Στον Καλίλ Τζόζεφ δεν αρέσει πολύ να μιλάει. Φειδωλός στις απαντήσεις του, ο νεαρός σκηνοθέτης/video-artist με το πλούσιο βιογραφικό μάλλον προτιμά να εκφράζεται μέσω της δουλειάς του. Ο 35χρονος δημιουργός έγινε ευρύτερα γνωστός όταν σκηνοθέτησε, μαζί με την Μπιγιονσέ, το «Lemonade», το εξόχως εντυπωσιακό και πολύ επιτυχημένο visual album της («έμαθα πολλά από αυτή τη συνεργασία, έγινα πολύ πιο δυνατός» λέει). Μιλήσαμε μαζί του την ημέρα που διεξάγονταν οι αμερικανικές εκλογές και εκείνος έδειχνε να μην ενδιαφέρεται πολύ για το αποτέλεσμα: «Πιο πολύ με νοιάζει τι γίνεται σε τοπικό επίπεδο» σχολίασε λακωνικά. Και είναι αλήθεια πως στο επίκεντρο των βίντεό του δεσπόζει η κοινότητα: η απεικόνιση της αφροαμερικανικής εμπειρίας σε γειτονιές και μικρές πόλεις, μια απεικόνιση ονειρική, ποιητική κι όμως καθόλου ωραιοποιημένη. Στις εικόνες του η ομορφιά συνοδεύεται πάντα από την αίσθηση ενός επαπειλούμενου κινδύνου.
Στην ατομική έκθεσή του στην γκαλερί Bernier/Eliades –την πρώτη ατομική του σε ευρωπαïκή γκαλερί –θα παρουσιάσει τρεις ταινίες: Το «m.A.A.d.», μια συνεργασία με τον ράπερ Κέντρικ Λαμάρ, που από ταινία μικρού μήκους εξελίχθηκε σε οπτικοακουστική εγκατάσταση βίντεο και εκτέθηκε στο Museum of Contemporary Art του Λος Αντζελες το 2015, στην έκθεση με τίτλο «Double Conscience», που ήταν και η πρώτη μεγάλη παρουσίαση της δουλειάς του σε μουσείο. Στο «m.A.A.d.», το υλικό που τράβηξε το 2013 ο Τζόζεφ από την καθημερινότητα των κατοίκων στη συνοικία Κόμπτον της Καλιφόρνιας μονταρίστηκε με κλιπάκια από παλιές οικογενειακές βιντεοταινίες του Λαμάρ. Η μικρού μήκους ταινία «Until the Quiet Comes», πάλι μια συνεργασία με μουσικό, με τον Flying Lotus αυτή τη φορά, έτυχε θερμής υποδοχής από τους κριτικούς και βραβεύθηκε με το Grand Jury Prize για Ταινίες Μικρού Μήκους στο κινηματογραφικό φεστιβάλ Sundance του 2013 και ως Βίντεο της Χρονιάς στα Βραβεία UKMVA του ίδιου έτους. Το εντυπωσιακό, ασπρόμαυρο «Wildcat» καταγράφει την πραγματικότητα σε ένα ροντέο στην πόλη Γκρέιζον, μία από τις λίγες εξ ολοκλήρου «μαύρες» πόλεις της Πολιτείας της Οκλαχόμα.
Γεννημένος και μεγαλωμένος στο Σιάτλ, ο Τζόζεφ είναι ο μεγαλύτερος γιος μιας δασκάλας και ενός δικηγόρου. Ως λυκειόπαιδο βρέθηκε για λίγο καιρό στη Βραζιλία, χάρη σε ένα πρόγραμμα ανταλλαγής μαθητών. Υπήρχαν στιγμές που η νοσταλγία για την πατρίδα ήταν αβάσταχτη. Μία από αυτές κάθισε να δει την τελετή απονομής των βραβείων Οσκαρ –ήταν η χρονιά που κέρδισε ο «Ξεχωριστός Γουίλ Χάντινγκ». Αυτή η νίκη τού έδωσε το έναυσμα να ακολουθήσει καριέρα στον κινηματογράφο –αφού δύο νέα παιδιά από τη Βοστώνη (ο Ματ Ντέιμον και ο Μπεν Αφλεκ) μπορούσαν να φτάσουν τόσο ψηλά, τότε μπορούσε κι αυτός. Το Λος Αντζελες έγινε η βάση του το 1999 και σπούδασε εκεί ιστορία της Τέχνης, φωτογραφία και τηλεόραση, όμως πάντα αγαπούσε το σινεμά. Στη σχολή του μελέτησε το έργο του ρώσου auteur Αντρέι Ταρκόφσκι και τα βράδια καθόταν μόνος του κι έβλεπε μετά μανίας ασιατικό κινηματογράφο. Πέρασε πέντε χρόνια στο L.A. μέχρι που του δόθηκε μια μεγάλη ευκαιρία, να δουλέψει με τον φημισμένο Τέρενς Μάλικ στο Τέξας, εκεί όπου έμαθε την αξία που έχει το μοντάζ. Αυτή τη στιγμή βρίσκεται στο αρχικό στάδιο προετοιμασίας της πρώτης μεγάλου μήκους ταινίας του. Και χαίρεται για την παρουσία του στην Ελλάδα: «Κάθε χώρα είναι ένα work in progress, κάποια χρόνια είναι καλά, άλλα είναι κακά, έτσι είναι η ζωή» λέει αινιγματικά. Οσον αφορά τη βελτίωση στη ζωή των Αφροαμερικανών στις ΗΠΑ: «Τα πράγματα είναι άσχημα. Χρειάζεται ακόμη πολλή δουλειά. Και πολλή βοήθεια». Είπαμε, το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν.
Bernier/Eliades (Επταχάλκου 11, Αθήνα), έως τις 05.01.2017.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2016
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ