Μαρκ Λίλα
Η σαγήνη των Συρακουσών.
Διανοούμενοι στην πολιτική
Μετάφραση Χρυσούλα Μεντζαλίρα,
Επιμέλεια Μανώλης Βασιλάκης.
Athens Review of Books, 2015,
τιμή 17,00 ευρώ
Η σαγήνη των Συρακουσών.
Διανοούμενοι στην πολιτική
Μετάφραση Χρυσούλα Μεντζαλίρα,
Επιμέλεια Μανώλης Βασιλάκης.
Athens Review of Books, 2015,
τιμή 17,00 ευρώ
Ο τίτλος προέρχεται από τη σαγήνη που ασκούν κάποια αυταρχικά καθεστώτα στους διανοούμενους. Αφορμή στον καθηγητή του Πανεπιστημίου Κολούμπια της Νέας Υόρκης έδωσε το ταξίδι του Πλάτωνα στις Συρακούσες το 367 π.Χ. Επαιξε τότε μεσολαβητικό ρόλο στη συμμαχία του Δίωνος, τυράννου των Συρακουσών, με τον Αρχύτα του Τάραντος. Παράλληλα ο Πλάτων ασχολήθηκε με τη φιλοσοφική εκπαίδευση του Διονυσίου, νεαρού τυράννου των Συρακουσών. Το 361 ο Πλάτων επιχείρησε νέα προσπάθεια εισαγωγής του Διονυσίου στην αρετή που οφείλει να κατέχει κάθε ηγέτης, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Ο Λίλα ασχολείται με οκτώ σύγχρονους διανοητές που αισθάνθηκαν αυτή την έλξη για τους αυταρχικούς και μάλιστα με εγκληματικό μητρώο ηγέτες του εικοστού αιώνα. Η ερωτική σχέση του καθηγητή Χάιντεγκερ με τη νεαρή φοιτήτριά του Χάνα Αρεντ δεν ενοχοποιεί την κατοπινή φιλόσοφο για τη συμπεριφορά του εραστή της, ο οποίος ουδεμία της προσέφερε βοήθεια όταν επί χιτλερικού καθεστώτος εκείνη κινδύνευε, ενώ ο ίδιος προσερχόταν στο καθεστώς του Χίτλερ. Την ενοχοποιεί εν μέρει ο άσβεστος θαυμασμός της για τη διάνοια ή το πάθος του για τη φιλοσοφία. Ο πλατωνικός της φίλος και παλαιότερα φίλος του Χάιντεγκερ, Καρλ Γιάσπερς, είναι ο μόνος από τους τρεις που δεν ενέδωσε στον πειρασμό να μπερδέψει τη φιλοσοφία με τον δημόσιο βίο. Αν και προδομένος από τον φίλο του όταν εκείνος θέλησε να γίνει ο δάσκαλος του Διονυσίου του ναζισμού, ο Γιάσπερς προσπάθησε μάταια να τον συνεφέρει: «αν μοιραστήκαμε κάποτε κάτι που θα μπορούσε να ονομαστεί φιλοσοφική κλίση, αναλάβετε την ευθύνη για το δικό σας δώρο. Θέστε το στην υπηρεσία του λόγου, της πραγματικότητας της ανθρώπινης αξίας και όχι στην υπηρεσία της μαγείας». (σελ. 84)
Αν ο Χάιντεγκερ κατά την Αρεντ ζούσε για το «περιπαθές σκέπτεσθαι», ο άλλος μεγάλος δραπέτης προς τον ναζισμό, Καρλ Σμιτ, υπήρξε περισσότερο ένοχος για την παρασπονδία του. Πολλά χρόνια μετά το τέλος του ναζισμού, ο Σμιτ αγρεύει οπαδούς της αντιφιλελεύθερης ιδεολογίας του στα χωράφια των δυτικών νεοσσών του αριστερισμού. Τι σχέση μπορούσε να έχει ο ομοτράπεζος του Γκέριγκ με μαρξιστές αντιφιλελεύθερους του 1968, τους οποίους όταν ήταν στις δόξες του μισούσε «περιπαθώς»; Ο Σμιτ υπέβαλε αίτηση προσχώρησης στο ναζιστικό κόμμα την εποχή της μεγάλης ανόδου του Χίτλερ, το 1933. Με τη νομική του αυθεντία αναδείχθηκε «νομικός του στέμματος» του Τρίτου Ράιχ και αρχισυντάκτης της νομικής επιθεώρησης του καθεστώτος. Την εκτέλεση του Ερνστ Ρεμ από τον Χίτλερ και των αντιπάλων του στα τάγματα εφόδου θεώρησε ότι υπήρξε πράξη «υπέρτατης δικαιοσύνης». Αξίωνε ακόμα την κάθαρση των βιβλιοθηκών από εβραϊκά έργα ως απαραίτητη πράξη. Στον ανακριτή του για τον ρόλο του επί Χίτλερ απάντησε ότι η ανωτερότητά του έναντι εκείνου τού επέβαλλε να διατυπώσει τη δική του εκδοχή του εθνικοσοσιαλισμού. Δεν τιμωρήθηκε για τις πράξεις του αλλά του απαγορεύτηκε για πάντα η διδασκαλία.
Από τις χειρότερες υπηρεσίες του στον πολιτισμό υπήρξε η επιρροή που άσκησε στους αριστερούς της μεταπολεμικής Γερμανίας και όχι μόνον. Ο ημέτερος στοχαστής Τάκης Κονδύλης αναγνώρισε τον Σμιτ ως μεγάλο διανοητή και άξιο αντίπαλο της φιλελεύθερης σκέψης. Η εχθρότητα μεταξύ των εθνών αποτέλεσε τον ακρογωνιαίο λίθο της αμυντικής-επιθετικής στρατηγικής του. Ο Σμιτ γέμισε ευκαιριακά το κενό που άφησαν ο φιλελεύθερος ιδεαλισμός και ο ανθρωπιστικός αριστερισμός, δηλαδή υπέδειξε την προετοιμασία για τη σύγκρουση. Αντί της ατομικότητας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου, ο Σμιτ υποστηρίζει την ενότητα, την ηγεσία, την αυθεντία και τη μαχητικότητα. Με τον αντιφιλελευθερισμό του εξασφάλισε οπαδούς και από την Αριστερά αλλά και από την άκρα Δεξιά.
Μολονότι και ο Πλάτων δεν ήταν θαυμαστής της Δημοκρατίας όπως την εννοούμε σήμερα, είχε ως πυξίδα στην πολιτική του σκέψη όχι τη βιαιότητα που ενδημεί στην κοινωνία, αλλά την αρετή που ξεχωρίζει το ανθρώπινο από το ζωώδες.
Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν μεγάλωσε σε περιβάλλον μεγαλοαστικό που τον έφερε από νωρίς σε επαφή με τα έργα τέχνης. Η κριτική της τέχνης απασχόλησε τις πρώτες του φιλοσοφικές αναζητήσεις. Επειτα δοκίμασε διαφορετικές ανάμεσά τους πολιτικές φιλοσοφίες, από την άκρα Αριστερά ως τη δεξιά ρομαντική σκέψη. Εμπνεόμενος και από τον Καρλ Σμιτ έδωσε στη σκέψη του κατεύθυνση θεολογική, επαναλαμβάνοντας τη ρήση του Σμιτ ότι «όλες οι σημαντικές έννοιες της σύγχρονης θεωρίας του Κράτους είναι εκκοσμικευμένες θεολογικές έννοιες (…). Η εκκοσμίκευση της εβραϊκής αποκαλυπτικής διδασκαλίας στις αναλύσεις αυτές είναι χειροπιαστή…» (σελ. 156). Στη δεκαετία του 1920 ο Μπένγιαμιν στρέφεται αποφασιστικά στον μαρξισμό. Πρόκειται άραγε για προτίμηση μιας εκκοσμικευμένης θεολογίας ή για την εξιδανίκευση της τότε ερωμένης του, λετονής κομμουνίστριας Ασια Λάτσις; Ο ίδιος ομολογούσε ότι ήταν διχασμένος ανάμεσα στη θρησκευτική και την κομμουνιστική δράση. Παράδοξο δίλημμα ανάμεσα σε δύο ανόμοιες επιλογές. Ομως ο μαρξισμός του Μπένγιαμιν παρέμεινε στα λόγια. Η πράξη τον άφηνε ασυγκίνητο. Το άρθρο του άλλωστε για τον Γκαίτε που του παρήγγειλε η Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια απορρίφθηκε ως ετερόδοξο και η συνεργασία του με τον Αντόρνο για ένα κοινό έργο ναυάγησε.
Η θέση του Μπένγιαμιν στην ομήγυρη όσων αισθάνθηκαν τη σαγήνη των Συρακουσών δεν είναι απόλυτα δικαιολογημένη. Οι «Συρακούσες» τότε υπέγραψαν συμφωνία με την άλλη τύραννο της εποχής του, πράγμα που ο ίδιος δεν συγχώρεσε ποτέ. Είναι γεγονός βέβαια ότι δεν βρήκε το θάρρος να καταδικάσει τις σοβιετικές δίκες του 1937 ή τον ίδιο τον Στάλιν, ακόμα και μετά τον εκτοπισμό της Ασια Λάτσις στο γκουλάγκ. Ομως ο Μπένγιαμιν αυτοκτόνησε πριν πέσει στα χέρια των Ναζί. Τα υπόλοιπα είναι σιωπή.
Η περίπτωση του Φουκό είναι ιδιαίτερη. Η σχέση του με τις γαλλικές Συρακούσες είναι αποτέλεσμα του εσωτερικού του εγκλεισμού που επέβαλλε η ομοφυλοφιλία του. Η σχέση του με το περιθώριο της κοινωνίας έγινε αφορμή για μια φυγή προς εμπρός. Στον κόσμο της «αλογίας», όπως την έλεγε, πρώτες θέσεις είχαν ο Μαρκήσιος ντε Σαντ, ο Αντονίν Αρτό και ο Φρειδερίκος Νίτσε. Η υπέρβαση της λογικής στη νεότερη Γαλλία απέκτησε πολλούς διανοητές οπαδούς, αλλά κανέναν πιο ταιριαστό από τον Φουκό. Η σχέση του με τον σταλινισμό ήταν αβαθής και συμβατική, τουλάχιστον με τα κριτήρια των σύγχρονων αριστερών. Η μόνη πραγματική πηγή σαγήνης γι’ αυτόν ήταν η διαφορετικότητα και όχι βέβαια ο αριστερός κομφορμισμός. Ο Φουκό πέθανε από AIDS στο ίδιο νοσοκομείο όπου είχε πραγματοποιήσει τη σπουδαία μελέτη για την ιστορία τη τρέλας στην κλασική εποχή.
Ο τελευταίος στη σειρά του Λίλα είναι ο Ζακ Ντεριντά, ο οποίος αφού πραγματοποίησε το μετ’ επιστροφής ταξίδι στις Συρακούσες είχε μεγάλη απήχηση στην Αμερική, επαναλαμβάνοντας το ίδιο ευφυολόγημα: «Η αποδόμηση είναι η Αμερική». Η αντιφατική θεωρία του κατέχει πλέον περιθωριακή θέση στη γαλλική φιλοσοφία, όπως σημειώνει ο Λίλα.
Ο κ. Θάνος Μ. Βερέμης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ