Εχει πλούσιο βιογραφικό με πολλές εύφημες μνείες. Η Ανγκελα Μέρκελ έχει ονομαστεί κατά καιρούς Ζαν ντ’ Αρκ, λόγω της «παντιέρας» που σήκωσε το 1999 κατά του πολιτικού της «εφευρέτη», του τότε ακόμη πανίσχυρου πρώην καγκελαρίου Χέλμουτ Κολ, «μυστική βασίλισσα της Ευρώπης», λόγω της μονοκρατορίας της στην ευρωζώνη, ή, απλά και λαϊκά, «Αντζι», λόγω των ενίοτε χολιγουντιανού τύπου προεκλογικών της εμφανίσεων.
Καμία από αυτές όμως δεν ξεπερνά την εύφημο μνεία του Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στο Βερολίνο ανακήρυξε τη Μέρκελ διάδοχό του στον αγώνα κατά του Ντόναλντ Τραμπ και των σκοτεινών συνωμοτών του. Χαρακτηρισμός που έκανε και την ίδια να γελάει. «Είναι γκροτέσκο, να με παρουσιάζουν σαν τον τελευταίο στυλοβάτη της φιλελεύθερης Δύσης. Αλλόκοτο και παράλογο» έλεγε το βράδυ της περασμένης Κυριακής σε κανάλι της γερμανικής τηλεόρασης. Επιμένει να σώσει την Ευρώπη. Αλλά όχι μόνη της. «Τον αγώνα αυτόν», πρόσθετε, «πρέπει να τον κάνουν πολλοί μαζί». Η ίδια είναι πρόθυμη να συμβάλει σε αυτό με όλες της τις δυνάμεις.
Κήρυγμα και αυτοέπαινος χωρίς νέες μεταρρυθμίσεις


Το πρώτο δείγμα αυτής της συμβολής ήταν η εκ νέου υποψηφιότητά της για την καγκελαρία –η τέταρτη στη σειρά από το 2005. «Αναρωτήθηκα αν μπορώ να προσφέρω κάτι καινούργιο στη χώρα» ήταν η εισαγωγική παρατήρησή της στην εκπομπή. Η απάντησή της: «Ναι, μπορώ». Τι ακριβώς είναι όμως το «καινούργιο», απέφυγε να το διασαφηνίσει.
Παρόμοια ασάφεια χαρακτήριζε και τον λόγο που εκφώνησε την περασμένη Τετάρτη στο Ράιχσταγκ, τη γερμανική Βουλή, στο πλαίσιο της συζήτησης για τον προϋπολογισμό του 2017. Το μόνο θέμα στο οποίο έγινε συγκεκριμένη ήταν οι καταστρεπτικές συνέπειες της ψηφιακής τεχνολογίας στα μέσα ενημέρωσης (παραπληροφόρηση, παρενόχληση, συκοφαντίες κ.λπ.) και τα σχετικά μέτρα που ετοιμάζεται να πάρει.
Το υπόλοιπο ήταν ένα κήρυγμα κατά του λαϊκισμού γαρνιρισμένο με αυτοέπαινο. «Ποτέ δεν περνούσαν καλύτερα οι Γερμανοί όσο επί των ημερών μας» είπε. Για νέες ρηξικέλευθες μεταρρυθμίσεις, που της είχαν επιδαψιλεύσει στο παρελθόν τη φήμη της τολμηρής μεταρρυθμίστριας, όπως το κλείσιμο των πυρηνικών εργοστασίων και η στροφή 180 μοιρών στην ενεργειακή πολιτική υπέρ των εναλλακτικών μορφών ενέργειας, δεν έκανε όμως λόγο. «Ασπαζόμενη τη ρήση του Μπρούνο Κράισκι, ότι «όποιος έχει οράματα πρέπει να πάει στον γιατρό», έσπευσε να δείξει ότι δεν έχει πλέον το παραμικρό οραματικό στοιχείο στον νου της» έλεγε ραδιοσχολιαστής. «Δεν ήταν ποτέ τόσο άνευρη και πεσμένη» ήταν η γενική επωδός.
Σαν «ούφο», σαν παρείσακτη, σαν μια τυχαία επισκέπτρια


Παρ’ όλα αυτά, κατά την ομιλία της επικρατούσε μια σχεδόν «μαγική» ατμόσφαιρα στην αίθουσα, όπως συνέβαινε παλαιότερα όταν βρισκόταν στα φόρτε της. Η αιτία γι’ αυτό δεν ήταν αυτά που έλεγε, αλλά το πώς τα έλεγε: σαν ένα «ούφο» περίπου, μια παρείσακτη, μια τυχαία επισκέπτρια, που απευθυνόταν στο ακροατήριο με μια εξόχως ρασιοναλιστική στη μορφή, αλλά ήρεμη στον τόνο ρητορική. Αυτό ήταν όμως και το μεγάλο της ατού. «Ο ήρεμος τρόπος της επενεργεί σαν κυματοθραύστης στις κορόνες των επαγγελματιών πολιτικών» λέει η γλωσσολόγος Μάριον Μπέκερ. Αυτό είναι που μαζί με τον ρασιοναλισμό της, την κάνει δημοφιλή –όχι μόνο στη Βουλή, αλλά και στο πλατύ κοινό, και ιδιαίτερα στις γυναίκες.
Στη «μαγεία» συντελούσε και ένας δεύτερος παράγοντας: η επίκληση κλασικών αστικών αξιών, που φαίνεται να έχουν ξεχάσει οι σύγχρονοι χριστιανοδημοκράτες πολιτικοί –ελευθερία, ισότητα, κοινωνική δικαιοσύνη. Οπως το έκανε και την επομένη των εκλογών στις Ηνωμένες Πολιτείες, όταν, απευθυνόμενη στον νικητή τους, τον κ. Τραμπ, του προσέφερε στενή συνεργασία, αλλά μόνο υπό αυστηρούς όρους: «…δημοκρατία, ελευθερία, σεβασμό των δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας του ανθρώπου ανεξάρτητα από καταγωγή, θρησκεία, φύλο, σεξουαλικό προσανατολισμό ή πολιτικό φρόνημα». Στα λόγια τουλάχιστον, η κυρία Μέρκελ έδειχνε για μια άλλη φορά ασυναγώνιστη ως κήρυκας της πολιτικής ηθικής.
Ολα αυτά λοιπόν δικαιολογούν κατ’ αρχάς την αναγόρευσή της από τον κ. Ομπάμα σε «αντι-Τράμπ», σε ηρωίδα του φιλελεύθερου δυτικού κόσμου. Προφανώς όμως δεν είναι αρκετά. Οχι μόνο επειδή η καγκελάριος δεν έχει τη δύναμη και την ακτινοβολία του αμερικανού προέδρου –όποιος τους είδε δίπλα-δίπλα στη συνέντευξη Τύπου στο Βερολίνο αντιλαμβανόταν ότι η διαφορά τους είναι όπως η μέρα με τη νύχτα. Αλλά και επειδή, έχοντας ξεπεράσει το ζενίθ της καριέρας της, βρίσκεται σε καμπή, που οδηγεί σε αδιέξοδο. Αυτό δεν οφείλεται μόνο στην ίδια, αλλά και στο ευρωπαϊκό περιβάλλον, το οποίο έχει αλλάξει δραματικά τα τελευταία χρόνια. Με αποτέλεσμα να έχει πολλά ανοιχτά μέτωπα, τα οποία προσπαθεί να κλείσει σκληραίνοντας την πολιτική της. Πρώτο παράδειγμα, η ευρωζώνη, η οποία παραμένει στο τέλμα. Η απάντησή της: Η συνέχιση της πάλαι ποτέ δημοσιονομικής λιτότητας, πλαισιωμένη τώρα από ακόμη αυστηρότερο έλεγχο των εθνικών προϋπολογισμών, που επιδεινώνει την κρίση στις «προβληματικές» χώρες. Δεύτερο παράδειγμα, το Προσφυγικό, που προκαλεί την άνοδο του εθνικισμού σε όλη σχεδόν την Ευρώπη.
Λύση τύπου Αυστραλίας για τους πρόσφυγες πολέμου


Η απάντησή της, έτσι όπως αυτή αποτυπώνεται στο σχέδιο απόφασης για το 29ο Συνέδριο των Χριστιανοδημοκρατών στο Εσεν στις 6 και 7 Δεκεμβρίου: Λύση τύπου Αυστραλίας, με την επιστροφή όλων των προσφύγων που μεταφέρονται από διακινητές στις χώρες καταγωγής ή εκκίνησής τους και την κατασκευή «διαμετακομιστικών ζωνών», δηλαδή στρατοπέδων κράτησης στα ευρωπαϊκά σύνορα –προφανώς και στα ελληνικά νησιά. Ταυτόχρονα εμμένει στη συμφωνία της Ευρωπαϊκής Ενωσης με την Τουρκία, παρ’ όλο που η τελευταία εξελίσσεται όλο και περισσότερο σε δικτατορία και κατά ακολουθία σε παγίδα για τους πρόσφυγες –πολιτικούς και μη.
Ολα αυτά θέτουν υπό αμφισβήτηση την πρόθεσή της να προσφέρει κάτι «καινούργιο» στη χώρα της. «Αν η Μέρκελ θέλει να επανεκλεγεί, πρέπει να εφεύρει εκ νέου τον εαυτό της, επί μέρους τουλάχιστον» γράφει η εφημερίδα «Die Zeit». Το αντίθετο συμβαίνει. Η επανεφεύρεση αναβάλλεται μέχρι νεωτέρας. Η κυρία Μέρκελ παραμένει μεν η πιο δημοφιλής πολιτικός στη Γερμανία και η επανεκλογή της θα πρέπει να θεωρείται σίγουρη, ωστόσο η γοητεία της φθίνει. Ως Ζαν ντ’ Αρκ αποτελεί μακρινό παρελθόν, ως «αντι-Τράμπ» διστάζει να γράψει ιστορία.
Ο λαϊκισμός σπάει ένα από τα μεγαλύτερα ταμπού της μεταπολεμικής Γερμανίας
Το «φάντασμα» έχει ήδη προσγειωθεί και μπαίνει σε κάθε σπίτι
Ενα φάντασμα πλανιέται πάνω από τη Γερμανία: το φάντασμα του λαϊκισμού. Εναντίον του έχουν συνασπισθεί όλες οι δυνάμεις του παλαιού κατεστημένου, από τους Χριστιανοδημοκράτες της Ανγκελα Μέρκελ και τους Σοσιαλδημοκράτες του Ζίγκμαρ Γκάμπριελ έως τη Linke (Αριστερά) και τους Πράσινους. Εις μάτην όμως. Ο λαϊκισμός συνεχίζει την επέλασή του, οι δημοσκοπήσεις δίνουν στον κύριο πολιτικό του εκπρόσωπο, την Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), 12%-15% των ψήφων. Η ανάδειξή της σε τρίτη δύναμη στην ομοσπονδιακή Βουλή στις εκλογές του 2017, μπροστά από τους Πράσινους και τη Linke, θεωρείται πλέον σίγουρη.
Προς το παρόν βέβαια, το «φάντασμα» δεν έχει μπει ακόμα στην ομοσπονδιακή Βουλή. Εξω από αυτήν όμως κυριολεκτικά «οργώνει». Εκτός από την Εναλλακτική, οι λαϊκιστές έχουν ιδρύσει παντού κινήσεις και κινήματα με στόχο «τη διάσωση της Εσπερίας από τους Ισλαμιστές» που έχουν ποικιλώνυμες ονομασίες: Pegida στη Δρέσδη, Legida στη Λειψία, Mvgida στο Σβερίν, Bärgida στο Βερολίνο, και πάει λέγοντας. Οχι λίγα από αυτά βρίσκονται στα χέρια νεοναζιστών, τα περισσότερα όμως είναι υπό την καθοδήγηση «αγανακτισμένων» πολιτών που μέχρι πρότινος ψήφιζαν τους Χριστιανοδημοκράτες και τους Σοσιαλδημοκράτες, ακόμα και τη Linke. Ανάποδος κόσμος: στατιστικά, το «φάντασμα» που πολεμά με κάθε μέσο το εργατικό κίνημα είναι ήδη το κατ’ εξοχήν εργατικό κόμμα της χώρας, δεδομένου ότι το ψηφίζουν πολλοί περισσότεροι εργάτες και άνεργοι από ό,τι την Αριστερά.
Ο λαϊκισμός αυτός σπάει ένα από τα σπουδαιότερα μεταπολεμικά ταμπού. Η Γερμανία ήταν η τελευταία χώρα της Ευρώπης στην οποία ο οργανωμένος δεξιός λαϊκισμός έπαιζε περιθωριακό ρόλο. Και αυτό χάρη κυρίως στους Χριστιανοδημοκράτες που φρόντιζαν να απορροφούν τους ακροδεξιούς (ακόμα και ναζιστές!) στο κόμμα τους με δόλωμα πολιτικά και υλικά ανταλλάγματα: θέσεις στο κόμμα και στο κράτος, εργατικές κατοικίες και άλλα συναφή. Ομως η εποχή άλλαξε τελευταία ριζικά: η Ανγκελα Μέρκελ δεν μπορεί πλέον να ελέγξει τους νέους πολιτικούς σίφουνες, όπως την παγκοσμιοποίηση, την οικονομική κρίση ή το Προσφυγικό. Με αποτέλεσμα, τα πάλαι ποτέ επιθετικά ανακλαστικά της να έχουν μετατραπεί σε αμυντικά. Αυτό φαίνεται και από την προσφορά της στους πολίτες: αυστηρά μέτρα κατά των προσφύγων και αύξηση των στρατιωτικών δαπανών από τη μια, ελάχιστες βελτιώσεις στην εκπαίδευση, στην κοινωνική ασφάλιση και στην εργασία από την άλλη.
Αντί να μειώνεται, η «αγανάκτηση» φουντώνει έτσι ακόμη περισσότερο. Το «φάντασμα» μάλλον έχει ήδη προσγειωθεί και μπαίνει σε κάθε σπίτι. Και αυτό συνταράσσει συθέμελα το κομματικό κατεστημένο της Γερμανίας –έστω και αν δεν το θέτει ακόμη σε υπαρξιακό κίνδυνο.

Χάγιο Φούνκε, καθηγητής στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου
«Χρειάζονται νέες θέσεις εργασίας, κοινωνική ασφάλεια και καμπάνιες κατά των λαϊκιστών»

Η καγκελάριος Μέρκελ «αδυνατεί να διασκεδάσει, πολιτικά και ψυχολογικά, τους φόβους των πολιτών που προκαλεί η παγκοσμιοποίηση, πόσω μάλλον όταν λέει ότι θέλει να μπει επικεφαλής της. Και αυτό ίσως το πληρώσει με την απώλεια πολλών ψήφων» στις εκλογές του φθινοπώρου του 2017 λέει μιλώντας στο «Βήμα» ο Χάγιο Φούνκε, καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου.
Βρίσκεται ο δεξιός λαϊκισμός στη Γερμανία ακόμη σε άνοδο ή λιμνάζει προσωρινά;
«Εξαρτάται. Στα κρατίδια Σαξονία και Θουριγγία συνεχίζει να ανεβαίνει, συνολικά όμως στη χώρα λιμνάζει. Αυτό οφείλεται, πρώτον, στο ότι δεν έχει χαρισματικούς ηγέτες και, δεύτερον, στους ομηρικούς καβγάδες μεταξύ τους. Ο λεγόμενος λαϊκός ριζοσπαστισμός σε μεγάλα μέρη της οργάνωσης είναι πολύ ισχυρός και αυτό ανεβάζει τον κίνδυνο της μετατροπής του σε πρακτική βία. Και αυτό δρα ανασχετικά στην εξάπλωση της επιρροής του συνολικού κόμματος».

Είναι η μετατροπή του λαϊκιστικού κόμματος Εναλλακτική για τη Γερμανία σε ακροδεξιά οργάνωση ήδη ολοκληρωμένη;
«Υπάρχουν, όπως ήδη είπα, αμείλικτοι καβγάδες στο εσωτερικό του με πρωταγωνιστές, από τη μια, έναν μετριοπαθή ή, αν θέλετε, πραγματιστικό δεξιό λαϊκισμό με εκφραστή την πρόεδρο του κόμματος Φράουκε Πέτρι και από την άλλη την ακροδεξιά εκδοχή του που εκπροσωπεί ο αντιπρόεδρος της Εναλλακτικής Αλεξάντερ Γκάουλαντ. Η έκβαση του καβγά είναι ακόμα ανοικτό θέμα».

Είναι οι αιτίες που γεννούν τον λαϊκισμό εξίσου ζωντανές όπως παλαιότερα;
«Σίγουρα. Το προτέρημα του δεξιού λαϊκισμού είναι ότι μπορεί να εκμεταλλεύεται τα άγχη, τις ανασφάλειες και τις απογοητεύσεις των πολιτών, να τις δηλητηριάζει ιδεολογικά και να τις μετατρέπει κατόπιν σε επιθετικές προκαταλήψεις. Οποιος το καταλάβει αυτό ξεφεύγει από την παγίδα των λαϊκιστών, όποιος δεν το καταλάβει μένει φυλακισμένος σε αυτήν. Ο λαϊκισμός θα επικρατήσει μόνο αν ο αριθμός των παγιδευμένων υπερτερήσει εκείνου που απομακρύνθηκαν εγκαίρως από την παγίδα».
Η Ανγκελα Μέρκελ απέδωσε πρόσφατα την άνοδο του λαϊκισμού στην παγκοσμιοποίηση και στις συναφείς μαζικές απολύσεις ή επισφάλειες στον τομέα της εργασίας. Εξηγεί έτσι πλήρως το φαινόμενο;
«Οχι, μόνο το μισό. Το άλλο μισό είναι το δηλητήριο που μεταδίδουν οι λαϊκιστές στα μυαλά των πολιτών με προπαγανδιστικά μέσα. Τα δύο αυτά πράγματα πάνε μαζί, διαφορετικά δεν μπορεί να γίνει το φαινόμενο επαρκώς κατανοητό».

Αντιμετωπίζει η κυβέρνηση Χριστιανοδημοκρατών-Σοσιαλδημοκρατών με τον πρέποντα τρόπο τον λαϊκισμό;
«Οχι επαρκώς. Θα πρέπει να καταπολεμήσουν τις αιτίες του δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας και δίνοντας περισσότερη κοινωνική ασφάλεια στους πολίτες. Παράλληλα πρέπει να ευαισθητοποιήσουν την κοινή γνώμη με διαφωτιστικές καμπάνιες εναντίον των συνθημάτων των λαϊκιστών».
Θα αντέξει η καγκελάριος τις επιθέσεις των λαϊκιστών στις επόμενες ομοσπονδιακές εκλογές;
«Αυτό δεν είναι ξεκάθαρο. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι είναι ακόμα ελκυστική για το δεξιό-φιλελεύθερο στρατόπεδο. Γεγονός είναι ότι, ανεξάρτητα από το αν συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς με τα μέσα που χρησιμοποίησε, κατόρθωσε να ανακτήσει εκ νέου τον έλεγχο στο Προσφυγικό –κάτι που εμφανίζεται στην κοινή γνώμη ως απόδειξη αποτελεσματικής πολιτικής. Από την άλλη, αδυνατεί να διασκεδάσει, πολιτικά και ψυχολογικά, τους φόβους των πολιτών που προκαλεί η παγκοσμιοποίηση, πόσω μάλλον όταν λέει ότι θέλει να μπει επικεφαλής της. Και αυτό ίσως το πληρώσει με την απώλεια πολλών ψήφων».
Πρέπει η Μέρκελ να επανεφεύρει τον εαυτό της, όπως ζητά η εφημερίδα «Die Zeit», για να κερδίσει τις επόμενες εκλογές;
«Η Μέρκελ παίζει πάντα τον ίδιο ρόλο. Σπανίως αλλάζει εαυτή ή μάλλον πολιτική. Για αυτό και θα έχει δυσκολίες στον ερχόμενο προεκλογικό αγώνα».

Εχει ξεπεράσει ήδη το ζενίθ της ή ισχύει και για αυτήν το γνωμικό: «Οι θεωρούμενοι ως νεκροί είναι τελικά πιο μακρόβιοι»;
«Το γεγονός ότι δεν ανατράπηκε στο κόμμα της στην πρώτη φάση του Προσφυγικού, όταν εφάρμοσε την «κουλτούρα του καλωσορίσματος» των προσφύγων, της έχει δώσει καινούργια περιθώρια ασφάλειας. Δεν νομίζω ότι θα βγει από την τρέχουσα φάση του Προσφυγικού πολιτικά νεκρή».
Μπορεί να προσφέρει στη χώρα της κάτι καινούργιο, όπως είπε η ίδια κατά την ανακοίνωση της νέας υποψηφιότητας της για την καγκελαρία;
«Οχι. Κάτι πραγματικά νέο και ελκυστικό δεν έχει στο πρόγραμμά της. Αμφιβάλλω αν θα παρουσιάσει κάτι τέτοιο έως τις εκλογές».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ