Τώρα που ο κόμπος έφτασε στο χτένι, ας πούμε τα πράγματα με το όνομά τους.
Αν οι δανειστές πιστεύουν ότι η ελληνική οικονομία μπορεί να συνεχίσει και μετά το 2018, δηλαδή το 2019, το 2020, το 2021, το 2022, το 2023 κ.ο.κ., να παράγει πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ, τότε είναι βέβαιο ότι το πρόγραμμα θα αποτύχει, οι αγορές θα το πετάξουν στα σκουπίδια και πολύ σύντομα η χώρα, παρά τα τρία μνημόνια και τις θυσίες εφτά χρόνων, θα «σκάσει».
Αυτή την πραγματικότητα περιγράφουν οι βασικοί διαπραγματευτές της δεύτερης αξιολόγησης, μια παγίδα που είχε επισημάνει έγκαιρα ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας. Το κυριότερο όμως είναι ότι τη θέση αυτή υποστηρίζουν και ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κυριάκος Μητσοτάκης.
Και όπως έχουν πει σε όλους τους τόνους, μετά το 2018 η ελληνική οικονομία, με την ελπίδα ότι θα έχει επιστρέψει στην ανάπτυξη, μπορεί να παράγει πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 1,5%, το πολύ 2% του ΑΕΠ, κάθε χρόνο. Τίποτε περισσότερο.
Είναι η πρώτη ίσως φορά που τα τελευταία δύο χρόνια υπάρχει μια μίνιμουμ συμφωνία κυβέρνησης – αντιπολίτευσης για ένα θεμελιώδες ζήτημα που μπορεί να οδηγήσει με ασφάλεια σε μια πορεία που θα βγάζει τη χώρα οριστικά από την κρίση.
Ομως, οι ίδιοι αυτοί θεσμικοί και πολιτικοί παράγοντες πρέπει να αντιληφθούν έγκαιρα, αν όχι «εδώ και τώρα», ότι όσο συνεχίζουν τη στείρα και γελοία πολιτική αντιπαράθεση γύρω από τα μέτρα που θα σφραγίσουν τη δεύτερη αξιολόγηση, τόσο εκχωρούν στους δανειστές το δικαίωμα να αποφασίσουν στο τέλος αυτοί για εμάς, καθιστώντας επί της ουσίας ομήρους των εξελίξεων τόσο την κυβέρνηση όσο και την αξιωματική αντιπολίτευση.
Αλλωστε, αυτό το έχουμε ξαναζήσει τουλάχιστον δύο φορές στο πρόσφατο παρελθόν. Κατόπιν τούτων και επειδή στην οικονομία δεν υπάρχουν οι μαγικές λύσεις αλλά μόνο δοκιμασμένες λύσεις, καλό θα ήταν για τους ίδιους και τη χώρα να συμπλεύσουν σε μέτρα και ήπιες πολιτικές στον χώρο των εργασιακών αλλαγών και της δημοσιονομικής σταθερότητας για τα επόμενα χρόνια και να στηρίξουν από κοινού το ελληνικό αίτημα για τη σταθεροποίηση του χρέους και την ελάφρυνση των όρων αποπληρωμής του για τις επόμενες δεκαετίες.
Ας ξεχάσουν για πρώτη φορά και για λίγους μήνες τις καρέκλες.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ