Η όλη διαπραγμάτευση φαίνεται να έχει «κολλήσει» στο «διαβολικό» νούμερο 3,5% σε βάθος 10ετίας. Σύμφωνα με την Süddeutsche Zeitung του Μονάχου, o Wolfgang Schäuble επιθυμεί, για την Ελλάδα, πρωτογενή πλεονάσματα (στα οποία δεν συμπεριλαμβάνονται οι τόκοι εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους) από το 2018, και για τα επόμενα 10 έτη, στο 3,5% του ΑΕΠ. Δεν ξέρουμε εαν το δημοσίευμα είναι αληθές αλλά σίγουρα οι Γερμανοί πιέζουν για 3,5% πλεόνασμα σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο. Πάντως, η (όποια) εμμονή σε ένα τέτοιο πλεόνασμα, την οποία «απορρίπτουν» τόσο το οικονομικό επιτελείο της Ελλάδος όσο και ο Διοικητής κ. Στουρνάρας (βλέπε πρόσφατη ομιλία του) είναι πράγματι παράλογη. Και τούτο διότι, μελετώντας τα ιστορικά στατιστικά στοιχεία (από τη βάση δεδομένων του ΔΝΤ) προκύπτει θετική συσχέτιση μεταξύ ρυθμού ανάπτυξης και (πρωτογενούς) πλεονάσματος. Όμως, η «αιτιότητα» είναι από το ΑΕΠ στο πλέονασμα. Όχι αντίστροφα. Με άλλα λόγια, η εμμονή σε πρωτογενές πλεόνασμα στο 3,5% του ΑΕΠ θα «στραγγαλίσει» την ανάπτυξη.
Είναι όμως λογικό να τεθεί, ως στόχος, πρωτογενές πλεόνασμα στο 3,5% του ΑΕΠ; Σίγουρα όχι. Πράγματι, και σύμφωνα με την βάση δεδομένων του ΔΝΤ, από το 1991 μέχρι και το…μελλοντικό 2021, τόσο η Ευρωζώνη (ως σύνολο), όσο και η Ευρωπαϊκή Ένωση (ως σύνολο), όσο και οι αναδυόμενες αγορές ως σύνολο, ουδέποτε κατάφεραν να καταγράψουν πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ. Η δε Γερμανία, κατάφερε να επιτύχει πλεόνασμα της τάξης του 3,5% μόνο ένα έτος, ήτοι το 2000.
Εδώ λοιπόν τίθεται επιτακτικά το ερώτημα: αφού οι «άλλοι» δεν επέτυχαν (ή επιτυγχάνουν) πλεόνασμα στο 3,5% του ΑΕΠ, για ποιο λόγο «πιέζουν» εμάς να το επιτύχουμε; Η λογική απάντηση είναι ότι είτε δεν μας εμπιστεύονται (αφού τόσο στο παρελθόν όσο και στο παρόν διαπραγματευόμασταν και διαπραγματευόμαστε «σκληρά» με την Τρόικα), είτε μας έχουν «βαρεθεί» και θα ήθελαν να «φύγουμε» από μόνοι μας. Και τούτο επειδή εξακολουθούμε να μην προωθούμε τις απαραίτητες διαρθρωτικές αλλαγές οι οποίες θα μπορούσαν να ενισχύσουν την αξιοπιστία μας αλλά και να τονώσουν την ανάπτυξη μας.
Πράγματι, όπως ανέφερε ο κ. Στουρνάρας στην πρόσφατη ομιλία του, η επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων θα «έδιναν» αυξητική επίδραση στο ΑΕΠ κατά 13,5% μέσα στην επόμενη 10-ετία. Για ποιές διαρθρωτικές αλλαγές όμως μιλάμε; Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων της World Bank, και επί συνόλου 215 κρατών, η Ελλάδα κατατάσσεται, σε θέματα ποιότητας θεσμών και κανονισμών (τα οποία καταγράφουν την ικανότητα του κράτους να δημιουργεί/εφαρμόζει πολιτικές οι οποίες παροτρύνουν την ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα) στο εξηκοστό-έκτο εκατοστιαίο σημείο. Μας ξεπερνάνε όλες οι λοιπές χώρες της Ευρωπαϊκής Περιφέρειας (Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία και Ιρλανδία).
Αυτά λοιπόν βλέπουν οι διεθνείς επενδυτές και, παρά την εν εξελίξει πολιτική αστάθεια στην Ιταλία, δεν πίεσαν (προς το παρόν) για υψηλότερο κόστος δανεισμού στη γείτονα χώρα…
* O Κώστας Μήλας είναι Καθηγητής και Πρόεδρος του Ερευνητικού Τομέα στο Τμήμα Οικονομικών, Χρηματοοικονομικών και Λογιστικής, University of Liverpool.