Πατέρας και κόρη. Χάνα Νόρντμπεργκ (η 12χρονη εκδοχή της Ντακότα Φάνινγκ) και Γιούαν Μακ Γκρέγκορ σε σκηνή από το «Αμερικανικό ειδύλλιο», τη μεταφορά στη μεγάλη οθόνη του ομώνυμου μυθιστορήματος του Φίλιπ Ροθ.Ο Γιούαν Μακ Γκρέγκορ μπαίνει στη σουίτα του ξενοδοχείου «Corinthia» καταβροχθίζοντας ένα κρουασάν. Οταν ένας δημοσιογράφος τον ρωτάει τι κάνει, εκείνος απαντά πως είναι γεμάτος μαρμελάδα («jammy», το οποίο στην αγγλική αργκό σημαίνει «τυχερός»), και αρχίζει να τραγουδάει το «Jamming» του Μπομπ Μάρλεϊ. Εχουν περάσει είκοσι χρόνια από τότε που έγινε γνωστός για τον ρόλο του ως Μαρκ Ρέντον στην ταινία «Trainspotting», αλλά ο 45χρονος πλέον Μακ Γκρέγκορ μοιάζει να διακατέχεται από αξιοθαύμαστη ενέργεια και θετική διάθεση. Βρίσκεται στο Λονδίνο για να προωθήσει την ταινία «Αμερικανικό ειδύλλιο» –της οποίας είναι πρωταγωνιστής αλλά και σκηνοθέτης –που βασίζεται στο βραβευμένο με Πούλιτζερ μυθιστόρημα του Φίλιπ Ροθ, για τη φαινομενικά ειδυλλιακή ζωή μιας αμερικανικής οικογένειας που γκρεμίζεται από τις κοινωνικές και πολιτικές αναταραχές της δεκαετίας του ’60.
Ο Μακ Γκρέγκορ («Velvet Goldmine», «Moulin Rouge!», «Ο Πόλεμος των Αστρων») υποδύεται τον Σίμουρ «Σουηδό» Λιβόβ, πάλαι ποτέ θρυλικό αθλητή του Λυκείου, νυν επιτυχημένο επιχειρηματία και παντρεμένο με την Ντον (Τζένιφερ Κόνελι –«Κάποτε στην Αμερική», «Ρέκβιεμ για ένα όνειρο», «Ενας υπέροχος άνθρωπος»), μια πρώην βασίλισσα ομορφιάς. Οταν, όμως, η έφηβη κόρη τους, Μέρι (την υποδύεται η 22χρονη Ντακότα Φάνινγκ –«Το όνομά μου είναι Σαμ», «Η σκανδαλώδης ζωή της Effie Gray») εξαφανίζεται αφού θεωρηθεί υπεύθυνη για τρομοκρατική ενέργεια, ο «Σουηδός» αφιερώνει τη ζωή του στο να τη βρει και να επανενώσει την οικογένειά του. Στην πορεία, θα αναγκαστεί να αντιμετωπίσει τη σκληρή αλήθεια, το δικό του μερίδιο ευθύνης αλλά και το χάος που επικρατεί στον κόσμο γύρω του, όπου όλα μοιάζουν να αλλάζουν.
Αν και ο Μακ Γκρέγκορ αναφέρθηκε εν συντομία στο Brexit («γελοίο λάθος που θα φέρει την καταστροφή»), στο πόσο μοναδική εμπειρία ήταν να ξανασυνεργαστεί με τον Ντάνι Μπόιλ για το σίκουελ του «Trainspotting» (σ.σ.: έρχεται μέσα στο 2017) και στη συμμετοχή του στην τρίτη σεζόν της τηλεοπτικής σειράς «Fargo», ήταν ξεκάθαρο πως ήθελε να μιλήσει σχεδόν αποκλειστικά για το «Αμερικανικό ειδύλλιο».
Το «Αμερικανικό ειδύλλιο» αποτελεί το σκηνοθετικό σας ντεμπούτο. Πώς είναι από το να είσαι αυτός που συνήθως κάνει τις ερωτήσεις, να γίνεσαι ξαφνικά αυτός που πρέπει να έχει όλες τις απαντήσεις; «Ως εμπειρία, η σκηνοθεσία ήταν όσο ικανοποιητική ήλπιζα. Το «Αμερικανικό ειδύλλιο» είναι ένα καταπληκτικό βιβλίο. Το να μπορείς να βασίσεις μια ταινία σε ένα τέτοιο υλικό είναι μια πολύ καλή αρχή, όπως έγινε και με το «Trainspotting». Αντίθετα, το να προσπαθήσεις να κάνεις μια καλή ταινία από ένα κακό βιβλίο, είναι νομίζω πιο δύσκολο. Οταν το πρωτοδιάβασα, ένιωσα πολύ κοντά στην ιστορία. Ηθελα να παίξω τον «Σουηδό» προτού προκύψει ότι θα σκηνοθετούσα και την ταινία. Με ό,τι κι αν καταπιάνεσαι, ειδικά όταν αυτό είναι κάτι καινούργιο, υπάρχει πάντα μεγάλο αίσθημα ευθύνης. Η σκηνοθεσία με έμαθε πάρα πολλά για το πώς γίνεται μια ταινία που προηγουμένως δεν γνώριζα. Φυσικά, υπάρχουν ημέρες που αμφιβάλλεις για το αν θα τα καταφέρεις, αλλά έχω αισθανθεί έτσι σε όλη την πορεία της καριέρας μου. Το να δημιουργείς –οτιδήποτε –σημαίνει ότι θα φτιάξεις κάτι που ο κόσμος θα κρίνει. Είμαι συνηθισμένος σε αυτό το συναίσθημα, είναι μέρος της διαδικασίας. Αντιθέτως, αν δεν ένιωθα έτσι, αυτό θα σήμαινε πως μάλλον κάτι δεν κάνω σωστά».
Το βιβλίο μιλάει για πολλά πράγματα και θέτει πολλά ερωτήματα. Μπορείτε να ξεχωρίσετε κάποιο που σας κίνησε ιδιαίτερα το ενδιαφέρον; «Τις προάλλες, σκεφτόμουν ότι ο τρόπος με τον οποίο γράφει ο Ροθ είναι σαν μια χτένα στα μαλλιά κάποιου. Υπάρχουν τόσες «κλωστές» από σκέψεις που εξερευνά και μέσα σε κάθε σκέψη υπάρχουν πολλές πλευρές για κάθε επιχείρημα. Τις παρουσιάζει, αλλά δεν μας λέει τι πρέπει να σκεφτούμε για αυτές. Αυτό, νομίζω, επιτυγχάνει η πραγματικά υψηλή τέχνη. Μας επιτρέπει να σχηματίσουμε τις δικές μας απόψεις. Αν υπήρξε κάτι «Ροθικό» που προσπάθησα να εισαγάγω στην ταινία, είναι αυτό. Ισως εξομάλυνα κάπως την τρέλα της Μέρι στο τέλος γιατί ήθελα να αφήσω κάποια ελπίδα στον «Σουηδό» ότι η κόρη του δεν έχασε εντελώς το μυαλό της. Ηταν σημαντικό για εμένα να καταλάβουμε τον θυμό της και το ενάντια σε ποια πράγματα αγωνίζεται. Είμαι πατέρας –έχω τέσσερις κόρες –και ξέρω πόσο μοναδική και δυνατή είναι μια τέτοια σχέση. Αυτό με άγγιξε πολύ βαθιά όταν διάβασα το βιβλίο. Ο Ροθ φυσικά γράφει με πολύ έξυπνο τρόπο, γιατί αυτοί οι τρεις άνθρωποι εκπροσωπούν μια ευρύτερη εικόνα της Αμερικής εκείνη την εποχή».
Ο ίδιος είδε την ταινία; Τι άποψη είχε; «Δεν τον γνώρισα, αλλά ξέρω ότι του άρεσε. Εστειλε ένα e-mail με τις σκέψεις του στον ατζέντη του, εκείνος το προώθησε στους παραγωγούς και εκείνοι το μοιράστηκαν μαζί μου. Ηταν, όμως, ένα προσωπικό e-mail και καλό θα ήταν να μην αναφερθώ στο τι είπε –αν και θα μπορούσα. (Γελάει) Αναφέρθηκε συγκεκριμένα σε κάποιες από τις ερμηνείες, καθώς και στο ότι αναγκαστήκαμε να «κόψουμε» κάποια πράγματα από το βιβλίο, αλλά ξέρει ότι ήταν αναγκαίο. Γενικά, είχε πολύ θετική αντίδραση».
Μεταξύ άλλων, ο Ροθ μιλάει για το τέλος του αμερικανικού ονείρου. Μέσα στην ιστορία μπορεί κανείς να βρει αναλογίες με το σήμερα. Ποιος ήταν ο στόχος σας όσον αφορά αυτή την πτυχή της ταινίας; «Δεν χρησιμοποίησα την ταινία ως όχημα για να μιλήσω για τη σημερινή κοινωνία. Δεν ήθελα να κάνω μια πολιτική δήλωση. Η ταινία έχει ήδη μέσα της πολιτικές δηλώσεις. Κάποια στιγμή η Μέρι λέει «Ακόμη και το να πλένεις τα δόντια σου, είναι πολιτική πράξη» και νομίζω ότι έχει δίκιο. Ηθελα να κάνω μια ταινία για τη συγκεκριμένη περίοδο στην Αμερική. Αναγνωρίζω όμως πως δυστυχώς, ναι, είναι επίκαιρη. Ο καθένας πρέπει να είναι ελεύθερος να πάρει από την ταινία αυτό που θέλει. Αν δύο άνθρωποι βρίσκονται σε μια γκαλερί και κοιτάζουν τον ίδιο πίνακα, θα σκεφτούν και θα νιώσουν εντελώς διαφορετικά πράγματα. Δενόμαστε με ένα έργο τέχνης γιατί έχει πράγματα που μας είναι οικεία, αλλά και «ξένα». Το ίδιο ισχύει και για τον δημιουργό. Για να «γεννήσει» ή να επεξεργαστεί το υλικό του δεν χρειάζεται να έχει προσωπική εμπειρία. Θα μπορούσα να έχω κάνει αυτήν την ταινία αν δεν ήμουν πατέρας; Ναι, γιατί το να είσαι πατέρας δεν νομίζω ότι σου προσφέρει κάποια διορατικότητα σε σύγκριση με κάποιον που δεν είναι. Ο Ροθ δεν έχει παιδιά, και παρ’ όλα αυτά έγραψε με τόση ακρίβεια για το τι σημαίνει να είσαι γονιός».
Από τότε που σας προσέγγισαν οι παραγωγοί μέχρι να γυριστεί η ταινία πέρασαν δέκα χρόνια. Τι ήταν αυτό που κράτησε ζωντανό το ενδιαφέρον σας όλο αυτό το διάστημα; «Βρίσκω την ιστορία πολύ συγκινητική. Παρακολουθούμε το ταξίδι της οικογένειας των Λιβόβ καθώς ο χρόνος περνάει, το πώς ο καθένας τους αλλάζει και πώς χειρίζεται την ερώτηση «Τι κάνεις όταν η ζωή σου δεν είναι όπως την περίμενες;». Με ενδιέφερε ιδιαίτερα το θέμα που πραγματεύεται ο Ροθ για το ποιοι είμαστε, πώς προβάλλουμε τους εαυτούς μας, πώς κρίνουμε ο ένας τον άλλον και πώς καταλήγουμε σε συμπεράσματα βασισμένοι συχνά σε επιφανειακά κριτήρια. Κάτι άλλο που με κράτησε ήταν το πάθος του Γιούαν για το εγχείρημα. Είναι πολύ γενναιόδωρος, εκτιμά τους συνεργάτες του, και αυτό σε κάνει να θες να του δώσεις τον καλύτερό σου εαυτό. Ηταν η πρώτη φορά που σκηνοθετούσε, αλλά αυτό δεν με ανησύχησε –δεν είναι κάτι που το συνδέω με τις ικανότητες κάποιου».
Το βιβλίο σάς βοήθησε ως «εργαλείο» όταν δουλεύατε πάνω στον χαρακτήρα της Ντον; «Η ιστορία στο βιβλίο εκτυλίσσεται μέσα σε πολλές δεκαετίες και η αλλαγή της Ντον είναι μεγάλη. Στην ταινία είχα στη διάθεσή μου μερικές μόνο σκηνές για να δείξω αυτή τη μεταμόρφωσή της, επομένως προσπάθησα να γεμίσω κάθε σκηνή με όσο περισσότερα μπορούσα. Το «Αμερικανικό ειδύλλιο» είναι ένα πολύ όμορφα γραμμένο βιβλίο και ο τρόπος με τον οποίο ο χαρακτήρας της Ντον «ζωντανεύει» μέσα σε αυτό ήταν πόλος έλξης για εμένα. Είχα υπογραμμίσει πολλές φράσεις και συχνά επέστρεφα σε αυτές κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων. Ηταν σαν να έχω ένα ημερολόγιο που εξερευνά τις σκέψεις, τους φόβους και τα όνειρα του χαρακτήρα μου».
Εσείς πώς ερμηνεύετε την ιδιόμορφη σχέση της Ντον με την κόρη της και την ακραία στάση που η πρώτη ακολουθεί προκειμένου να μπορέσει να συμφιλιωθεί με την εξαφάνιση της Μέρι; «Στην αρχή της ταινίας, η Ντον προσπαθεί να καταλάβει ποιος είναι ο ρόλος της στη ζωή και νομίζω τον βρίσκει στον ρόλο της ως μητέρα σε αυτή την οικογένεια. Τα πρώτα χρόνια, η σχέση τους είναι αρμονική, αλλά όταν η κόρη της απαρνιέται την αγάπη της, είναι τόσο συντετριμμένη που δεν ξέρει πώς να συνεχίσει να ζει. Οι γονείς στο «Αμερικανικό ειδύλλιο» προσπαθούν να καταλάβουν τι πήγε στραβά και πού έφταιξαν και νομίζω το ίδιο συμβαίνει και στην πραγματικότητα με τους γονείς των οποίων τα παιδιά καταλήγουν σε πράξεις βίας. Ξαφνικά νιώθουν χαμένοι και μπερδεμένοι και βασανίζονται από ερωτήσεις στις οποίες είναι πολύ δύσκολο να δοθεί απάντηση».
Ετσι όπως είναι τα πράγματα σήμερα στην Αμερική, θα λέγατε ότι η ταινία είναι επίκαιρη; «Η ταινία είναι πολύ επίκαιρη κατά έναν τρόπο, αλλά δεν την κάναμε για να σχολιάσουμε την Αμερική τού σήμερα. Ενα από τα θέματα που θίγει είναι η τάση μας να ασκούμε κριτική και να υιοθετούμε απόλυτες και ακραίες στάσεις. Βλέπουμε τα πράγματα ως άσπρα ή μαύρα, κάτι που οδηγεί σε πόλωση, μας κάνει να εκμεταλλευόμαστε ή να κακοποιούμε τους άλλους και αυτό δυστυχώς είναι κάτι που ισχύει σήμερα στην Αμερική. Αλλά πώς μπορείς να κρίνεις κάποιον αν δεν τον έχεις καταλάβει πρώτα, αν δεν δείξεις συμπόνια για τα προβλήματά του και για τους λόγους που τον οδήγησαν στις επιλογές του;».
Η ιστορία σε κάνει να σκεφτείς ότι η ιδιότητα του γονέα είναι από τα πιο δύσκολα πράγματα στον κόσμο, αλλά επίσης σου θυμίζει ότι και η εφηβεία είναι κάτι εξίσου δύσκολο. «Είναι αλήθεια. Η Μέρι θέλει να αποδράσει από την οικογένειά της για να βρει τον εαυτό της, τα δικά της πιστεύω και τις δικές της αξίες, κάτι που όλοι νιώθουμε σε κάποια στιγμή στη ζωή μας. Το ότι μεγάλωσε σε μια χώρα υπό αναβρασμό, όπου οι άνθρωποι απαιτούσαν την αλλαγή, νομίζω ενδυνάμωσε αυτό της το συναίσθημα και την οδήγησε στο να εκφράσει την ανάγκη της για ανεξαρτησία μέσω της βίας και στο ακραίο μονοπάτι που ακολούθησε τελικά. Ομως, πάντα διστάζω να πω ότι την καταλαβαίνω, γιατί θα είναι σαν να εγκρίνω τις βίαιες πράξεις της. Ως ηθοποιός αναζητάς περίπλοκους χαρακτήρες, με ελαττώματα, που σου είναι δύσκολο να τους καταλάβεις. Η Μέρι είναι γεμάτη αντιθέσεις και παραμένει μυστηριώδης, και αυτό είναι πάντα κάτι το ενδιαφέρον για να εξερευνήσεις ως ηθοποιός».
Θα λέγατε ότι η διαδικασία των γυρισμάτων ήταν διαφορετική λόγω του ότι ο σκηνοθέτης της ήταν πρωταρχικά ηθοποιός; «Προτεραιότητα του Γιούαν ήταν να αισθάνονται όλοι οι ηθοποιοί ασφαλείς. Επειδή είναι και ο ίδιος ηθοποιός, καταλαβαίνει ότι το να εκτίθεσαι ενώ τα μάτια όλων είναι πάνω σου, αποτελεί κάποιες φορές τρομακτική εμπειρία. Συνειδητοποιήσαμε ότι μας αρέσει να δουλεύουμε με τον ίδιο τρόπο: «βουτάμε» στο άγνωστο χωρίς να κάνουμε μακροσκελείς συζητήσεις για τους χαρακτήρες. Δεν μου αρέσει να μιλάω πολύ για τον ρόλο μου, αλλά να τον εξερευνώ κάθε ημέρα. Ξέρω πως με την Τζένιφερ δούλεψαν με διαφορετικό τρόπο, αλλά δουλειά του σκηνοθέτη είναι και το να μπορεί να στηρίζει τον κάθε ηθοποιό ανάλογα με τις ανάγκες του».
Τι είδους ταινίες θα θέλατε να κάνετε στο μέλλον και πώς αποφασίσατε να μπείτε στο κομμάτι της παραγωγής; (σ.σ.: Η Φάνινγκ θα πρωταγωνιστήσει και θα είναι παραγωγός στην προσαρμογή του βιβλίου της Σίλβια Πλαθ «Ο γυάλινος κώδων» που θα σκηνοθετήσει η ηθοποιός Κίρστεν Ντανστ.) «Σκοπός μου πάντα είναι να κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι στο παρελθόν και να έχω την ευκαιρία να δείχνω διαφορετικά μέρη του εαυτού μου μέσω της δουλειάς μου. Θέλω η δουλειά μου να συνεχίσει να με ενθουσιάζει και να μη φτάσω ποτέ να τη βλέπω ως «άλλη μία ημέρα στο γραφείο». Στο μέλλον, θέλω να δουλέψω ως παραγωγός αλλά και να σκηνοθετήσω. Ο «Γυάλινος κώδων» έχει υπάρξει ένα σημαντικό βιβλίο στη ζωή πολλών ανθρώπων. Η Κίρστεν κι εγώ ανυπομονούμε να το μετατρέψουμε σε μια κινηματογραφική εμπειρία αλλά και να ωριμάσουμε μέσα από αυτό».
Η κινηματογραφική βιομηχανία κυριαρχείται από άνδρες. Υπάρχουν ιστορίες και θέματα που έχουν αγνοηθεί και που, κατά τη γνώμη σας, είναι σημαντικό να ειπωθούν; «Σίγουρα ναι, και πιστεύω ότι αυτές οι ιστορίες αφορούν όλους, ανεξάρτητα από το φύλο τους. Δεν καταλαβαίνω γιατί υπάρχουν ετικέτες όπως ο όρος «chick flick» (αναφέρεται σε ταινίες που απευθύνονται σε γυναικείο κοινό). Είναι υποτιμητικό. Φαντάζομαι ότι έρευνες έχουν δείξει πως έτσι είναι τα πράγματα και γι’ αυτό κάποιοι το πιστεύουν, αλλά πασχίζω να κατανοήσω γιατί οι γυναίκες απολαμβάνουν μια ταινία με διαφορετικό τρόπο από ό,τι οι άνδρες. Επειδή «Ο γυάλινος κώδων» θεωρείται φεμινιστικό βιβλίο, έχω συχνά βρεθεί στη θέση να πρέπει να εξηγήσω στους άλλους γιατί είναι ένα έργο που μπορεί να έχει απήχηση σε άνδρες και γυναίκες. Αρνούμαι να υπερασπιστώ γιατί ένα βιβλίο για τη ζωή μιας γυναίκας έχει ενδιαφέρον, γιατί φυσικά και έχει».
Το «Αμερικανικό ειδύλλιο» θα προβάλλεται στις ελληνικές αίθουσες από τις 8 Δεκεμβρίου, από την Tanweer. Το βιβλίο του Φίλιπ Ροθ κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις.* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2016
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ