και καταλήγω σε αυτό που έλεγε η γιαγιά µου: «Παιδί µου, χορτάτος κανείς γεννιέται ή δεν γίνεται ποτέ. ∆εν περιµένεις να σου τύχουν λεφτά, αξιώµατα». Αναζητώντας ελαφρυντικά για την περίπτωση Μινωτή έλεγα ότι καθοριστικό ρόλο έπαιξε η εποχή στην οποία ζούσε. Σας θυµίζω ότι το Εθνικό Θέατρο µόλις είχε δηµιουργηθεί το ’32 και υπήρχε εµφύλιος πόλεµος µεταξύ ηθοποιών και σκηνοθετών. Σε αυτό το κλίµα ανέπτυξε ρεφλέξ αµυντικά που δεν τον εγκατέλειψαν ποτέ. Και έπειτα ήταν και η παρουσία της Κατίνας. Γιατί τελικώς, στο ζεύγος, το σκέλος το οποίο θεωρείται φορέας µεγέθους είναι η Παξινού. Αυτό, πιστεύω, έπαιξε ρόλο. Μιλάω σαν ερασιτέχνης ψυχαναλυτής. Η εµπειρία µου ανήκει στη φάση που ήταν µόνος του πια».
Εσείς πώς αντιµετωπίζετε τους νεότερους καλλιτέχνες;
«Εγώ το δώρο της κακίας δεν το διαθέτω µε αυτόν τον τρόπο, ίσως το διαθέτω αλλιώς. Πάντως µε τους νέους, για την υπόθεση που λέγεται θέατρο, η πορεία µου δηλώνει το αντίθετο. Οταν το ’82 κάναµε τη «Σκηνή», και το ’86 τον θεατρικό οργανισµό «Εποχή» τα στελεχώσαµε µε νέες δυνάµεις – τέλος πάντων, τότε ήταν νέες. Ηταν ένας χώρος που έδωσε ευκαιρίες σε νέους ανθρώπους, συστηµατικά και καρποφόρα. Οι νέοι ήταν σταθερή µου έγνοια».
Υπάρχει υπερπροσφορά ηθοποιών και καλλιτεχνών σήµερα;
«Είναι αυτή η παγκόσµια εκφραστική δηµοκρατία. Η ∆ύση, αφού σταµάτησε να κάνει τα παιδιά της εργάτες, τα έκανε λειτουργούς των υπηρεσιών του τριτογενούς τοµέα και εκφραζόµενους εκφραστικούς ανθρώπους. Αυτό και ως λεξιλόγιο αποτυπώνεται. Από την ώρα που µπήκε στη ζωή µας η λέξη «δηµιουργία», λέµε «ο δηµιουργός». Αυτή είναι µια ιδιότητα που αναγνωρίζεται στον Θεό, τόσοι θεοί βρέθηκαν ξαφνικά ανάµεσά µας; Τώρα το πράγµα είναι ηπιότερο εκφραστικά. Λέµε «η έκφραση». Σκέφτεται κάποιος: «Εγώ κουβαλάω µια περιουσία και θα έρθει ένα µαγικό ραβδάκι, θα µε χτυπήσει και ό,τι έχω µέσα µου θα βγει έξω». Ξεπερνάµε την περιοχή από την οποία µπαίναµε από την πύλη του δέους, όπως τη λέω, και είναι η λεγόµενη καλλιτεχνική περιοχή η οποία αναγνωρίζει ότι υπάρχει θητεία, µαθητεία, αγώνας που δεν φτάνει µια ζωή. Πλέον είναι είδηση ότι δεν είναι κάποιος ηθοποιός».
Γιατί πιστεύετε ότι δεν πάνε καλά τα θέατρα φέτος;
«Τι θα πει «δεν πάει» ένα θέατρο; Με όρους οικονοµικούς, θα έπρεπε σε έναν βαθµό να έχει καταργηθεί ως σκέλος οικονοµικής δραστηριότητας το θέατρο. Αυτό ήταν πάντα προβληµατικό. Το θέατρο όµως πληρώνει σε ένα άλλο νόµισµα, εναλλακτικό, και ακούει στο όνοµα «δόξα». Η δόξα είναι µεγάλο παυσίπονο και µεγάλο νόµισµα. Πόσοι απ’ όλους τους ηθοποιούς που δουλεύουν στις 1.500 παραστάσεις αµείβονται στοιχειωδώς; Το ποσοστό δεν είναι παραπάνω από 10%, επιεικώς».
Μα ούτε µε δόξα αµείβονται.
«Εσείς το βλέπετε µέσα από έναν µεγεθυντικό φακό. Οµως εγώ µιλάω για τη δόξα – εκ του «δοκώ» – που είναι η γνώµη των άλλων. Με αυτή την έννοια λέω ότι το θέατρο σε σώζει από ψυχιάτρους, ψυχοθεραπευτές. Ενδεχόµενες καταστάσεις που έχουν να κάνουν µε αυτή την περιοχή µπορεί να τις καλύψει µια θεατρική εµπειρία».
Πώς σε σώζει, δηλαδή;
«Εξ ορισµού το θέατρο περνάει µέσα από αυτό που λέγεται ρόλος. «Ρόλος» είναι ότι δεν είµαι τίποτα µέχρι τη στιγµή που είµαι κάτω από τη σκηνή ή έξω από την είσοδο της δραµατικής σχολής, περνάω µέσα και εκεί βρίσκεται κάποιος ο οποίος για µένα ζει χωρίς να το ξέρει και µε αναµένει. Μπαίνει στη σχολή και λέει ο δάσκαλος «Πάρε, παιδί µου, τον Τρέπλεφ» και το παιδί τρελαίνεται. Πάντως, σε έναν βαθµό η προσδοκία και η προοπτική της διάρκειας της ζωής µέσα σε αυτόν τον χώρο έχουν µειωθεί. Μεγάλο ποσοστό των νέων ανθρώπων το βλέπει µόνο µε όρους εκτόξευσης στην πασαρέλα. Επίσης, η δουλειά του ηθοποιού χαρακτηρίζεται από έναν υψηλότατο βαθµό ετεροκαθορισµού. ∆εν είσαι συγγραφέας ή ζωγράφος. Είσαι κάτι που σε κάνουν κάθε φορά οι άλλοι. Η ποιότητα των σκηνοθετών, των συναδέλφων, καθορίζει το τι κάνεις. Είναι η ιδιαιτερότητα της λειτουργίας αυτής που είναι η ηθοποιία».
Λέτε στην παράσταση «Οταν ακούς από θεατρίνο «δεν µου δόθηκαν ευκαιρίες», να κουµπώνεσαι. Κανείς δεν χαρίζεται σε κανέναν». Υπάρχει αξιοκρατία στο θέατρο;
«Υπάρχουν πολύ ενδιαφέροντες ψυχισµοί οι οποίοι δοκιµάζονται στο θέατρο, αλλά δεν έχουν υψηλό συντελεστή κοινωνικότητας ή εξωστρέφειας και αυτό τούς ταλαιπωρεί και τους δοκιµάζει. Υπάρχουν άλλοι που έχουν λιγότερα προσόντα – είναι δίκαιο ή άδικο αυτό, δεν µπορώ να πω – αλλά έχουν πιο αυξηµένο συντελεστή αξιοποίησης του εαυτού, ο οποίος αφήνει τους άλλους πίσω. Αυτό είναι ένα παράδειγµα που µου λέει ότι στη ζωή δεν µπορούµε να περιµένουµε εγκαθίδρυση δικαιοσύνης επί της Γης. Στη ζωή µπορούµε το πολύ να λαχταράµε».
Εσείς γιατί αποφασίσατε να γίνετε ηθοποιός;
«Εγινα ηθοποιός γιατί δεν µπορούσα να γίνω πολιτικός. Το θέατρο είναι αδερφάκι της πολιτικής, γιατί και η πολιτική είναι υπόθεση σκηνής. Παράδειγµα: το κοινό στο Σύνταγµα να φωνάζει στον Ελευθέριο Βενιζέλο που είναι στο µπαλκόνι «Συντακτική», δηλαδή Βουλή που να µπορεί να αλλάξει το Σύνταγµα και να εκδιώξει τη Βασιλεία, και εκείνος να λέει «Αναθεωρητική». Γίνεται αυτός ο διάλογος ανάµεσα σε µια πλατεία Συντάγµατος και έναν άνθρωπο που φωνάζει πέντε φορές «Αναθεωρητική» και τελικά περνάει το δικό του».
«Η πολιτική είναι µια ανοιχτή αλάνα που τη δέρνουν άνεμοι»
Είναι συµβατές αυτές οι δύο ιδιότητες, όπως φαίνεται να δείχνει η επιλογή µιας ηθοποιού για τον θώκο του υπουργείου Πολιτισµού;
«Αν υπήρχε υπουργείο, θα ήταν. Νοµίζετε ότι υπάρχει; Χαίροµαι που είναι η Λυδία εκεί, την εκτιµώ και την αγαπώ, αλλά για την εικόνα του υπουργείου ισχύει αυτό που έλεγε ο κ. Μπαλτάς σε µια παλαιότερη συνέντευξη. ∆ιεκτραγωδούσε την οικονοµική κατάσταση και στοιχειοθετούσε σε τελική ανάλυση µια ελεγχόµενη ανυπαρξία όσον αφορά την παραγωγή του λεγόµενου σύγχρονου πολιτισµού».
Χρειάζεται καλλιτέχνη η «δουλειά» ή έναν ικανό µάνατζερ;
«Χρειάζεται κάποιον που να έχει σχέση µε τους αριθµούς. Η Ελλάδα ξεπέρασε τον αναλφαβητισµό σε έναν µεγάλο βαθµό, αλλά δεν ξεπέρασε τον αναριθµητισµό. ∆εν ξέρουµε πόσο κάνει δύο και δύο όσον αφορά το δηµόσιο ταµείο. Αυτής της άγνοιας και της αδιαφορίας αποτέλεσµα είναι και αυτό που µας έχει βρει. Είµαστε πολύ εύκολοι στα λόγια, έχουµε αυτό το δώρο το ελληνικό, και βαφτίζουµε διάφορα πράγµατα. Παράδειγµα: Νεοφιλελευθερισµός είναι η απαίτηση της αριθµητικής. Θα ήµασταν ευτυχείς αν η πολιτική ήταν ένα χωράφι χωρίς σύνορα και δεν συναντούσε άλλες οντότητες, όπως η εθνική οικονοµία, για παράδειγµα. Η πολιτική είναι µια ανοιχτή αλάνα που τη δέρνουν οι άνεµοι και είναι πολύ δύσκολο να τη διαβάσουµε µε το φίλτρο ενός σχηµατικού δικοµµατισµού που είναι βέβαια καλός όταν τα πράγµατα πηγαίνουν καλά. Οταν αυτό δεν συµβαίνει, πρέπει άρδην να ανατραπεί η σχέση µε τα πράγµατα».
Θα σας ενδιέφερε εσάς µια τέτοια θέση;
«Είναι µια υποθετική ερώτηση. Αυτό που ξέρω είναι ότι µε το να συµπλέω µε τον καιρό µου και να πληρώνω το τίµηµα της συµµετοχής σε αυτόν είµαι πιο χρήσιµος».
Ποιο είναι το τίµηµα που πληρώνετε;
«Οτι είµαι ένας κανονικός άνθρωπος, που αν δεν δουλέψω δεν θα φάω, όπως και πολλοί άλλοι από την ώρα που τελείωσαν οι επιχορηγήσεις και όλα αυτά. ∆ίνω τη µάχη µου στη µάχη της αγοράς».
info