Οι υπερπροσφορές ανακοινώνονται και ισχύουν για λίγες μόλις ώρες. Η αδρεναλίνη σκαρφαλώνει στα ύψη και η επιθυμία μας για την απόκτηση του πολυπόθητου προϊόντος που μόλις έχει λάβει μεγάλη έκπτωση, είναι ικανή να μας τρελάνει. Φέτος για πρώτη φορά, η αμερικανικής προέλευσης «Μαύρη Παρασκευή» ή αλλιώς Black Friday ήρθε και στην «στραγγαλισμένη» ελληνική αγορά, κυρίως από αλυσίδες καταστημάτων, με αποτέλεσμα ο κόσμος να ξεχυθεί στους δρόμους από νωρίς το πρωί για να προλάβει τις ανταγωνιστικές τιμές, λίγες μόλις μέρες πριν τις γιορτές.
Πραγματικές προσφορές ή επιτυχές μάρκετινγκ;
Ιδιαίτερα στην περίπτωση των ηλεκτρονικών συσκευών, οι αναλυτές συμβουλεύουν τους καταναλωτές πέρα από την τιμή των προϊόντων σε προσφορά, να ελέγχουν πάντα την παλαιότητα των μοντέλων που έχουν βάλει στο… μάτι. Δεν είναι λίγες άλλωστε οι περιπτώσεις, όπου καταστήματα ξεπουλούν όσο-όσο ξεπερασμένα προϊόντα που απλά δεν λένε να φύγουν από τις αποθήκες τους, ενώ άλλα χρησιμοποιούν τους γνωστούς «κράχτες» που περιορίζονται σε λίγα μόλις κομμάτια.
Υπό την πίεση όμως, της μιας και μοναδικής ημέρας προσφορών και σε συνδυασμό με τις κατακόκκινες ταμπέλες που φωνάζουν 50%, δημιουργείται στον καταναλωτή μια ακατανίκητη «δίψα» για αγορά αντίστοιχη με τον εθισμό στο αλκοόλ και τις ναρκωτικές ουσίες, υπογραμμίζουν αμερικανοί επιστήμονες.
«Στην πραγματικότητα η απόφαση μιας αγοράς λαμβάνεται μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου, χωρίς ιδιαίτερη λογική» εξηγεί η δρ ΚεονΓιάνγκ Όου, από το Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, στο Μπάφαλο, η οποία ειδικεύεται στο νευρομάρκετινγκ – έναν ανερχόμενο τομέα μελέτης της καταναλωτικής συμπεριφοράς με τη βοήθεια των νευροεπιστημών.
«Όταν βγαίνουμε για ψώνια σε περιόδους υπερπροσφορών, συνήθως τείνουμε να αντιδρούμε αυθόρμητα με αποτέλεσμα να μην ζυγίζουμε το αποτέλεσμα των πράξεών μας ή να μελετούμε ιδιαίτερα την ποιότητα ή την παλαιότητα του προϊόντος σε προσφορά. Άρα οι περισσότερες αποφάσεις μας λαμβάνονται στιγμιαία» αναφέρει η ειδικός.
Σύμφωνα με την ίδια, στη θέα μιας δελεαστικής προσφοράς, αφήνουμε πίσω τον «μετρημένο» τρόπο σκέψης που ακολουθούμε συνήθως π.χ. στον χώρο εργασίας μας, ακριβώς επειδή πρόκειται περισσότερο για αποφάσεις με συναισθηματικό υπόβαθρο, οι οποίες λαμβάνονται υποσυνείδητα.
Το «κυνήγι» και ο εθισμός
«Την στιγμή που αποφασίζουμε να αγοράσουμε κάτι, αισθανόμαστε όμορφα και υπάρχει μια έξαψη θετικών συναισθημάτων. Όμως αργότερα, όπως ακριβώς συμβαίνει και στην περίπτωση του αλκοολισμού ή του εθισμού σε ναρκωτικές ουσίες, μας κατακλύζουν έντονα συναισθήματα ενοχής τα οποία δύσκολα μπορούμε να υπερνικήσουμε» αναφέρει από την πλευρά της η δρ Κιτ Γιάροου, ψυχολόγος με εξειδίκευση στις καταναλωτικές συμπεριφορές και ομότιμη καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Γκόντεν Γκέιτ, στο Σαν Φρανσίσκο. «Κάπως έτσι δημιουργείται ο καταναλωτικός εθισμός, καθώς μας γεννιέται η ανάγκη να βιώσουμε εκ νέου περισσότερη ικανοποίηση».
Υπάρχει βέβαια και η θεωρία του «κυνηγιού», πίσω από την ικανοποίηση που μας χαρίζουν τα ψώνια. Η είσοδος στο αγαπημένο μας κατάστημα, ακόμα και αν αυτό είναι διαδικτυακό, σύμφωνα με τους επιστήμονες σηματοδοτεί για τον οργανισμό μας την έκκριση μεγαλύτερων ποσοτήτων ντοπαμίνης – του νευροδιαβιβαστή που σχετίζεται με τα κέντρα ικανοποίησης και ανταμοιβής του εγκεφάλου.
«Τα ψώνια είναι σαν το κυνήγι του θησαυρού» υποστηρίζει ο Ντάρεν Μπρίτζερ, από την λονδρέζικη συμβουλευτική εταιρεία νευρομάρκετινγκ, Neurostrata. «Η φάση της αναζήτησης είναι από μόνη της μια διαδικασία που μας προσφέρει κίνητρο».
«Οι περισσότεροι καταναλωτές αποφασίζουν αν θα αγοράσουν κάτι ή όχι, μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου» τονίζει η δρ Όου. «Κατά τη διάρκεια του καταναλωτικού αυτού “ξεσπάσματος” η κορύφωση των εγκεφαλικών κυμάτων αποκαλύπτει το “συναισθηματικό δέσιμο” που μπορεί να έχει κάποιος με ένα συγκεκριμένο προϊόν».
Τις περισσότερες φορές, αυτές οι παρορμήσεις ενεργοποιούνται βάσει προηγούμενων εμπειριών π.χ. με συγκεκριμένες εταιρείες – γεγονός που κατά τους ειδικούς αποτελεί το μυστικό του αποτελεσματικού μάρκετινγκ –, ή μέσω του εντοπισμού πολυπόθητων προϊόντων που έχουν καταγραφεί στην λίστα των επιθυμιών μας. «Η όλη διαδικασία μάλιστα δεν ξεκινάει από την στιγμή που θα μπούμε σε ένα κατάστημα, αλλά ήδη από τη στιγμή θα γεννηθεί η ιδέα της πράξης μας. Άρα δεν διαφέρει και πολύ από την ιδέα ενός ποτού» προσθέτει η δρ Όου.
Ο φόβος ότι θα χάσουμε μια φοβερή προσφορά, μας βάζει κατά τους ειδικούς σε μια ανταγωνιστική διάθεση, γεγονός που δυσκολεύει τρομερά τον έλεγχο των παρορμητικών αγορών – ιδιαίτερα στην ιδέα ότι κάποιος άλλος μπορεί να την προλάβει αντί για εμάς. Στο εξωτερικό μάλιστα, κατά την περίοδο του Black Friday καταγράφονται αρκετά περιστατικά τσακωμών ή ακόμα και καυγάδων σε καταστήματα μεταξύ πελατών.
«Η αυθόρμητη υπερδιέγερση που παρατηρείται σε περιόδους εκπτώσεων, είχε σχεδιαστεί από τη φύση ώστε να μας προστατεύει από τις αρκούδες και όχι από άλλους καταναλωτές» λέει χαριτολογώντας η δρ Γιάροου. «Ο λόγος για τον οποίο η συγκεκριμένη αντίδραση είναι τόσο δυνατή και η επιθυμία πραγματικά ακατανίκητη, είναι γιατί δεν υποβάλλεται σε περαιτέρω ανάλυση από εμάς τους ίδιους».