Ίσως και μέχρι πριν από λίγους μήνες ορισμένοι πίστευαν ότι το σουνιτικό Ισλαμικό κόμμα του κ.Ερντογάν και ο ίδιος προσωπικά αποτελούν κάποιου είδους ευλογία για την Ελλάδα και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Αυτή η πεποίθηση οφείλεται περισσότερο στην πρόσκαιρη ανακούφιση από τον φόβο που προκαλούσε η ανοικτά εχθρική στάση των Κεμαλιστών έναντι της Ελλάδας καθώς και σε κάποια συμβολικού χαρακτήρα ανοίγματα εκ μέρους του ισλαμικού καθεστώτος και όχι σε ρεαλιστικές και ορθολογικές εκτιμήσεις για τις μακροπρόθεσμες στοχεύσεις του τουρκικού πολιτικού Ισλάμ. Αρκετοί παραπλανήθηκαν πιστεύοντας ότι ο κ.Ερντογάν θα εκδημοκράτιζε την χώρα του, θα σεβόταν το διεθνές δίκαιο και τις διεθνείς συνθήκες και θα συνέβαλλε στην ουσιαστική βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων την οποία όλοι επιθυμούμε. Όμως, δυστυχώς, διαψεύστηκαν οικτρά και αυτό θέτει σε σοβαρή αμφισβήτηση τα ερμηνευτικά και αναλυτικά τους εργαλεία και αναδεικνύει την ρηχότητα της “σχολής” πολιτικής σκέψης την οποία εκπροσωπούσαν.
Η πολιτική ανάλυση με βάση τα συμφέροντα της χώρας μας δεν μπορεί να γίνεται απλώς με συνθήματα και θεωρητικά κλισέ παρμένα από κείμενα που γράφτηκαν αλλού.Για παράδειγμα το γνωστό ερμηνευτικό σχήμα Κεμαλιστές εναντίον Ισλαμιστών ή Εκσυγχρονισμός εναντίον Ισλαμικής θρησκείας είναι ανεπαρκές για να κατανοήσουμε τις σημερινές δυναμικές στην γειτονική χώρα.Χρειάζεται λιγότερος θεωρητικός δογματισμός και περισσότερος ορθολογισμός, διανοητική εγρήγορση, αυτόνομη και πολύπλευρη συλλογή πρωτογενών εμπειρικών δεδομένων, ευέλικτα ερμηνευτικά εργαλεία, συνθετική ικανότητα και εντοπιότηταανάλυσης. Πρέπει να στοχεύουμε σε μια πολύπλευρη και σε βάθος κατανόηση της περίπλοκης γειτονικής Τουρκίας και όχι να αναπαράγουμε άκριτα τις οπτικές και τα αναλυτικά σχήματα των πολιτικών, διπλωματικών και επιστημονικών ελίτ άλλων χωρών, τα οποία αναλυτικά σχήματα πολλές φορές αντανακλούν και προωθούν τα συμφέροντακαι τις επιδιώξεις των χωρών αυτών. Αλλιώς κατανοούν και ερμηνεύουν οι Γερμανοί και οι Γάλλοι την Τουρκία και αλλιώς εμείς. Άλλα τα συμφέροντα τους σε σχέση με την Τουρκία και άλλα τα δικά μας, παρά τις επιμέρους ταυτίσεις στα πλαίσια της ΕΕ. Εμείς οφείλουμε να διαβάζουμε τις εξελίξεις με τα δικά μας μάτια και μυαλά και με βάση τις δικές μας στρατηγικές επιδιώξεις και συμφέροντα, λαμβάνοντας βέβαια υπόψη και τον ευρύτερο περίγυρο και τις σχετικές ισορροπίες.
Συστήματα εξουσίας, πολιτικός μεταμορφισμός και εθνική ασφάλεια στην Τουρκία.
Είναιαληθές πως κατά την πρώτη περίοδο διακυβέρνησής του το ισλαμικό κόμμα ανέπτυξε μια φιλελεύθερη ρητορική και επέδειξε διάθεση εφαρμογής κάποιων δημοκρατικών πολιτικών μεταρρυθμίσεων και οικονομικών αλλαγών. Στόχος αυτού του δημοκρατικοφανούς ελιγμού των πρώτων ετών ισλαμικής διακυβέρνησης ήταν η αποδυνάμωση του κουρδικού αυτονομιστικού κινήματος,ο περιορισμός της ιδεολογικής επιρροής του δυτικού φιλελευθερισμού στη νεολαία των Αλεβιτών καιστα ευρύτερα τμήματατων δυτικόφιλων νέων πολιτών καθώς και η διασφάλιση της ηγεμονίας του σουνιτικού ΑΚΡ στην κοινωνία και στο κράτος.
Στο δε πεδίο της εξωτερικής πολιτικής η σουνιτική κυβέρνηση οραματίστηκε και επεδίωξε τον υπό δική της ηγεσία συντονισμό και “ενοποίηση” του σουνιτικού ισλαμικού κόσμου καθώς και τον έλεγχο των Κουρδικών πληθυσμών και των πολιτικών τους εκφράσεων στο Ιράκ και στη Συρία. Η νέα τουρκική ηγεσία έδωσε προτεραιότητα και επένδυσε τεράστια ενέργεια και πόρους σε αυτά τα μέτωπα τα οποία θεωρούσε ως κρίσιμα για την ασφάλεια, την ενότητα και το μέλλον της χώρας. Το τουρκικό πολιτικό ισλάμ, που σημειωτέον είναι εξαιρετικά αντιδυτικό, αποτελούσε πάντα ένα εφεδρικό σύστημα διακυβέρνησης που από τα χρόνια του ιστορικού του ηγέτη Νετζμεντίν Ερμπακάν ασκούσε συνεχώς δριμεία κριτική στους Κεμαλιστές όχι μόνο για την αντιμετώπιση της θρησκείας αλλά και για την αποτυχία τους να καταστείλουν την κουρδική εξέγερση, να σταθεροποιήσουν και να μεγαλώσουν την ισχύ και την επιρροή της Τουρκίας. Η δε αντίληψη των ισλαμιστών περί δημοκρατίας περιοριζόταν στην απελευθέρωση της χρήσης της ισλαμικής μαντίλας στο δημόσιο πεδίο και σε ορισμένες διοικητικές αλλαγές που θα επέτρεπαν τα θρησκευόμενα τμήματα της κοινωνίας και την δική τους εκλογική πελατεία να εισέρχονται απρόσκοπτα στον κρατικό μηχανισμό και στον οικονομικό ανταγωνισμό.
Οι ισλαμιστές πάντα κατηγορούσαν τους κεμαλιστές ότι μίκρυναν την Τουρκία και ότι ήταν φοβικοί απέναντι στους Δυτικούς και στους πάσης φύσης υποτιθέμενους “εχθρούς” του μουσουλμανικού κόσμου, ενώ υποστήριζαν την εφαρμογή πιο ριζοσπαστικών και λιγότερο παθητικών πολιτικών. Έτσι γαλούχησαν και τα κομματικά τους ακροατήρια. Για αυτό οι γνωρίζοντες δεν εκπλήσσονται από την πρόσφατη ρητορική του κ.Ερντογάν περί αναθεώρησης συνθηκών και από τις αναφορές του στις κατ’αυτόν “άδικες” απώλειες τετραγωνικών χιλιομέτρων της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αυτός ο τρόπος σκέψης και η πολιτική κουλτούρα υπέβοσκε πάντα σε τμήματα της κοινωνίας, του κράτους και των ισλαμικών δεξιών κομμάτων. Τα τελευταία χρόνια αναδύθηκε στην επιφάνεια και κατέλαβε κεντρική θέση στην τουρκική πολιτική σκηνή. Με λίγα λόγια οι ισλαμιστές ήρθαν στην εξουσία με συγκεκριμένη αναθεωρητική ατζέντα και με την προσδοκία να διευρύνουν τα γεωγραφικά, κοινωνικά και διεθνοπολιτικά όρια επιρροής της Τουρκίας και όχι να φτάσουν σε “μηδενικά προβλήματα” με τους γείτονες. Οφείλουμε δε να παραδεχθούμε ότι η επικοινωνιακή τους πολιτική υπήρξε στο παρελθόν αρκετά επιτυχής αν και πλέον έχει καταρρεύσει. Η όποια τουρκική ήπια ισχύς που με κόπο χτίστηκε από το 2000 και εντεύθεν δεν υπάρχει πια.Ακόμα και στο εσωτερικό, ως ένα κρατικό εφεδρικό σύστημα διακυβέρνησης που αυτοπαρουσιάζεται ως δήθεν αντισυστημικό, το ΑΚΡ παραπλάνησε εκατομμύρια πολίτες, υποκλέπτοντας την ψήφο τους υποσχόμενο εκδημοκρατισμό και οικονομική ανάπτυξη. Τώρα και τα δύο αιτήματα έχουν μπει για τα καλά στον πάγο. Η συνεχής άσκηση βίας και καταστολής εκ μέρους της κυβέρνησης είναι σημάδι απονομιμοποίησης και παρακμής.
Διάψευση των ελληνικών προσδοκιών;
Στο πλαίσιο αυτής της στρατηγικής των ισλαμιστών του ΑΚΡγια να “μεγαλώσει η Τουρκία”, η Ελλάδα και η Κύπρος θεωρήθηκαν ως δευτερεύοντα προβλήματα για αυτό και η δημόσια ρητορική και η διπλωματική συμπεριφορά της σουνιτικήςτουρκικής κυβέρνησης τροποποιήθηκε, ρίχοντας προσωρινά τους τόνους και περιορίζοντας τις εντάσεις, πράγμα βεβαίως θετικό αλλά δυστυχώς παραπλανητικό. Έτσι κατά ένα παράδοξο θα έλεγα τρόπο, ο περιορισμός των ελληνοτουρκικών εντάσεων και τριβών στα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης Ερντογάν δεν ήταν αποτέλεσμα της ειλικρινούς επιθυμίας για σεβασμό του διεθνούς δικαίου και των σχέσεων καλής γειτονίας. Η ύφεση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις υπήρξε απόρροια των εσωτερικών κρατικών μετασχηματισμών στην Τουρκία, της νέας στρατηγικής του σουνιτικού πολιτικού μεγαλοϊδεατισμού και της αυτοπεποίθησης του που αντιλαμβανόταν πλέον την Ελλάδα ως δευτερεύουσα απειλή και σχετικά εύκολα διαχειρίσιμη σε δεύτερη φάση, μετά την επίλυση των μειζόνων προβλημάτων στα ανατολικά σύνορα. Δεν θα πρέπει άλλωστε να ξεχνούμετο βεβαρημένο ιστορικό και των Ισλαμιστών. Οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης εκδιώχθηκαν επί κυβέρνησης του ισλαμιστή Αντάν Μεντερές την δεκαετία του 1950, ενώ η εισβολή στην Κύπρο πραγματοποιήθηκε όταν στην εξουσία βρισκόταν μια συμμαχία της κεμαλικής “αριστεράς” του Μπουλέντ Ετσεβίτ με την ισλαμική δεξιά του Νετζμεντίν Ερμπακάν ο οποίος πίεζε για εισβολή.Επίσης ο Τουργκούτ Οζάλ τη δεκαετία του 1980 καθώς και όλοι οι συστημικοί πολιτικοί πάντα αντλούσαν, σε διαφορετικό βέβαια βαθμό, από την δεξαμενή του σουνιτικού ισλάμ και από την πολιτική ιδεολογία που ενέπνευσε.
Οι ελληνικές προσδοκίες για σταθεροποίηση των σχέσεων και συνεργασία με την Τουρκία του κ.Ερντογάν πιθανόν να περιοριστούν λόγω της περίπλοκης κατάστασης στη γειτονική χώρα. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να παραιτηθούμε από τις σχετικές προσπάθειες μέσα από νέου τύπου πολιτικές και πρωτοβουλίες. Όμως από την άλλη δεν θα πρέπει να καλλιεργούμε υψηλές προσδοκίες σε αυτή την φάση ούτε και να εγκλωβιζόμαστε σε καταστροφικά διλήμματα. Μια “σχολή σκέψης” στην Αθήνα υποστηρίζει πως η Τουρκία ενδυναμώνεται διαρκώς λόγω δημογραφίας, οικονομίας και εξοπλισμών και άρα κάθε καθυστέρηση στην επίλυση των “ελληνοτουρκικών εκκρεμοτήτων”, όπως λανθασμένα περιγράφουν τον τουρκικό αναθεωρητισμό, αυξάνει το κόστος μελλοντικών διευθετήσεων για την Ελλάδα. Αυτή η προσέγγιση είναι παραπλανητική και δεν στηρίζεται σε πραγματικά εμπειρικά δεδομένα και σε ορθολογική και σε βάθος κατανόηση των διεθνών ισορροπιών και της κατάστασης στη γειτονική μας χώρααλλά μάλλον φλερτάρει με έναν ιδιότυπο ιδεολογικό δογματισμό. Πρόκειται για αναλυτική αδυναμία καιαδράνεια καθώς και για έλλειμμα πολιτικής στρατηγικής, πρωτοβουλιών και φαντασίας.
Δυστυχώς, ούτε η Σκύλλα του κεμαλισμού ούτε και η Χάρυβδη του πολιτικού Ισλάμ υπόσχονται ευημερία και σταθερότητα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Μαζί με την ισορροπία στρατιωτικών δυνάμεων στην παρούσα φάση, η μόνη εγγύηση για καλύτερες ελληνοτουρκικές σχέσεις και συνεργασία είναι η ενίσχυση της δημοκρατίας, του ορθολογισμού, των ελευθεριών και του πλουραλισμού στη γειτονική χώρα.Για αυτό ήταν πολύ σημαντική, συμβολικήκαι συγκινητική η πρόσφατη αναφορα του προέδρου Ομπάμα στη σπουδαιότητα της δημοκρατίας για την ανθρώπινη ευημερία από την Αθήνα, την γενέτειρα αυτού του ιδεώδους. Ακόμα και ο κ.Ερντογάν, μέσα στο φόβο και στη σύγχυσή του, την δημοκρατία επικαλείται για να αυξήσει τη νομιμοποίηση του αυταρχικού καθεστώτος του…
Ο κ.Νίκος Μιχαηλίδης είναι διδάκτωρ ανθρωπολογίας του πανεπιστημίου Princeton και έχει διεξάγει πολυετή επιτόπια έρευνα στην Τουρκία