Θεωρώ ότι είναι αδύνατη μια ρεαλιστική αποτίμηση των στοχεύσεων της Αγκυρας, σε σχέση με την αμφισβήτηση της συνθήκης της Λωζάννης, χωρίς την πλαισίωσή τους από το εσωτερικό πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον της Τουρκίας, αλλά και τη διεθνή πολιτική σκηνή.
Τέσσερις μήνες μετά τα γεγονότα του Ιουλίου, το ΑΚΡ δεν έχει καταφέρει να αναδειχθεί εκ νέου σε παράγοντα εσωτερικής σταθερότητας και ευημερίας. Το αντίθετο: πολλοί αναλυτές επισημαίνουν το συναίσθημα ανασφάλειας και αβεβαιότητας για το μέλλον που βιώνει μεγάλο μέρος των τούρκων πολιτών. Η ανασφάλεια αυτή είναι εύλογη. Τα οικονομικά προβλήματα συσσωρεύονται, η τουρκική λίρα υποτιμάται συνεχώς, με αποκορύφωμα την τελευταία περίοδο μετά τη σύλληψη των βουλευτών του HDP. Η κατάσταση αυτή υποχρέωσε την Τουρκική Κεντρική Τράπεζα να αυξήσει τα επιτόκια δανεισμού για πρώτη φορά μέσα σε τρία χρόνια, πράγμα που αναμένεται να επιδεινώσει το ήδη προβληματικό για τις επενδύσεις κλίμα. Το γεγονός αυτό έρχεται να προστεθεί στην υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας από τους οίκους Moody’s και Standard&Poor’s. Η πολιτική αστάθεια είχε ως αποτέλεσμα την πτώση των ξένων επενδύσεων το πρώτο εξάμηνο του 2016 κατά 54% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο της περυσινής χρονιάς, σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών, ενώ αναμένεται περαιτέρω πτώση για το δεύτερο εξάμηνο. Ετσι η κυβέρνηση υποχρεώθηκε να εισάγει νέα οικονομικά πακέτα προσδοκώντας να ενθαρρύνει τις εγχώριες επενδύσεις. Αναμενόμενη υπήρξε και η αύξηση της ανεργίας που, σύμφωνα με την Τουρκική Στατιστική Υπηρεσία, έφτασε το 11,3 % τον Αύγουστο της φετινής χρονιάς (από 10,10% τον αντίστοιχο μήνα του 2015), αγγίζοντας το 19,9% στις ηλικίες 15-24 ετών. Σε κάτι τέτοιο ασφαλώς συνέβαλε και η αναγκαστική εσωτερική μετανάστευση στα αστικά κέντρα από τις κατεστραμμένες κουρδικές περιοχές της ΝΑ Τουρκίας. Τους δείκτες της ανεργίας αναμένεται να επιδεινώσουν οι αθρόες απολύσεις στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, μέρος των μετα-πραξικοπηματικών εκκαθαρίσεων. Το «τουρκικό οικονομικό θαύμα» λοιπόν, βασικό συστατικό του κυβερνητικού success story των τελευταίων ετών, φαίνεται ότι ανήκει στο παρελθόν.
Κλονισμένη νομιμοποίηση
Τα οικονομικά προβλήματα και η απουσία προοπτικής ειρήνευσης στο κουρδικό μέτωπο σε συνδυασμό με τον επιδεινούμενο κρατικό αυταρχισμό κλονίζουν τη νομιμοποίηση της κυβερνητικής πολιτικής. Ετσι το συναινετικό κλίμα απέναντι στο ΑΚΡ που διαμορφώθηκε μετά τα γεγονότα του Ιουλίου δύσκολα διακρίνεται πλέον. Το κεμαλικό CHP ασκεί έντονη κριτική στην κυβερνητική πολιτική, ενώ αρκετοί στο εσωτερικό του κατηγορούν τον επικεφαλής του Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου για ενδοτικότητα απέναντι στο κυβερνών κόμμα. Κάποιοι βουλευτές του μάλιστα εντάχθηκαν στο αριστερό Birleşik Haziran Hareketi (Ενωμένο Κίνημα του Ιουνίου), κίνημα για τις πολιτικές ελευθερίες, την κοινωνική δικαιοσύνη και την κοσμικότητα. Το CHP αντέδρασε έντονα στις κυρώσεις κατά της εφημερίδας «Cumhuriyet» και στη σύλληψη βουλευτών του HDP, κάνοντας λόγο για «πραξικόπημα του σαράι». Αλλά και με το ακροδεξιό ΜΗΡ, τον στενότερο σύμμαχο της κυβέρνησης, παρά την πρόσφατη επίτευξη συμφωνίας για τη μετάβαση στο προεδρικό σύστημα, η συνεργασία είναι στρωμένη με αγκάθια, τη στιγμή που το κόμμα αυτό θα επιχειρήσει να αποκομίσει όσο το δυνατόν περισσότερες εγγυήσεις και οφέλη για το ίδιο, τα οποία δεν είναι βέβαιο ότι θα συνάδουν πάντα με τους στόχους του ΑΚΡ.
Ετσι οι αντικυβερνητικές φωνές πληθαίνουν συνεχώς στον Τύπο. Πουθενά, ωστόσο, δεν φάνηκε με τόση ένταση η αντίθεση στην κυβερνητική πολιτική από ό,τι στο τελευταίο νομοσχέδιο που υπέβαλε το ΑΚΡ περί πρόωρων γάμων, το οποίο ουσιαστικά νομιμοποιούσε τους παιδικούς βιασμούς σε περίπτωση που ο δράστης παντρευτεί το θύμα. Το νομοσχέδιο αυτό ξεσήκωσε γενική κατακραυγή σε ολόκληρη την τουρκική επικράτεια. Αντιτάχθηκαν σε αυτό όχι μόνο τα κόμματα της αντιπολίτευσης και οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, αλλά και προσωπικότητες του πολιτικού Ισλάμ, γυναίκες βουλευτές του ΑΚΡ, ακόμη και ΜΚΟ όπως η KADEM, αντιπρόεδρος της οποίας είναι η κόρη του προέδρου Ερντογάν Σουμεγιέ. Ετσι, εν μέσω ρηγμάτων στο ίδιο το κυβερνητικό στρατόπεδο, το επίμαχο νομοσχέδιο αποσύρθηκε.
Ολα αυτά σίγουρα σκιαγραφούν μια εικόνα του κυβερνώντος κόμματος που απέχει από εκείνη του απόλυτου κυρίαρχου του πολιτικού σκηνικού, η οποία συχνά παρουσιάζεται στα ΜΜΕ. Οι αμφισβητήσεις της Συνθήκης της Λωζάννης αποτελούν λοιπόν ένα αντιστάθμισμα στα αδιέξοδα της εσωτερικής πολιτικής του ΑΚΡ, αποτέλεσμα της ανάγκης επισφράγισης της συμμαχίας με το πιο συντηρητικά, εθνικιστικά στοιχεία, τη στιγμή που οι πολιτικές και κοινωνικές του συμμαχίες κλυδωνίζονται επικίνδυνα.
Ανασφάλεια από το εξωτερικό
Αλλά και η ρευστότητα στο διεθνές σκηνικό καθόλου δεν διευκολύνει τη θέση του Ερντογάν. Παρά τη μέχρι στιγμής επιτυχία της επιχείρησης «ασπίδα του Ευφράτη», η τουρκική παρουσία έξω από τη Μοσούλη πιστεύω ότι εξυπηρετεί περισσότερο αμυντικούς στόχους: την ενίσχυση της πολιτικής επιρροής της Τουρκίας στους εκεί σουνιτικούς πληθυσμούς και την εξασφάλιση μιας θέσης στο μελλοντικό τραπέζι των διαπραγματεύσεων για τη διάδοχη κατάσταση στην περιοχή, κυρίως δηλαδή την αποτροπή του ενδεχόμενου ίδρυσης κουρδικού κράτους. Η ανασφάλεια του Ερντογάν ενισχύεται τη στιγμή που η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ καθιστά αβέβαιη τη μελλοντική πολιτική των ΗΠΑ στο Κουρδικό. Από την άλλη πλευρά, η προσέγγιση με τη Ρωσία που ο νεοεκλεγείς πρόεδρος έχει εξαγγείλει επίσης αναμένεται να αδυνατίσει τον διαπραγματευτικό ρόλο της Τουρκίας. Επιπλέον, οι εξελίξεις στο εσωτερικό της τελευταίας θέτουν εν αμφιβόλω τον ρόλο της ως γέφυρας μεταξύ ισλαμικού κόσμου και Δύσης, στον οποίο όφειλε μεγάλο μέρος του διεθνούς κύρους της την προηγούμενη περίοδο. Η πρόταση του παγώματος των ενταξιακών διαπραγματεύσεων από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και η επίθεση σε τουρκικές δυνάμεις στη Βόρεια Συρία, η πρώτη μετά την έναρξη της «ασπίδας του Ευφράτη», είναι ενδεικτικά του αβέβαιου αυτού κλίματος.
Οι αμφισβητήσεις της Συνθήκης της Λωζάννης θα μπορούσαν έτσι να γίνουν αντιληπτές ως άμυνα απέναντι σε μια συγκυρία κάθε άλλο παρά ευνοϊκή για τους τουρκικούς κυβερνητικούς σχεδιασμούς. Δεν αναμένεται λοιπόν να εγκαταλειφθούν άμεσα, αλλά μάλλον να ενισχυθούν.
Η κυρία Εφη Κάννερ είναι επίκουρη καθηγήτρια Τουρκικής Ιστορίας στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ