Επέστρεψε στη μικρή οθόνη έπειτα από μερικά χρόνια απουσίας. Ο λόγος ήταν η πρόταση του Λευτέρη Παπαπέτρου να πρωταγωνιστήσει στη νέα σειρά του ΑΝΤ1 «Στο καλό, γλυκιά μου συμπεθέρα». Την αποδέχτηκε, καθώς η σχέση τους είναι καρμική, και στην τηλεόραση αλλά και στο θέατρο. Επιπλέον, άλλο ένα κίνητρο ήταν το γεγονός ότι ξανασυναντήθηκε τηλεοπτικά και με τη Μαρία Καβογιάννη, με την οποία είχαν να συνεργαστούν από την εποχή των «Εγκλημάτων». Εξαιρώντας την τεράστια ταλαιπωρία που υφίσταται το τελευταίο διάστημα με τα φορολογικά και το παράλογο των δημόσιων υπηρεσιών και του κράτους, ο Χρήστος Χατζηπαναγιώτης είναι στην καλύτερή του φάση, και στο θέατρο και στην τηλεόραση και στη ζωή.
Επιστρέψατε τηλεοπτικά; Τι σας έπεισε;
«Είμαι πολύ χαρούμενος που κάνω αυτή τη δουλειά και που επιστρέφω στην τηλεόραση. Εχουμε ένα σενάριο μαγικό στα χέρια μας, με μια ιστορία η οποία ξεκινάει μία ημέρα πριν από τα capital controls και τελειώνει την ημέρα του δημοψηφίσματος».
Ουσιαστικά διαδραματίζεται την περίοδο της «κόλασης» για τη χώρα…
«Ακριβώς. Είναι ένα παζλ της ελληνικής κοινωνίας και της τρέλας που ζήσαμε τότε –τα απόνερά της τα ζούμε ακόμα –με μαγικό τρόπο. Ο Παπαπέτρου έχει κάνει μια καταγραφή βαθιά πολιτική και πολύ αστεία ταυτόχρονα. Εχει εμβαθύνει πολύ, είναι ένα αριστουργηματικό σενάριο. Συζητούσαμε με τη Μαρία Καβογιάννη στα γυρίσματα ότι από τα «Εγκλήματα» έχουμε να γελάσουμε διαβάζοντας απλώς ένα σενάριο. Πιστεύω ότι θα πάει καλά, αν και τελικά καλύτερα να αφήνουμε το κοινό να αποφασίζει».
Μπορεί να προκύψει γέλιο μέσα από μια τόσο τραγική περίοδο, της οποίας είναι πολύ έντονες ακόμη οι μνήμες;
«Φυσικά και μπορεί, και μάλιστα τρομερό γέλιο».
Η σχέση σας με τον Λευτέρη Παπαπέτρου είναι καρμική. Γιατί επιμένετε σε αυτή τη συνεργασία τόσο πολύ;
«Εχετε δίκιο. Συναντηθήκαμε το 1995 και έκτοτε οι δρόμοι μας είναι κοινοί. Με οδήγησε σε σπουδαία πράγματα και είμαι ευγνώμων για αυτή τη συνάντηση. Εγώ πιστεύω ότι είναι μακράν ο καλύτερος σεναριογράφος που υπάρχει στην Ελλάδα. Σπουδαίος τεχνίτης της γλώσσας και της καταγραφής χαρακτήρων και ένα πολύ σπουδαίο πλάσμα».
Ξανασυναντηθήκατε και με τη Μαρία Καβογιάννη.
«Είναι σημαντικό, γιατί ξαναβρισκόμαστε και έχουμε αλλάξει, έχουμε μεγαλώσει, οπότε έχουμε διαφορετικά πράγματα να πούμε. Το πιο σημαντικό πράγμα είναι η ενέργεια που έχει ένας ηθοποιός. Οταν λοιπόν βρίσκεσαι με ανθρώπους που εκτιμάς τόσο πολύ, η ενέργεια της σκηνής λάμπει. Αυτή είναι μια εξαιρετική βάση για τη συνέχεια».
Η τηλεοπτική κρίση είναι οικονομική;
«Οχι βέβαια. Ολη η κρίση δεν είναι οικονομική. Είναι κρίση ιδεών, ιδεολογιών, ηθική, απόψεων, εντιμότητας. Είναι ένα μεγάλο παζλ. Χτυπάς τα μυαλά σου στον αέρα με όλα αυτά που συμβαίνουν. Πληρώνουμε απίστευτους φόρους. Ο,τι είχαμε στην άκρη τέλειωσε… Το πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχει φως. Πού θα μας πάει αυτή η κατάσταση;».
Τι πήγε στραβά με την ελληνική τηλεόραση;
«Πολλά πήγαν στραβά για τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, για τον ρόλο τους και για το πώς μπορεί να λειτουργήσουν σε αυτό που λέμε δημοκρατία. Νομίζω ότι είναι πολύ περιπεπλεγμένο το θέμα. Δεν είμαι από αυτούς που ρίχνουν την ευθύνη μόνο στα ΜΜΕ. Πιστεύω ότι όλοι έχουμε βάλει το χεράκι μας».
Τι συναισθήματα σας προκαλεί η σημερινή εικόνα του Mega;
«Θλίψη. Πολλές φορές και εκνευρισμό. Θυμώνω να ακούω να βρίζουν το Mega με αυτόν τον τρόπο όταν όλοι ξέρουμε, και αυτοί που είμαστε μέσα σε αυτόν τον χώρο και οι θεατές, ότι το Mega ήταν σημείο αναφοράς για την τηλεόραση. Από άποψη αισθητικής, από άποψη θεμάτων, γενικότερα. Ολοι ήθελαν να δουλέψουν στο Mega. Αυτή είναι η αλήθεια. Τώρα, για όλα τα υπόλοιπα, ας μην ανοίξουμε αυτή την κουβέντα καλύτερα… Ούτε επιχειρηματικά ούτε πολιτικά μπορώ να μπω σε τέτοιες διαδικασίες και τέτοια κουβέντα».
Ποια είναι η διέξοδός σας;
«Η διέξοδός μου είναι η φύση. Είναι το μόνο πράγμα που μου δίνει πολύ μεγάλη χαρά. Φυσικά και η δουλειά μού δίνει χαρά. Αλλά αυτό που με αποφορτίζει και με γεμίζει ενέργεια είναι η φύση. Πηγαίνω στη Μεσσηνιακή Μάνη και στο σπίτι μου, στο Πλωμάρι Λέσβου, και ξεφεύγω. Οσο περνούν τα χρόνια, αυτό που προσπαθώ, και πιστεύω ότι τα έχω καταφέρει, είναι να κατακτώ τον χρόνο. Δεν είναι χάσιμο χρόνου να πηγαίνεις μια βόλτα στον Ταΰγετο, να κοιτάζεις τη θάλασσα, να εξερευνάς τη φύση. Αυτό λοιπόν πιστεύω, δεν με ενδιαφέρει ούτε να τον προσπεράσω αλλά ούτε και να τον σταματήσω».
«Είναι ένα μαύρο τοπίο μπροστά μας. Ποιος μπορεί να δει την επόμενη ημέρα όταν ζούμε όλα αυτά που ζούμε πλέον; Είναι αδιέξοδο. Το βλέπουμε και το βιώνουμε. Δεν ξέρω, δεν νομίζω ότι είναι μια στιγμή που μπορεί κάποιος να είναι αισιόδοξος. Η ζωή προχωράει και θα πρέπει να προσπεράσουμε τη μαυρίλα και να βρούμε το ξέφωτο».
Εσείς νιώθετε ότι επηρεάστηκε ο τρόπος ζωής και σκέψης σας σημαντικά λόγω αυτών που συμβαίνουν;
«Αλίμονο αν δεν άλλαζε. Εγώ γελάω πολλές φορές με όλους αυτούς τους politically correct και τους ψευτοπροοδευτικούς οι οποίοι λένε ότι θαυμάζουν τους ανθρώπους που δεν αλλάζουν. Είναι δυνατόν να θαυμάζεις ανθρώπους που περνούν τα χρόνια και δεν αλλάζουν; Αυτούς δηλαδή που μένουν σταθεροί στις απόψεις τους; Εγώ αυτό το θεωρώ ακραία συντηρητικό, το να περνά δηλαδή ο χρόνος και να μη σε αγγίζει».
Πώς σας φάνηκε η επίσκεψη Ομπάμα;
«Ο Ομπάμα είναι ένας πολύ φωτισμένος ηγέτης, ένας άνθρωπος με οράματα, ιδεολογίες, διαβασμένος, φωτεινός πολύ. Και μόνο για το βίντεο που ανήρτησε στον προσωπικό του λογαριασμό, αυτά τα 90 δευτερόλεπτα για την Ελλάδα και την Ακρόπολη, θα πρέπει να τον ευχαριστήσουμε πολύ».
Το φως δεν δείχνει πιο έντονα το σκοτάδι;
«Ε, βέβαια, ειδικά για εμάς που μείναμε με το χασμουρητό…».
Πριν από μερικές ημέρες σημειώθηκαν και πάλι επεισόδια με αφορμή την επέτειο του Πολυτεχνείου. Εσείς, που ήσαστε νέος τότε, πώς το εξηγείτε;
«Με αυτόν τον τρόπο την τιμούμε; Εγώ τότε ήμουν ενεργός πολίτης. Στο τέλος της εφηβείας μου, πήγαινα στο 1ο Γυμνάσιο στην Πλάκα, τα θυμάμαι όλα πολύ καλά λοιπόν. Η δική μου ερώτηση είναι: την τιμούμε; Και η απάντησή μου είναι: όχι. Εχουμε αφήσει αυτή την ημέρα έρμαιο στα χέρια ακραίων που με αφορμή αυτή τη σπουδαία στιγμή αντίστασης κατά της χούντας την έχουν κάνει κουρέλι».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ