Ενώ το Brexit εξέπληξε τις αγορές τον Ιούνιο και ο Ντόναλντ Τραμπ συγκλόνισε τους επενδυτές τον Νοέμβριο, το ιταλικό δημοψήφισμα της 4ης Δεκεμβρίου, μία ημέρα δηλαδή πριν από το κρίσιμο για την Ελλάδα Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου, θα μπορούσε, σύμφωνα με τους αναλυτές, να ανοίξει τον ασκό του Αιόλου στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα, την ώρα που η άνοδος του λαϊκισμού στη Γηραιά Ηπειρο ρίχνει βαριά τη σκιά της στις κρίσιμες για την επόμενη χρονιά εκλογικές αναμετρήσεις, κυρίως σε Γαλλία και Γερμανία.
Με τις πιθανότητες επικράτησης του «όχι» στο ιταλικό δημοψήφισμα για τη συνταγματική μεταρρύθμιση να εκτιμώνται εξάλλου σήμερα στο 60%, σύμφωνα με την Deutsche Bank, οι πολιτικές προεκτάσεις του αποτελέσματος αποτελούν για την HSBC έναν ευρύτερο δείκτη υποστήριξης του ευρωπαϊκού σχεδίου, την ώρα που η αποκαλούμενη και ως «αντισυστημική ψήφος» κερδίζει έδαφος και στην Ευρώπη.
Το Brexit ήταν μια εμφανής εκδήλωση της «πολιτικής της οργής», όπως το χαρακτηρίζει η Barclays, σημειώνοντας πως το πολιτικό κέντρο υποχωρεί στις προηγμένες οικονομίες, ενώ και η Credit Suisse παρατηρεί ότι η συνεχιζόμενη συρρίκνωση του φιλοευρωπαϊκού πολιτικού κέντρου καθιστά πιο δύσκολη τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Καθώς για την Berenberg Bank η δυνητική εμφάνιση πολιτικής κρίσης στην Ιταλία αποτελεί τον σημαντικό πολιτικό κίνδυνο για την Ευρώπη, τα ιταλικά ομόλογα και οι μετοχές δέχτηκαν πιέσεις.
Για τη Citigroup πάντως μπορεί οι δημοσκοπήσεις να δείχνουν νίκη του «όχι» με 5% ως 7% διαφορά, το θέμα είναι όμως ποιος θα μπορούσε να πειστεί πως είναι αξιόπιστες. Σε κάθε περίπτωση, εκτιμά πως το ενδεχόμενο ταχύτερης προσφυγής στην κάλπη που θα μπορούσε να οδηγήσει σε πολιτική κρίση θεωρείται ότι θα εξαρτηθεί από το εύρος της ήττας.
Πρόωρες εκλογές όμως θα μπορούσαν να αυξήσουν την επιρροή του Κινήματος των Πέντε Αστέρων του Μπέπε Γκρίλο, την ώρα που τα πολιτικά κόμματα που είτε απαιτούν δημοψήφισμα για την παραμονή της χώρας στο ευρώ, είτε δεν έχουν σαφή άποψη επί του θέματος, θα μπορούσαν να συγκεντρώνουν αθροιστικά περισσότερο από το 50% της λαϊκής υποστήριξης.
Οι μελέτες


Αν πάντως, όπως εκτιμούν ορισμένοι αναλυτές, το ρίσκο της επικράτησης του «όχι» στο ιταλικό δημοψήφισμα φαίνεται διαχειρίσιμο, αυτό δεν συμβαίνει σε περίπτωση ακραίων αποτελεσμάτων στις γερμανικές και γαλλικές εκλογές.
Αν η Μαρίν Λεπέν κερδίσει στις εκλογές του ερχόμενου Μαρτίου, ίσως τότε να σημάνει και το τέλος της Ευρώπης όπως την ξέρουμε. Σχετικές μελέτες της Credit Suisse και της Deutsche Bank θεωρούν πάντως πως κάτι τέτοιο είναι σήμερα τουλάχιστο αδύνατον και βλέπουν ότι στον δεύτερο γύρο θα επικρατήσει ο τελικός υποψήφιος της Κεντροδεξιάς. Από την άλλη πλευρά, τα δεδομένα δείχνουν, σύμφωνα με τη Citi, ότι η Μέρκελ θα είναι και πάλι η επόμενη καγκελάριος στη Γερμανία.
Αν ωστόσο το Εθνικό Μέτωπο και το Κίνημα των Πέντε Αστέρων έλθουν στην εξουσία και τηρήσουν την υπόσχεσή τους να θέσουν σε δημοψήφισμα τη συμμετοχή των χωρών τους στην ευρωζώνη, τότε ίσως αναγκαζόταν η Μέρκελ να αλλάξει την εκλογική της στρατηγική, από μια εκστρατεία που θα επικεντρώνεται στην ευρωπαϊκή ενοποίηση, σε μια που θα δίνει έμφαση σε έκτακτα σχέδια για την προστασία της θέσης της Γερμανίας σε μια Ευρώπη σε αποσύνθεση, παρατηρούσε το Stratfor.
Την ίδια ημέρα με το ιταλικό δημοψήφισμα, οι Αυστριακοί επιστρέφουν στις κάλπες για να εκλέξουν νέο πρόεδρο. Αν και η πραγματική δύναμη στην Αυστρία είναι η καγκελαρία, υπάρχει κίνδυνος ανόδου για πρώτη φορά μετά το 1945 ακροδεξιού πολιτικού, ενώ στην Ολλανδία το ευρωσκεπτικιστικό κόμμα PVV προβλέπεται ότι θα λάβει κοντά στις 30 έδρες της ολλανδικής Βουλής στις εκλογές της 15ης Μαρτίου 2017.
Παράλληλα, αναλυτές σημείωναν ότι παραμένει αναπάντητο το ερώτημα κατά πόσον η κυβέρνηση μειοψηφίας του Μαριάνο Ραχόι θα καταφέρει να ολοκληρώσει τη θητεία της. Από το Grexit, το Brexit, το Italexit και το Frexit, οι πολιτικές προκλήσεις στην Ευρώπη και ειδικά στη ζώνη του ευρώ δεν είναι πάντως κάτι καινούργιο, αφού παρατηρούνται από τη δημιουργία του κοινού νομίσματος.
Εκλογές Γερμανίας – Γαλλίας
Γιατί θα κερδίσει η Μέρκελ και θα χάσει η Λεπέν

Μετά την εξαγγελία της Ανγκελα Μέρκελ ότι θα είναι υποψήφια στις γερμανικές εκλογές για τετάρτη φορά, χωρίς να δώσει ωστόσο καμιά ένδειξη για το τι θα πράξει πέραν του 2021, το CDU, όπως παρατηρεί ηCitigroup, δεν θα χρειαστεί να βρει διάδοχο αμέσως, ο οποίος πιθανότατα να ήταν ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.
Για την αμερικανική τράπεζα η Μέρκελ συγκεντρώνει μεγάλες πιθανότητες να είναι η επόμενη καγκελάριος και θεωρεί εφικτή τη δημιουργία κυβερνητικού συνασπισμού με την ίδια επικεφαλής καθώς με βάση τις τρέχουσες δημοσκοπήσεις το ποσοστό του 50% το ξεπερνά ή ένας μεγάλος συνασπισμός με το SPD (Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας) ή ένας συνδυασμός του CDU (Χριστιανοδημοκρατική Ενωση) με τους Πράσινους και το FDP (Eλεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα).
Ο μοναδικός συνδυασμός χωρίς το CDU (Χριστιανοδημοκρατική Ενωση της Γερμανίας) και προφανώς τη Μέρκελ που θα μπορούσε να σχηματιστεί είναι η συμμαχία της αριστερής πτέρυγας, μετο SPD, τους Πράσινους και το Αριστερό Κόμμα.
Για την αμερικανική τράπεζα η συνέχιση του κεντρώου συνασπισμού υπό την καγκελαρία Μέρκελ αποτελεί το βασικό της σενάριο. Αυτό σημαίνει ότι προβλέπει και τη συνέχιση της γερμανικής πολιτικής στη Γηραιά Ηπειρο.
Οσον αφορά τις γαλλικές εκλογές, σε ανάλυσή της η Credit Suisse υπολόγισε ότι για να κερδίσει η Μαρίν Λεπέν θα πρέπει μεταξύ του α’ και του β’ γύρου των προεδρικών εκλογών με αντίπαλο τον νικητή των ενδοκομματικών εκλογών της Κεντροδεξιάς να μετατοπιστούν υπέρ της 8 εκατομμύρια ψηφοφόροι, κάτι που μοιάζει σήμερα τουλάχιστον απίθανο.
Πώς θα κινηθεί ο Μάριο Ντράγκι
Μετά την κρίση χρέους του 2012 στην ευρωζώνη, η ΕΚΤ υποσχέθηκε να κάνει «ό,τι χρειάζεται» για να κρατήσει την ευρωζώνη ενωμένη ανακοινώνοντας το πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων τον Ιανουάριο του 2015.
Αυτό, όπως σημειώνει η HSBC, περιόρισε τη μεταβλητότητα στην αγορά ομολόγων καθιστώντας όμως το ευρώ περισσότερο εκτεθειμένο στον πολιτικό κίνδυνο.
Το ευρώ εξάλλου (πέρα από τα ιταλικά κυβερνητικά ομόλογα και τις μετοχές) δέχεται πιέσεις το τελευταίο διάστημα, με τους αναλυτές να μην αποκλείουν ότι πλησιάζει η ώρα του αποκαλούμενου «parity» (1 ευρώ = 1 δολάριο), αν και για τους περισσότερους οικονομολόγους αυτό έχει να κάνει περισσότερο με το γεγονός ότι την ώρα που η Fed θα αυξάνει τα επιτόκια η ΕΚΤ θα προχωρήσει σε έναν ακόμη γύρο ποσοτικής χαλάρωσης, προσθέτοντας στο 1,7 τρισ. ευρώ άλλα 700 δισ. ευρώ (με μειώσεις σταδιακά των μηνιαίων αγορών) συνολικά στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων που λήγει τον ερχόμενο Μάρτιο.
Αν πάντως σύμφωνα με τη Citigroup, οι εξελίξεις με το ιταλικό δημοψήφισμα οδηγήσουν σε αστάθεια τις αγορές, ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι ίσως δεν ανακοινώσει, όπως αναμένεται, το σύνολο των παρεμβάσεών του στη συνεδρίαση της 8ης Δεκεμβρίου περιμένοντας μέχρι την επόμενη συνάντηση στις 19 Ιανουαρίου.
H Deutsche Bank από την πλευρά της αναμένει πως η ΕΚΤ θα ανακοινώσει την επέκταση του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης κατά 9-12 μήνες τον ερχόμενο Δεκέμβριο, αν και θεωρεί τώρα πως ο κίνδυνος, η επέκταση να είναι τελικά μικρότερη στους έξι μήνες, έχει πια αυξηθεί. Παράλληλα, η ευρωτράπεζα εξετάζει τρόπους για να δανείζει μεγαλύτερο μέρος από τον τεράστιο όγκο δημοσίου χρέους που κατέχει προκειμένου να αποτρέψει ένα «πάγωμα» στην αγορά βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης ύψους 5,5 τρισ. ευρώ, η οποία στηρίζει το χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Για την HSBC πάντως η πολιτική αναμένεται να γίνει σημαντικός οδηγός για την πορεία του ευρώ το επόμενο διάστημα ενώ η Deutsche Bank θεωρεί πως τα δεδομένα αποτελούν την «τέλεια καταιγίδα» που θα λειτουργήσει θετικά υπέρ της ισχυροποίησης του δολαρίου. Ετσι, η γερμανική τράπεζα προβλέπει πως η ισοτιμία του ευρώ με το δολάριο θα ταυτιστεί (1 ευρώ = 1 δολάριο) στο β’ τρίμηνο του 2017, για να υποχωρήσει ως το τέλος του έτους στο χαμηλό των 0,95 ευρώ.

Τα αίτια των προβλημάτων της ιταλικής οικονομίας
Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ το διάστημα 1999-2015 μειώθηκε 4%, έχοντας τη χειρότερη εικόνα στην ευρωζώνη
Η απόδοση της ιταλικής οικονομίας στα χρόνια του ευρώ προβληματίζει αναλυτές και επενδυτές και θεωρείται η βαθύτερη αιτία αμφισβήτησης της συμμετοχής της χώρας στην ευρωζώνη από σημαντική μερίδα του εκλογικού σώματος.

Σύμφωνα με στοιχεία της Deutsche Bank, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ιταλίας το διάστημα 1999-2015 μειώθηκε κατά 4% περίπου – η μόνη χώρα με μείωση στη ζώνη του ευρώ, ενώ ακολουθεί με οριακή άνοδο η Ελλάδα. Στον αντίποδα, αντίστοιχη αύξηση 22% σημείωσε η Γερμανία, με την Ιρλανδία να βρίσκεται στην κορυφή με αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ από το 1999 κατά 45%.

Αν ο Ματέο Ρέντσι χάσει στο επικείμενο δημοψήφισμα, η πολιτική αστάθεια θα μπορούσε να γίνει και πάλι η νέα νόρμα για την Ιταλία, και μάλιστα στη χειρότερη στιγμή για τη χώρα, εκτίμησε η Saxo Bank.

Πράγματι, μέχρι στιγμής το ζήτημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα δεν έχει επιλυθεί και φαίνεται ακόμη πιο πιθανό ότι η χώρα δεν θα πετύχει τους στόχους ανάπτυξης και μείωσης ελλείμματος το 2016 και το 2017.

Τα δάνεια
Συνολικά τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στον ιταλικό τραπεζικό κλάδο φτάνουν τα 400 δισ. ευρώ, ποσό το οποίο αντιστοιχεί στο 20% του ΑΕΠ της Ιταλίας. Ωστόσο, μόνο το 10% αυτού του ποσού ενέχει πραγματικό άμεσο κίνδυνο. Είναι μεν σε κρίσιμο επίπεδο, αλλά σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν άλυτο πρόβλημα.

Οι ιταλικές τράπεζες είναι το δέντρο που κρύβει το δάσος. Το κύριο πρόβλημα για την Ιταλία, σύμφωνα με τη Saxo Bank, είναι η έλλειψη οικονομικής ανάπτυξης, παρά τις διαρθρωτικές αλλαγές. Από την αρχή της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης η Ιταλία βυθίστηκε σε τριψήφια ύφεση.

Η χώρα ξεκίνησε, με δυσκολίες ομολογουμένως, να ορθοποδεί πέρυσι, αλλά το ΑΕΠ παραμένει 10% κάτω από τα προ κρίσης επίπεδα και δεν διαφαίνεται καμία πραγματική ελπίδα για βελτίωση διαρκείας βραχυ- και μεσο-πρόθεσμα. Αντιθέτως, η κατάσταση είναι χειρότερη απ’ όσο πιστεύουμε: τα τελευταία 15 χρόνια το ΑΕΠ σε σταθερές τιμές δεν έχει αυξηθεί ούτε καν απειροελάχιστα.

Μετράμε δηλαδή δεκαπέντε χρόνια μηδενικής ανάπτυξης.

Οι κύριοι παράγοντες ώθησης της ιταλικής οικονομίας σημειώνουν αρνητική πορεία. Ο περιβόητος «Made in Italy» κλάδος (με άλλα λόγια, ο βιομηχανικός τομέας), ο οποίος αντιστοιχεί στο 20% της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας, δείχνει ανησυχητικά σημάδια επιβράδυνσης.

Ο μεταποιητικός δείκτης PMI συρρικνώθηκε σε αρνητικά πρόσημα, γεγονός το οποίο υποδεικνύει ότι οι εταιρείες θα είναι μάλλον διστακτικές και δεν θα κάνουν επενδύσεις. Η χαμηλότερη καταναλωτική εμπιστοσύνη από την αρχή του έτους αποτελεί ακόμη ένα ισχυρό σημάδι ότι ο δρόμος προς την ανάκαμψη θα είναι μακρύς. Μέχρι στιγμής, μόνο οι εξαγωγές παραμένουν σε σταθερά επίπεδα.

Το δεύτερο τρίμηνο οι εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 2,4%, κυρίως λόγω της υψηλότερης ανταγωνιστικότητας του βιομηχανικού τομέα και, το κυριότερο όλων, της χαμηλότερης ισοτιμίας του ευρώ.

Υπό αυτές τις συνθήκες, ο κυβερνητικός στόχος ανάπτυξης 1,2% για εφέτος είναι απλώς ανέφικτος. Με τον ρυθμό ανάπτυξης στο τέλος του δεύτερου τριμήνου να είναι στο 0,7%, το ετήσιο ΑΕΠ θα φτάσει, στην καλύτερη των περιπτώσεων, το 0,8% το 2016, το οποίο είναι κοντά στα ποσοστά του ΑΕΠ του 2015.

Η αποτυχία του δημοψηφίσματος του Ρέντσι σίγουρα θα έβλαπτε περαιτέρω την οικονομία και θα ανέβαλλε τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Θα προκαλούσε αύξηση των spreads και της κερδοσκοπίας έναντι της ιταλικής αγοράς.

Ωστόσο είναι απίθανο η κρίση αυτή να διαρκούσε και να αποτελούσε πραγματική απειλή για την ευρωζώνη, εκτιμά η Saxo Bank, θεωρώντας πως αν κρινόταν απαραίτητο η ΕΚΤ θα μπορούσε να επέμβει με την ενεργοποίηση ενός νέου γύρου προγράμματος TLTRO ή ακόμη και να ενεργοποιήσει ένα πρόγραμμα αγοράς ομολόγων OMT.

Λόγω της παντοδυναμίας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, θεωρείται για την ώρα ότι είναι αδύνατο να δούμε μια κρίση διαρκείας στην ευρωπαϊκή αγορά κρατικών ομολόγων.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ