Η Ιταλία ψήφισε δεξιά, η Αυστρία αριστερά. Με αυτή τη φράση-κλισέ επιχειρούν να εξηγήσουν ορισμένοι αναλυτές τα αποτελέσματα των χθεσινών εκλογικών αναμετρήσεων στις δυο χώρες – στην Ιταλία για την αναθεώρηση του συντάγματος, στην Αυστρία για τη θέση του ομοσπονδιακού προέδρου.
Για την Ιταλία η φράση ισχύει μόνο επί μέρους. Εναντίον του δημοψηφίσματος τάχθηκε όχι μόνο η Δεξιά στις διάφορες εκδοχές της (η κεντροδεξιά του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, τουλαϊκίστικο κίνημα Μπέπε Γκρίλο, η φασιστική Λίγκα Νορντ, κλπ.), αλλά και η Αριστερά. Η τελευταία απέρριψε το σχέδιο της συνταγματικής μεταρρύθμισης του πρωθυπουργού Ματέο Ρέντσι, επειδή το θεωρεί αντιδραστικό: Αποβλέπει, λέει, στην αποδόμηση της δημοκρατίας με στόχο την προώθηση νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων. Η νίκη χρεώνεται στη Δεξιά, επειδή αυτή έβαλε την πολιτική στάμπα στην απόρριψη, αλλά και η Αριστερά κέρδισε από αυτήν. Πραγματικά χαμένος είναι μόνο ο κεντροαριστερός κ.Ρέντσι, που έκανε προφανώς εντελώς λανθασμένη εκτίμηση των δυνατοτήτων του.
Αλλά και η Αυστρία δεν ψήφισε, από πρώτη ματιά, «αριστερά». Πίσω από τον πρώην επικεφαλής των Πράσινων Αλεξάντερ βαν ντερ Μπέλεν συμπαρατάχθηκε, χωρίς πραγματική συμπάθεια γι αυτόν και χωρίς κοινό όραμα και πρόγραμμα, ένα συνονθύλευμα κομμάτων – Σοσιαλδημοκράτες, Φιλελεύθεροι, μέρος του συντηρητικού Λαϊκού Κόμματος – που δεν ήθελαν με κανένα τρόπο την εκλογή του υποψήφιου της Ακροδεξιάς Νόρμπερτ Χόφερ. «Ένα βάρος έφυγε από την καρδιά της Ευρώπης» δήλωσε ο πρόεδρος των γερμανών Σοσιαλδημοκρατών. Και αυτό εκλήφθηκε όχι μόνο ως έκφραση ανακούφισης, αλλά και ελπίδας για άλλες χώρες, που απειλούνται επίσης από την εκλογή ακροδεξιών πολιτικών.
Μια δεύτερη ματιά ωστόσο δείχνει, ότι στην Αυστρία συνέβη χθες και κάτι άλλο, πιο ανορθόδοξο. Η νίκη του βαν ντερ Μπέλεν οφείλεται, όπως παραδέχονται οι Πράσινοι, όχι μόνο στη δική τους οργανωτική μαεστρία και την αρωγή των άλλων κομμάτων, αλλά κυρίως στις αμέτρητες μικρές και μεγάλες ομάδες πολιτών, που μπήκαν αυτοτελώς στον πολιτικό στίβο και, χρησιμοποιώντας τα νέα τεχνικά και επικοινωνιακά μέσα, κινητοποίησαν επιτυχώς εκατομμύρια άτομα υπέρ του πράσινου υποψήφιου.
Πρόκειται, με άλλα λόγια, για μια νίκη της κοινωνίας των πολιτών, που προμηνύει ένα νέο τρόπο άσκησης πολιτικής και ένα καινούριο πολιτικό σκηνικό στην Ευρώπη.
Κοινωνία των πολιτών – ένας καινούριος πολιτικός σχηματισμός; Μια ματιά στο google δείχνει ότι η κοινωνία των πολιτών είναι καταρχάς ο ζωτικός χώρος που εμπερικλείεται στο τρίγωνο οικονομία, κράτος, οικογένεια. Σε αυτόν, οι πολίτες έχουν δικούς τους άγραφους, νόμους κανόνες και αυτοματισμούς, που ρυθμίζουν και τις πιο στοιχειώδεις δραστηριότητές, όπως την τήρηση της ουράς στα καταστήματα ή στα γήπεδα, χωρίς τον δικαστή και τον αστυνόμο – στο στιλ της αυτορρύθμισης. Πιο σύνθετες δραστηριότητες ασκούνται σε πολιτιστικές και πολιτικές οργανώσεις, τις οποίες ο ιταλός μαρξιστής Αντόνιο Γκράμσι χαρακτήρισε στο μεσοπόλεμο «οχυρά της κοινωνίας των πολιτών». Ο γενικός κανόνας είναι: όσο λιγότερος καταναγκασμός από τους κρατικούς, οικονομικούς και οικογενειακούς θεσμούς, τόσο πιο ελεύθεροι οι πολίτες και τόσο πιο εκτεταμένη η κοινωνία τους.
Τα κόμματα και τα διάφορα πολιτικά κινήματα, όπως το οικολογικό και το φεμινιστικό, ανήκουν επίσης στην κοινωνία των πολιτών. Με τη διαφορά, ότι τα πρώτα υπερβαίνουν τη διαφορά με το κράτος και διεισδύουν στα όργανά του, όπως στην κυβέρνηση, ή σε άλλα πολιτειακά αξιώματα. Τα κινήματα, αντίθετα, μένουν συνήθως έξω από αυτά, η δραστηριότητά τους περιορίζεται στον επηρεασμό των κρατικών οργάνων από τα έξω.
Η αρχή αυτή καταλύθηκε τώρα στην Αυστρία. Η κοινωνία των πολιτών πέρασε σε νέο στάδιο πολιτικοποίησης. Τα κινήματά της, κατά κανόνα αριστερά, υπερέβησαν για πρώτη φορά μεταπολεμικά στην Ευρώπη την αόρατη διαχωριστική γραμμή, που τα χωρίζει από το κράτος, και μπήκαν κατευθείαν στον αγώνα για την κατάκτηση κρατικών αξιωμάτων.
Η υπέρβαση δεν ήταν βέβαια πλήρης. Ο κ.βαν ντερ Μπέλεν ήταν μεν ο υποψήφιός τους, τα ίδια ωστόσο δεν πρόβαλαν υποψήφιο από τις δικές τους γραμμές.
Όμως τρώγοντας έρχεται η όρεξη. Η χθεσινή νίκη τους θα τα ενθαρρύνει σίγουρα για περισσότερα. Η επόμενη ευκαιρία είναι οι βουλευτικές εκλογές του 2018, ή και νωρίτερα, δεδομένου ότι τα δυο κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού, το σοσιαλδημοκρατικό και το συντηρητικό Λαϊκό, «τρώγονται» μεταξύ τους σε τέτοιο βαθμό, που να μην αποκλείεται η πρόωρη διάλυσή της Βουλής.
Το ερώτημα που τίθεται έτσι άμεσα είναι το πώς θα εξελιχθεί η σχέση ανάμεσα στα νέα κινήματα και τα παραδοσιακά κόμματα. Οι μέχρι τώρα ενδείξεις δεν είναι ενθαρρυντικές, τα κόμματα της ευρύτερης Αριστεράς, οι Σοσιαλδημοκράτες και οι Πράσινοι δεν δείχνουν να καταλαβαίνουν τα σημεία των καιρών. Ο πρώτοι, για παράδειγμα, αντί να επιδιώκουν μια ισότιμη συνεργασία με τα κινήματα, προσπαθούν να τα πατρονάρου. Αυτό προμηνύει μπούμερανγκ – τα κινήματα θα μπορούσαν εύκολα να στραφούν εναντίον τους στις επόμενες εκλογές και να τους στερήσουν πολλές ψήφους.
Η αλήθεια είναι, ότι τα κόμματα δυσκολεύονται να χειραγωγήσουν τέτοια κινήματα. Κι αυτό επειδή δεν ταιριάζουν σε τίποτα μαζί τους: Τα κινήματα δεν έχουν μακροπρόθεσμα προγράμματα (μόνο βραχυπρόθεσμες «πλατφόρμες»), είναι οργανωτικά «ασώματα» (χωρίς μέλη, οργανωτικές δομές, γραφεία, κλπ.) και κάνουν αφειδή χρήση των νέων τεχνικών μέσων επικοινωνίας. Από την άλλη όμως τα κόμματα τα χρειάζονται επειγόντως. Χωρίς αυτά γερνούν ήδη πριν της ώρας τους. Κι αυτή η γήρανση επιταχύνεται με τον καιρό.
Το μεγάλο ερώτημα είναι λοιπόν αν θα βρεθεί ένα μοντέλο ισότιμης συνεργασίας. Όμως μακροπρόθεσμα τα κόμματα θα βγουν χαμένα. Και μόνο η ανάμιξη των κινημάτων στην κεντρική πολιτική σκηνή θα απειλήσει την ύπαρξη ενός πολιτικού συστήματος, που θέλει μόνο τα κόμματα στον αγώνα για την κατάκτηση της κρατικής εξουσίας. Η εκλογή του βαν ντερ Μπέλεν ήταν μόνο η αρχή της αναδιάταξης αυτού του συστήματος – ή μάλλον το μισό της αρχής, δεδομένου ότι αυτός δεν ανήκει στα κινήματα. Αλλά και μόνο το γεγονός, ότι τον εξέλεξαν πρόεδρο, αποτελεί ολόκληρη επιτυχία γι αυτούς. Το ότι και η «φαντασία στην εξουσία», όπως την οραματίζονται, θα μείνει μισή, τούς είναι για την ώρα αδιάφορο.