Υπάρχει ωστόσο κάτι, σχεδιάζοντας βδομάδα τη βδομάδα το κείμενο στο «Βήμα», κάτι τι με τη σημασιολογική ενοχή μιας γλώσσας που ντρέπεται, γιατί δεν μπορεί όλα να τα πει και οικτίρει όσους νομίζουν πως τα λένε όλα.
Υπάρχει η ποίηση, που σε καμιά θεωρία της αλήθειας δεν θα υποταχθεί, διότι η ίδια έχει μια ειδική τιμή αλήθειας. Δεν θα ήθελα να την ονομάσω συγκίνηση. Συνήθως είναι –από ό,τι κατάλαβα –ένας συμβιβασμός με την πραγματικότητα και με τους άναρχους συνειρμούς που τρέχουν.
Και αδιαφορώ για το ερώτημα των ειδικών: «Πώς τα πηγαίνει άραγε η αλήθεια σε αυτό το ετερόκλητο συνονθύλευμα;»
Προτρέπω μάλιστα τον αναγνώστη να μην ενδιαφερθεί για το τι θα ήθελε ή τι δεν μπορεί να πει ένας αδύναμος γραφιάς. Διότι αυτό που λέει βδομάδα τη βδομάδα δεν είναι παρά τα σημασιολογικά σύστοιχα των λέξεών του, αφού γνωρίζει –από τον Ράσελ –πως κάθε γλωσσική πρόταση με νόημα, αληθής ή ψευδής, εκφράζει μια πρόταση. Που σημαίνει πως αν η αντιστοιχία προς μια πρόταση καθιστά αληθή μια γλωσσική πρόταση τότε κάθε γλωσσική πρόταση είναι αληθής. Αυτήν την αντιστοιχία αναζητώ και την προτείνω σε όσους περηφανεύονται πως δεν μας δουλεύουν. Πιστεύω μάλιστα πως τόσο οι αλήθειες τους όσο και τα ψέματά τους στις αφηγήσεις τους (είτε είναι άρθρα, είτε εκπομπές, είτε ανακοινώσεις στη Βουλή) κανέναν νοήμονα δεν αφορούν. Αυτούς, αν θα έπρεπε να τους χαρακτηρίσω, θα τους ονόμαζα αμετανόητους –όπου το «ανόητος» υποβόσκει στην ονομασία που τους αποδίδω, με τη βοήθεια μιας παρένθεσης: α(μετα)νόητοι.
Κανείς δεν πρέπει να ξεχνά, μας υπενθυμίζει ο Ντόναλντ Ντέιβιντσον, πως εάν η γλώσσα «είναι το εργαλείο που είναι ακριβώς», αυτό συμβαίνει διότι «η ίδια έκφραση με τα ίδια σημασιολογικά χαρακτηριστικά (νόημα) αμετάβλητα μπορεί να υπηρετεί αναρίθμητους σκοπούς». Παράδειγμα: τι κομίζει στην πολιτική και τη δημοσιογραφία η τελευταία σημείωση από το «Νυχτολόγιο» του 1978 του ποιητή Τάκη Σινόπουλου που παραθέτω:
«Είναι αυτές οι ακόμα γερά θεμελιωμένες απάνθρωπες κοινωνικές δομές. Είναι αυτή η σύγχρονη πολιτική πραγματικότητα, πάντοτε η ίδια –υπόσχεση, όραμα, φενακισμός. Μέσα σ’ αυτές λοιπόν τις ουσιαστικά αμετακίνητες, τις τερατώδεις φόρμες που δεν έχουν όνομα, άτομα όπως εσύ, όπως εγώ, πουθενά, έξοδος καμία δεν υπάρχει. Ή μας πνίγουν ή αλλοτριωνόμαστε, περπατάμε στους δρόμους γελοίοι, φωνάζοντας, παραμιλώντας. Ολοι οι άλλοι αν κάτι καταλάβουν κάποτε, φοβούνται, τρέμουν, εξακολουθούν να συντηρούν, να προστατεύουν το σύστημα, μερικοί βολεύονται περίφημα. Θέλω να ειπώ γι’ αυτούς εδώ, αυτόν τον σιχαμερό ανθρώπινο πολτό, που ζει με μικροαντιδράσεις, όπως οι αμοιβάδες, που κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε στιγμή, τον τσαλαπατάνε αδίστακτα (…). Ή ξαφνικά, κάπου, κάποτε, ένας απ’ αυτούς, μέρα μεσημέρι, χωρίς καταφανείς αιτίες, σκοτώνει τη γυναίκα του, τα τρία τέσσερα παιδιά του, τον γείτονα, τον άγνωστο που τυχαία περνάει στον δρόμο. Υστερα τινάζει τα μυαλά του στον αέρα».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ