Η αξιολόγηση και ο τελευταίος πειρασμός

Το άδειασμα της κλεψύδρας όσο παρέρχονται οι ημερομηνίες για την επίτευξη μιας συμφωνίας για το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης διαμορφώνουν ένα νέο περιβάλλον εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής

Το άδειασμα της κλεψύδρας όσο παρέρχονται οι ημερομηνίες για την επίτευξη μιας συμφωνίας για το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης διαμορφώνουν ένα νέο περιβάλλον εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής πίεσης για την κυβέρνηση. Ο Αλ. Τσίπρας, έχοντας ουσιαστικά απουσιάσει καθ’ όλη τη διάρκεια της προηγούμενης εβδομάδας στο εξωτερικό, έχει σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις και πληροφορίες δώσει το «σύνθημα»: «Δεν πρόκειται να δεχθούμε ένα νέο μνημόνιο, ακόμη και αν το αντάλλαγμα είναι η ρύθμιση του χρέους».
Τα βρίσκουν Βερολίνο – ΔΝΤ


Παρά ταύτα, οι παρασκηνιακές διεργασίες και οι πληροφορίες που συγκλίνουν στο ότι Βερολίνο και ΔΝΤ έχουν βρει την κοινή συνισταμένη για την επόμενη φάση του ελληνικού προγράμματος ενώ παράλληλα ο ESM έχει έτοιμη μία πρόταση για το χρέος, με αντάλλαγμα κάποιες «εγγυήσεις» (μέτρα), θεωρούνται προάγγελοι των εξελίξεων, οι οποίες θα φέρουν τον κ. Τσίπρα μπροστά στο σκληρό δίλημμα: θα είναι ο Πρωθυπουργός που θα έχει υπογράψει δύο Μνημόνια σε χρόνο ρεκόρ ή θα ενδώσει στον (τελευταίο;) πειρασμό, επιλέγοντας την οδό της «σύγκρουσης» και των εκλογών;
Με τη διαπραγμάτευση σε εκκρεμότητα, η ελληνική πατέντα της επιδίωξης μιας «πολιτικής συμφωνίας» βρίσκεται και πάλι στο τραπέζι, με ένα στοιχείο να παραμένει προς αποσαφήνιση: εξακολουθεί να θεωρείται ο κ. Τσίπρας αξιόπιστος συνομιλητής για τις ξένες κυβερνήσεις και πόσα περιθώρια ελιγμών είναι διατεθειμένοι να του παράσχουν;
Οχι σε μέτρα μετά το 2018


Τα μηνύματα που μεταδίδονται από το περιβάλλον του Πρωθυπουργού είναι αντιφατικά: από τη μία πλευρά, αναφέρεται ότι καταβάλλεται προσπάθεια να κλείσει η αξιολόγηση εντός του Δεκεμβρίου. Από την άλλη, όμως, τονίζεται με μεγαλύτερη έμφαση ότι «η κυβέρνηση δεν θα δεχθεί νέα μέτρα για μετά το 2018» και πως «δεν πρόκειται να υπογράψει 4ο μνημόνιο».
Σύμφωνα με πληροφορίες, αποφάσεις τελικά για τα επόμενα βήματα δεν έχουν ληφθεί. Οι παράμετροι που θα τις επηρεάσουν είναι δε πολύ πιο σύνθετες και υπερβαίνουν τα σύνορα της χώρας, αρχής γενομένης από το σημερινό δημοψήφισμα στην Ιταλία και τις προεδρικές εκλογές στην Αυστρία και ό,τι εξελίξεις δρομολογηθούν αναλόγως των αποτελεσμάτων.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η όποια συμφωνία, όποτε και αν παρουσιαστεί στην κυβέρνηση και όπως προχωρούν οι διαπραγματεύσεις, φαίνεται πως θα έχει χαρακτηριστικά «take it or leave it», ειδικώς δε εφόσον επιβεβαιωθούν οι πληροφορίες που θέλουν το σχέδιο του ESM σε συνδυασμό με τους όρους συμμετοχής του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα να μη δημιουργούν πρόβλημα πολιτικής διαχείρισης από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Αντιθέτως, θα θέτουν την ελληνική κυβέρνηση μπροστά σε ένα μεγάλο δίλημμα: θα αποδεχθεί την πρόταση ή θα προχωρήσει σε μια νέα σύγκρουση;
Ο κ. Τσίπρας καλείται να λάβει αποφάσεις σε ένα περιβάλλον διόλου ευνοϊκό, το οποίο επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες.
Κατ’ αρχάς την Κοινοβουλευτική Ομάδα του, η οποία παρακολουθεί σχεδόν αμέτοχη τις εξελίξεις και απλώς ακούει τον Πρωθυπουργό και τον υπουργό Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτο να επιχειρούν την ανύψωση του φρονήματος και του ηθικού της, «καλώντας την σε ένα ταξίδι στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα» της οικονομικής ανάκαμψης…
Είναι χαρακτηριστική η απροθυμία που επέδειξαν την προηγούμενη εβδομάδα οι βουλευτές της πλειοψηφίας να συμμετάσχουν και να υποστηρίξουν προς ψήφιση νομοσχέδια, τα οποία συγκαταλέγονταν στα προαπαιτούμενα.
Το «αγκάθι» των ιδιωτικοποιήσεων


Το βαρύ κλίμα στη Βουλή περιπλέκεται και από άλλου τύπου εμπόδια που παρουσιάζονται όσο παραμένει ανοικτή η αξιολόγηση. Το πρόσφατο ναυάγιο της ιδιωτικοποίησης του ΔΕΣΦΑ, πέρα από το πλήγμα στην αξιοπιστία της κυβέρνησης και στο «επενδυτικό κλίμα» στη χώρα, ανοίγει ένα νέο παράθυρο για πιθανές αναταράξεις. Δεδομένου ότι τα έσοδα από την πώληση του ΔΕΣΦΑ στην Socar προορίζονταν για την εξυπηρέτηση του χρέους και ότι οι δανειστές πιέζουν για συγκεκριμένα και σφιχτά χρονοδιαγράμματα στις υπόλοιπες ιδιωτικοποιήσεις, είναι πιθανό ένα νέο σκηνικό να διαμορφωθεί τις επόμενες εβδομάδες.
Ψηλά στη λίστα των ιδιωτικοποιήσεων για το 2017 βρίσκεται το 17% της ΔΕΗ (ενώ παραμένει άγνωστο ποια θα είναι τα επόμενα επεισόδια της υπόθεσης του ΔΕΣΦΑ, με πιθανή μια νέα προκήρυξη για πώληση μικρότερου ποσοστού).
Σε περίπτωση όμως που υπάρξει τέτοια συζήτηση, η κυβέρνηση προεξοφλείται ότι θα βρεθεί αντιμέτωπη με ζήτημα συνοχής. Ο Π. Σκουρλέτης, πρώην υπουργός Ενέργειας και νυν Εσωτερικών, έχει μετατρέψει σε «σημαία» την ακύρωση και αυτής της ιδιωτικοποίησης και από βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ εκτιμάται ότι κάθε τέτοια υπόθεση θα μπορούσε πλέον να μετατραπεί σε αφορμή για εντάσεις στο εσωτερικό του κόμματος.
Η ατμόσφαιρα γίνεται ακόμη πιο βαριά, καθώς κάθε δημοσκόπηση που διενεργείται δείχνει πως η κυβέρνηση και ο ίδιος ο κ. Τσίπρας τείνουν να περιπέσουν σε μια ανεξέλεγκτη καθοδική περιδίνηση: τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ είναι στα μισά από τα αντίστοιχα της ΝΔ (16% έναντι 32% στην πρόσφατη δημοσκόπηση του Πανεπιστημίου Μακεδονίας), ενώ η δημοτικότητα του κ. Τσίπρα κατακρημνίζεται και υπολείπεται ακόμη και εκείνης της Ζωής Κωνσταντοπούλου και του Δ. Κουτσούμπα.
Ανησυχία για Προσφυγικό και Ευρώπη


Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση βρίσκεται αντιμέτωπη με το πρόβλημα της απραγίας της στο θέμα των προσφυγικών καταυλισμών και των συνθηκών διαβίωσης. Δεδομένων και των δυσμενών καιρικών συνθηκών, τα στοιχεία αυτά μετατρέπουν τα κέντρα φιλοξενίας σε εστίες έντασης που μπορεί να αναφλεγούν (κυριολεκτικά και μεταφορικά) ανά πάσα στιγμή. Είναι ένα από τα ζητήματα που, όπως επισημαίνουν παράγοντες που έχουν γνώση του προβλήματος, μπορεί να επιδράσουν καταλυτικά (και αρνητικά) τους επόμενους μήνες.
Ο συνδυασμός του Προσφυγικού με τις εξελίξεις στην Ευρώπη και το διαπιστωμένο ξενοφοβικό κλίμα, σε συνδυασμό με τη στάση της Τουρκίας και την ένταση στο Αιγαίο, δημιουργούν ένα πλέγμα παραμέτρων απέναντι στο οποίο το Μέγαρο Μαξίμου φαίνεται πως έχει εγκλωβιστεί στον ρόλο του παρατηρητή. Είναι χαρακτηριστικό ότι έπειτα από τις αλλεπάλληλες προκλήσεις εκ μέρους του Ταγίπ Ερντογάν και της τουρκικής κυβέρνησης, ο κ. Τσίπρας προσέφυγε στην Ανγκελα Μέρκελ. Η πρωτοβουλία σχολιάστηκε καθώς η επικοινωνία με τη γερμανίδα καγκελάριο δεν ήταν π.χ. μέρος ενός κύκλου διεθνών επαφών, αλλά έφερε την Αθήνα να συνομιλεί αποκλειστικά με το Βερολίνο για την ένταση στο Αιγαίο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.