Πάγια τακτική των ακροδεξιών κινημάτων είναι η καλλιέργεια φοβιών και η κατασκευή ανύπαρκτων εχθρών που απειλούν δήθεν τις ανθρώπινες κοινωνίες. Μια τέτοια τακτική βρίσκει πρόσφορο έδαφος σε λαούς που διέρχονται μια βαθιά κρίση (οικονομική, πολιτική, αξιακή κλπ).
Από τις αρχές του 20ου αιώνα η απειλή του κομμουνισμού υπήρξε η κύρια ιδεολογική βάση της ακροδεξιάς. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν ο φασισμός του Μουσολίνι που αναπτύχθηκε εξ αρχής ως μια έντονη «αντίδραση» στην απειλή του Ιταλικού μπολσεβικισμού. Αλλά και ο γερμανικός ναζισμός που υπήρξε, σε μεγάλο βαθμό, η απάντηση στην εμμονική ιδέα του Χίτλερ για τη δράση και επέκταση της «κομιντέρν» στην Ευρώπη. Με το ιδεολόγημα περί αντικομμουνισμού γιγαντώθηκαν προπολεμικά τα πάσης φύσεως φασιστοειδή κινήματα τα οποία τελικά οδήγησαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Την απειλή του κομμουνισμού ως ιδεολογική τους αφήγηση, την επικαλούνταν μεταπολεμικά κατά τη διάρκεια του «ψυχρού πολέμου» και τα δεξιά κόμματα. Ο κίνδυνος όμως του κομμουνισμού ήταν τότε υπαρκτός για τις δυτικές Δημοκρατίες, ενώ τα κόμματα αυτά δεν είχαν φασιστικά χαρακτηριστικά αλλά αντίθετα συγκροτούνταν από ελεύθερες πολιτικές δυνάμεις πιστές στα δημοκρατικά ιδεώδη και στις αρχές της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Μετά όμως την πτώση του «τείχους του Βερολίνου» και την έλευση της παγκοσμιοποίησης, το «φόβητρο» του κομμουνισμού εξέλιπε παντελώς. Παρόλα αυτά τα ακροδεξιά μορφώματα επιχειρούν να νεκραναστήσουν την αντικουμμουνιστική υστερία.
Το τραγελαφικό, ωστόσο, με τα κόμματα αυτά είναι πως παρά την κάθετη αντιμπολσεβικική τους συνθηματολογία, υιοθετούν μια οξεία ρητορική εναντίον του αστισμού και της παγκόσμιας ευρωπαϊκής τάξης πραγμάτων, ταυτιζόμενα έτσι με τις θέσεις των ακροαριστερών κομμάτων. Εύλογα λοιπόν πολλοί συγγραφείς τα χαρακτηρίζουν, ως «αντιαστικά», «εθνικομπολσεβικικά» και «δεξιά-μπολσεβικικά».
Ένας άλλος δήθεν «κίνδυνος» που επικαλείται η σημερινή ακροδεξιά είναι οι διογκούμενες τα τελευταία χρόνια προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές. Με μια μισάνθρωπη ρητορεία κατά των προσφύγων προβάλει μια ανθρωποφαγική, αλλά και ανυπόστατη, θεωρία η οποία θεωρεί ως αιτία της σημερινής συστημικής κρίσης τους μετανάστες και τους πρόσφυγες!!
Ωστόσο, το προσφυγικό πρόβλημα μπορεί (και πρέπει) να αντιμετωπιστεί με ανθρώπινες και δημοκρατικές μεθόδους. Χαρακτηριστικό ιστορικό παράδειγμα έχουμε εκείνο των ΗΠΑ -των πολλών λαών και φυλών, με υψηλό μάλιστα ποσοστό εγχρώμων- που επέλυσαν (συχνά όχι χωρίς υπερβολές και βαναυσότητες) το πολύ οξύτερο σε σχέση με το σημερινό ευρωπαϊκό μεταναστευτικό πρόβλημα με την πολιτική της πολιτιστικής και οικονομικής αφομοίωσης (melting pot). Η Ευρώπη αντίθετα εφαρμόζοντας τις αρχές τις πολυπολιτισμικότητας (δηλαδή του μωσαϊκού -mosaic) επέτρεψε στους πρόσφυγες και στους μετανάστες να διατηρήσουν το θρησκευτικό τους φανατισμό μ’ αποτέλεσμα να βρίσκονται σε συνεχείς τριβές με τους διαφορετικούς πολιτισμούς που κατοικούν από αιώνες στην καρδιά της Ευρώπης.
Η πολιτική του «μωσαϊκού», βέβαια, θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί κατ’ αρχήν ως προοδευτική, επειδή διατείνεται πως σέβεται τις αρχές της πολυπολιτισμικότητας, τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις αξίες του «άλλου», του «ξένου». Στην εφαρμογή της, όμως, συνέβαλε στη γκετοποίηση του μεγαλύτερου ποσοστού του μεταναστευτικού και προσφυγικού στοιχείου, κυρίως του ισλαμικού, το οποίο άλλωστε είναι ιδιαίτερα ανελαστικό και επιθετικό, όσον αφορά στα θρησκευτικά και πολιτισμικά του «πιστεύω». Η πολιτική αυτή όρθωσε υψηλά «διαχωριστικά τείχη» τα οποία οδήγησαν σε ένα βαθύ χάσμα μεταξύ των συμβιούντων πληθυσμών. Σταδιακά, μάλιστα ο διαχωρισμός αυτός επέβαλε στην πράξη δύο τρόπους ζωής: οι μεν ντόπιοι να μετέχουν σ’ όλα τα προνόμια του πολιτισμού και της κρατικής προστασίας, οι δε «επίλυδες» να βρίσκονται απομονωμένοι, φτωχοί και περιθωριοποιημένοι, και να αισθάνονται έντονη την κοινωνική αποξένωση και απόρριψη.
Η διαφορετική αυτή μεταχείριση άρχισε σιγά-σιγά να καλλιεργεί στους πρόσφυγες και μετανάστες ένα βαθύ μίσος κατά των φιλοξενούντων, τους οποίους θεωρούν υπεύθυνους της δυστυχίας τους. Ακόμα και οι ωφελημένοι μετανάστες δεύτερης και τρίτης γενιάς -που είναι ενταγμένοι στο δυτικό σύστημα και στον τρόπο ζωής του- δεν συγχωρούν σήμερα τις κακουχίες και τις ταπεινώσεις των προπατόρων τους (γονέων, παππούδων, κλπ) και την επί δεκαετίες περιθωριοποίησή τους.
Η αντι-ισλαμική εξάλλου ρητορική και οι επιθέσεις των ακροδεξιών μορφωμάτων κατά του Ισλάμ γενικά όξυνε και διεύρυνε τις αντιπαραθέσεις μεταξύ των συγκατοικούντων μ’ αποτέλεσμα να βιώνουμε σήμερα μια νέα σύγκρουση πολιτισμών: Χριστιανών και Μουσουλμάνων. Έτσι, η Ευρώπη του 21ου αιώνα κινδυνεύει να περιπέσει σε μια κατάσταση παρόμοια με εκείνη των μισαλλόδοξων θρησκευτικών πολέμων των Σκοτεινών Χρόνων.
Η σημερινή Ευρώπη χρειάζεται μια σωστή και ισορροπημένη μεταναστευτική πολιτική, η οποία θα σέβεται και θα εφαρμόζει τις ιδέες του Renan περί έθνους. Σύμφωνα με αυτές τις αρχές «πολίτης ενός έθνους καθίσταται εκείνος που έχει πραγματική βούληση να ενταχθεί σ’ αυτό». Το αξίωμα αυτό του Ρενάν συμπορεύεται και με την Ισοκράτεια ρήση πως πολίτης ενός έθνους είναι αυτός που «μετέχει στην παιδεία και στον πολιτισμό του».
Καλλιεργώντας λοιπόν στους λαούς την ανυπόστατη απειλή περί δήθεν απώλειας της εθνικής τους ταυτότητας, οι ακροδεξιοί εθνοκάπηλοι και διαπρύσιοι κήρυκες μιας δήθεν «φυλετικής καθαρότητας» των λαών προσέρχονται αυτόκλητα για να προστατεύσουν τάχα την πατρίδα από τον κίνδυνο του «ξένου αίματος». Η διαφύλαξη όμως της εθνικής ταυτότητας δεν προστατεύεται με τις ρατσιστικές μεθόδους της ακροδεξιάς. Ο πραγματικός εθνικισμός, που είναι στην ουσία εθνοτισμός και πατριωτισμός -αγάπη δηλαδή στην πατρίδα και όχι μίσος σε άλλους λαούς- δεν απεμπολεί τα δημοκρατικά και πανανθρώπινα ιδεώδη των λαών που κατακτήθηκαν με θυσίες από τον Διαφωτισμό μέχρι σήμερα. Αντίθετα σφυρηλατεί την ιδιοπροσωπεία και την ταυτότητα των λαών μέσα στο σημερινό παγκοσμιοποιημένο χωριό. Πετυχαίνει μάλιστα αυτό τον στόχο ειρηνικά και δημοκρατικά, χωρίς τις μισαλλόδοξες και ρατσιστικές πρακτικές των φασιστοειδών φαντασμάτων.