Ξεκινήσατε στη Σχολή Καλών Τεχνών σπουδάζοντας ζωγραφική. Τι σας έκανε να στραφείτε στη σκηνογραφία; «Η ζωγραφική στρέφεται στην αιωνιότητα. Η σκηνογραφία πάλι αναφέρεται στο εφήμερο της θεατρικής παράστασης. Και αυτό το εφήμερο βρίσκεται τόσο κοντά με το εφήμερο που κουβαλά η ίδια, η μικρή, ασήμαντη ζωή μας. Προσωπικά, αυτό με γοητεύει».
Θυμάστε την πρώτη σας γνωριμία με τον Βασίλη Βασιλειάδη στη Σχολή Καλών Τεχνών; «Την πρώτη όχι. Ηταν παράξενος, αιρετικός, ευγενής. Οταν κάποτε έμαθε ότι πλέον ως επαγγελματίας ξέχασα σε μια κουβέντα να τον αναφέρω ως δάσκαλό μου στενοχωρήθηκε τόσο που κατέστρεψε μπροστά στα μάτια των φοιτητών του όλα τα βραβευμένα σκηνικά που είχα φτιάξει όταν σπούδαζα. Το βρήκα μια τολμηρή θεατρική performance».
Ποιο είναι το κλειδί για να προσεγγίσετε ένα έργο; «Δεν πρέπει να αυθαιρετείς. Είναι εύκολο να υποπέσεις στην έλξη ενός γοητευτικού αποτελέσματος. Το ζητούμενο, όμως, είναι να αναζητήσεις στέρεα εικαστικά στοιχεία που πραγματώνουν το όραμα του σκηνοθέτη, του συγγραφέα. Το θέατρο είναι η μοναδική τέχνη που δεν αφορά αποκλειστικά μόνο εσένα».

Δηλαδή;
«Η μαγεία βρίσκεται στη συλλογικότητα. Πολλοί καλλιτέχνες διαφορετικών ειδικοτήτων μαζεύονται για να παραγάγουν ένα και μοναδικό έργο τέχνης».
Εχετε εκθέσει τα έργα σας από την Εθνική Πινακοθήκη ως το Μουσείο Αλεξάντρ Πούσκιν στη Ρωσία. Προτιμάτε να τα βλέπετε επάνω στη σκηνή ή στην αίθουσα ενός μουσείου; «Δεν με αφορά πλέον η εμφάνιση κάποιου πράγματος που δημιούργησα στο παρελθόν, ούτε σε μια έκθεση ούτε σε μια σκηνή. Για εμένα η συγκίνηση βρίσκεται στην αναζήτηση την ώρα της δημιουργίας. Το χειροκρότημα του κοινού δεν με αφορά τόσο, γιατί γνωρίζω ότι δεν είναι μόνο δικό μου. Εχω ένα μερίδιο. Η αναζήτηση, όμως, είναι όλη δική μου».
Ποιο είναι το πιο απίθανο μέρος στο οποίο αναζητήσατε υλικά για μια παράσταση; «Στην Ελευσίνα, όπου διαλύονται τα πλοία. Με λιωμένα από την αλμύρα, τη σκουριά και τη φωτιά σιδερένια κομμάτια έφτιαξα κοσμήματα για την παράσταση «Μάκβεθ», σε σκηνοθεσία Κλάους Χέλμουτ Ντρέζε, το 1997».
Το θέατρο είναι ακριβή τέχνη; «Πάντα ήταν. Χωρίς χρήματα προκύπτουν λύσεις απελπισίας».
Για πολλούς, όμως, τα φτωχότερα σκηνικά και κοστούμια είναι μια άλλη αισθητική πρόταση… «Πρόκειται τις περισσότερες φορές για μια αισθητική ανάγκης η οποία δεν αντιπροσωπεύει την ελευθερία της έκφρασης.
Η σκηνογραφία χάνεται από τη χώρα μας. Οι νέοι σκηνογράφοι που βγαίνουν από τη Σχολή Καλών Τεχνών δεν έχουν αντικείμενο εργασίας. Αυτό δεν συμβαίνει στο εξωτερικό. Εδώ τα θέατρα κλείνουν και γίνονται σινεμά, όπου θεατές παρακολουθούν στις οθόνες παραστάσεις που δίνονται στο εξωτερικό».
Εχετε φορέσει ποτέ ένα κοστούμι που έχετε δημιουργήσει; «Οχι. Ισως γιατί αυτή η πολυετής μεταμφίεση που υπηρετώ στη δουλειά πρέπει κάπου να σταματά. Και σταματά όταν περνώ την πόρτα του σπιτιού, όταν αγκαλιάζω τα παιδιά μου».
Βρίσκεστε πίσω από τα σκηνικά και τα κοστούμια της παράστασης «Οι τρεις σωματοφύλακες» που παρουσιάζεται σε σκηνοθεσία Βασίλη Νικολαΐδη στο θέατρο Ακροπόλ. Είναι μεγαλύτερη η ευθύνη να δημιουργείτε όταν γνωρίζετε πως ανάμεσα στο κοινό σας βρίσκονται και παιδιά; «Πλέον για εμένα δεν υπάρχει ωραιότερο πράγμα από το να πέσω σε ένα χαλί και να παίζω με δύο παιδιά. Λυπάμαι πάρα πολύ που μεγάλωσαν οι κόρες μου. Εχω όμως ένα βαφτιστήρι, τον Παναγιώτη, που λατρεύω. Μπροστά στο παιδικό κοινό νιώθω την ευθύνη να δώσω ακόμη περισσότερα».
Γιατί; «Ισως γιατί το να αναλάβω μια τέτοια παράσταση αποτελεί ένα μαγικό κόλπο επιστροφής προς τα πίσω, στις καλύτερες μνήμες μου: αυτές της παιδικής ηλικίας».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ