Μάνος Ελευθερίου
Φαρμακείον εκστρατείας
Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2016,
σελ. 232, τιμή 13,30 ευρώ

Στο ακουστικό του τηλεφώνου, καθώς μιλούσαμε, έφθαναν μελωδίες του Ραχμάνινοφ. «Υπάρχει μια ανίατη νόσος. Την ξέρετε; Λέγεται γήρας» αναφώνησε κάπως περιπαικτικά ο 78χρονος Μάνος Ελευθερίου λίγο πριν συμφωνήσουμε να συναντηθούμε στο σπίτι του, μιαν ατμοσφαιρική κιβωτό του παρελθόντος, επωνύμων και ανωνύμων, έναν χώρο ζωσμένο από αναμνήσεις, προσωπικές και οικειοποιημένες.

Αφορμή στάθηκε η κυκλοφορία του νέου του βιβλίου υπό τον τίτλο «Φαρμακείον εκστρατείας» το οποίο ο εκδότης του χαρακτηρίζει «το πιο ποιητικό» από τα πεζά του κείμενα. «Εχω δύο πράγματα. Καφέ ελληνικό και γλυκό του κουταλιού, συριανό σταφύλι» είπε και μας προσέφερε εγκάρδια και τα δύο.
Τον ρωτήσαμε ποιος είναι ο κύριος στο εξώφυλλο. «Αγνωστος! Χωροφύλακας, υποθέτω. Ανάμεσα στ’ άλλα, είμαι και συλλέκτης εκατοντάδων φωτογραφιών. Τη συγκεκριμένη την είχα πάρει κάποτε απ’ το Μοναστηράκι. Μ’ άρεσε, έτσι ασπρόμαυρη, σαν καρτ ποστάλ. Είναι η πρωτότυπη. Το μόνο που ζήτησα ήταν να βάλουνε ροζ στο κορίτσι που διακρίνεται πάνω δεξιά στο παράθυρο –όποια σχέση κι αν έχει με τον άλλο. Αυτή πιθανότατα είναι που του ‘χει πλύνει το πουκάμισο, το έχει σιδερώσει και το έχει κολλάρει! Επρεπε να φαίνεται αυτή η λεπτομέρεια. Και ζήτησα, αν γίνεται, να φαίνεται και η γάτα στ’ αριστερά».

Συλλεκτική μανία


Πολύ κοντά στην πολυθρόνα όπου καθόταν, υπήρχαν κάποια δέματα. «Αυτά φεύγουν αύριο. Κάθε βδομάδα φεύγουν μερικά. Αδειάζει το σπίτι. Φεύγουν τα βιβλία και άλλα πράγματα που έχω μαζεμένα. Τα χειρόγραφα που έχω των πεθαμένων είναι σπάνια, μοναδικά, δεν βρίσκονται σήμερα. Εχω κι ένα σετ από 240 βιβλία, διαφόρων ειδών, Εκδόσεις Ερμουπόλεως, του 1932. Μέχρι στιγμής έχω δώσει 40.000 τίτλους στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Σύρου και 450 στο ιστορικό αρχείο, ό,τι έχει σχέση με τον Παλαμά και τον Καβάφη. Και τουλάχιστον 1.000 βιβλία στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Αστυπάλαιας».
Αραγε ο ίδιος έχει εντοπίσει πού βρίσκεται η ρίζα της συλλεκτικής του μανίας; «Τι να σας πω, είναι μια λύσσα να σου φεύγει το κεφάλι –και δεν σου φεύγει με τίποτα. Είχα συγκεντρώσει πάμπολλα χειρόγραφα συγγραφέων, είχα κάνει μάλιστα ενότητες, και είχα φτιάξει και μια τεράστια συλλογή με εκατοντάδες βιβλία ελληνικής ποίησης. Εφυγαν κι αυτά… Αλλά, κοιτάξτε, ένας άνθρωπος που αποχωρίζεται τον Παπαδιαμάντη είναι δυστυχισμένος… Τον έστειλα κι αυτόν στη Σύρο… Δηλαδή ο άνθρωπος αυτός έχει πάρει είδηση ακριβώς τι του συμβαίνει…».
Τότε σηκώθηκε ο Μάνος Ελευθερίου –παραμερίζοντας το μεγάλο αντίγραφο μιας φωτογραφίας του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου που φοράει φουστανέλα, κρατώντας σπαθί και λάβαρο –και έπιασε μιαν άλλη, ασπρόμαυρη, μεγεθυμένη και καδραρισμένη. «Αυτή εδώ έχει τραβηχτεί στη Μάρπησσα της Πάρου, είναι μια αναμνηστική των μαθητών. Για εμένα εδώ το punctum –που έλεγε ο Ρολάν Μπαρτ –είναι το παλικάρι και η κοπέλα, οι δάσκαλοι δηλαδή, αλλά κυρίως αυτό το κοριτσάκι, στην άκρη, που βγήκε με μισό πρόσωπο. Το λυπάμαι. Πώς ν’ αποδείξεις ότι είσαι εσύ με μισό πρόσωπο; Θα κάνω το κοριτσάκι παραμύθι, ένα μικρό βιβλίο».
Ιστορίες πραγματικές και επινοημένες
Για τον Μάνο Ελευθερίου τα αντικείμενα έχουν ψυχή και φέρουν ιστορίες, ιστορίες πραγματικές αλλά και επινοημένες. Στο σπίτι του –σε κάθε γωνιά κυριολεκτικά –έχει απλώσει την εξαίσια συλλογή με τα μελανοδοχεία του και «ιδού, ένα περίεργο, αυτό ήταν της Ελένης Παπαδάκη», της ηθοποιού που εκτελέστηκε τον Δεκέμβριο του 1944 και έγινε το επίκεντρο του μυθιστορήματός του «Η γυναίκα που πέθανε δύο φορές» (2006).
Βρισκόμασταν πλέον στο γραφείο του, στο δωμάτιο όπου εργάζεται. Αρχισε να ανασκαλεύει ενδεικτικά μαθητών δημοτικών σχολείων –από τα τέλη του 19ου αιώνα ως τη δεκαετία του 1950, είναι περίπου 1.000 –τα οποία μαζεύει εδώ και δεκαετίες. Και δίπλα σ’ αυτά, σχολικά τετράδια, ομαδικές φωτογραφίες από γυμναστικές επιδείξεις, ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς. «Είναι εντυπωσιακές. Ετούτη εδώ έχει πολύ ενδιαφέρον, είναι ντοκουμέντο. Εδώ είναι (με τον αδελφό του) ο Μενέλαος Θεοφανίδης που υπήρξε ένας σπουδαίος συνθέτης επιθεωρήσεων. Τον είχα δει πολλές φορές στο Θέατρο Βέμπο. Το γράφει από πίσω: ήταν μαθητές στο Πυθαγόρειο Γυμνάσιο της Σάμου, αρχές της δεκαετίας του 1920. Αυτό το είχα πάρει πριν από 20 χρόνια. Οταν πέθανε ο Μενέλαος τα πέταξαν όλα έξω. Πρέπει να ξέρετε ότι έτσι γίνεται…» υπογράμμισε ο Μάνος Ελευθερίου με μιαν αδιόρατη πικρία.
Κι ύστερα, για μια στιγμή, φωτίστηκε το βλέμμα του και άρχισε να βγάζει κάτι χαρτιά από τις ζελατίνες τους. «Αυτά είναι διαγωνίσματα του 1939, απ’ τη Σέριφο, ενός δημοτικού σχολείου. Προσέξτε, οι δάσκαλοι στις κόλλες των διαγωνισμάτων –οι οποίες πλέον τους ανήκαν, τις έπαιρναν στα σπίτια τους –έγραφαν από πίσω δικά τους πράγματα, άσχετα, για τη ζωή τους. Αυτές εδώ είναι έγχρωμες φωτοτυπίες, τα πρωτότυπα τα έχω αλλού» συνέχισε, με την ίδια προσοχή, όπως όταν θυμήθηκε λ.χ. τα χειρόγραφα της μετάφρασης του μυθιστορήματος «Γύρνα σπίτι άγγελέ μου» του Αμερικανού Τόμας Γουλφ, από τον Κοσμά Πολίτη. Και έπειτα άνοιξε τα συρτάρια του που είναι γεμάτα από τακτοποιημένα χαρτιά, δικά του. «Αν υπολογίσω τους στίχους που έχω εδώ και αυτούς που έχω δώσει σε συνθέτες αλλά δεν έχουν μελοποιηθεί ακόμα, νομίζω ότι φθάνω τα 300 τραγούδια», αριθμός ιλιγγιώδης για έναν άνθρωπο που ήδη έχει γράψει ορισμένα από τα πιο εμβληματικά και αγαπημένα τραγούδια της τελευταίας πεντηκονταετίας και δεν διστάζει να δώσει απλόχερα τους στίχους του σε νέους και άγνωστους συνθέτες.
Αν πάντως του πει κανείς ότι έγραψε «μεγάλους στίχους», εκείνος θα του αντιτείνει ότι έγραψε «καλούς στίχους». Το 2013 κυκλοφόρησε ο συγκεντρωτικός τόμος όλων αυτών των τραγουδιών υπό τον τίτλο «Τα λόγια και τα χρόνια», ένα βιβλίο που περιλαμβάνει όλους αυτούς τους «στίχους-ποιήματα» μιας αξιοζήλευτης πορείας. Ο ίδιος βέβαια έχει δημοσιεύσει και αυτόνομες ποιητικές συλλογές, όπως «Η πόρτα της Πηνελόπης» (2003).
«Επρεπε να γράψω ερωτικά τραγούδια»


Κύριε Ελευθερίου, τον ρωτήσαμε, γράφετε και τραγούδια και ποιήματα ή απλώς ποιήματα που τραγουδιούνται; Για εσάς υπάρχει διαφορά; «Ιδέαν δεν έχω. Ή μάλλον, δεν βλέπω καμία διαφορά. Ισως στη φόρμα, μπορείτε να το πείτε αυτό. Πάντως ορισμένα τα έγραψα για να τα επενδύσουν με μουσική. Και άλλα τα έγραψα για να μην τους βάλουν μουσική. Τώρα, αν το θέλουν, και σ’ αυτά τα τελευταία, ας βάλουν. Οποιος, εν πάση περιπτώσει, βρίσκει τους στίχους μου ποιητικούς είναι δικό του πρόβλημα, που λένε. Εγώ προτιμώ να λέω όχι, πως δεν είναι» αστειεύτηκε. Και συνέχισε στον ίδιο τόνο: «Η αποτυχία μου ως στιχουργού είναι ότι δεν έγραψα ερωτικά τραγούδια. Θα μπορούσα, είχα τη δυνατότητα, αλλά δεν το έκανα. Λάθος μεγάλο. Θα είχα εξασφαλίσει τουλάχιστον ένα μικρό σπιτάκι και δεν θα ζούσα στο ενοίκιο».
Δηλαδή, τι εννοεί, δεν υπάρχει ο έρωτας μέσα στα τραγούδια του; «Κάθε άλλο, όλα σκέτος έρωτας είναι» είπε ο Μάνος Ελευθερίου με μια ελεγχόμενη θεατρικότητα, διασκεδάζοντας με αυτή την αμφίσημη αντίφαση.

«Αποφάσισα να κάνω ό,τι εν τέλει έκανα. Εκεί με οδηγούσαν τα πράγματα»
. Τι ήταν αυτό; Η εποχή; Ο φόβος; «Δεν ξέρω. Πάντως φόβος δεν ήταν. Στη ζωή μου ένα πράγμα φοβήθηκα. Την αστυνομία. Περισσότερο κι απ’ τον ίδιο τον θάνατο».
Ενα σουρεαλιστικό πεζογράφημα


Το νέο του βιβλίο «Φαρμακείον εκστρατείας» (μπορεί κανείς να πει ότι «εκστρατεία» είναι η ίδια η ζωή του καθενός και «φαρμακείον» οι άλλοι, οι αγαπημένοι) δεν είναι ακριβώς μυθιστόρημα, με την αυστηρή έννοια του όρου. Φανταστείτε ένα σπίτι σε κάποιο νησί που αποθεμελιώνεται για να αναληφθεί στους ουρανούς ή ένα παράξενο νεκροταφείο όπου κηδεύονται οι έρωτες, σε φέρετρα κενά που καταδύονται στους τάφους με τα ελάχιστα τεκμήρια των ματαιώσεων.
Πρόκειται για ένα σουρεαλιστικό πεζογράφημα, με χαλαρή πλοκή, όπου κυριαρχούν περισσότερο οι φασματικές (πλην απολύτως διακριτές) εικόνες οι οποίες αναδύονται (και πλέκονται) σταδιακά μέσα σε μια αφήγηση που θέλει να καταργήσει τον χρόνο.
«Εγώ χωρίς τους πεθαμένους μου δεν είμαι τίποτα και δεν κάνω τίποτα. Και αυτό το βιβλίο είναι ουσιαστικά ένας φόρος τιμής σε ανθρώπους που έχουν φύγει, που με συντροφεύουν ακόμα και τους οποίους συμβουλεύομαι. Οποτε μου μιλάνε, διότι δεν συμβαίνει πάντοτε. Και, όπως καταλαβαίνετε, πάρα πολλούς απ’ αυτούς τους πεθαμένους τούς έχω ακόμη φίλους. Εξακολουθώ να έχω σπουδαίους φίλους και, ασφαλώς, ασήμαντους εχθρούς… Υπάρχει μια κατάρα, την άκουγα μικρός στη Σύρο. «Στους γιατρούς να τα φάει» λέγανε. Φαίνεται πως κάποιος με καταράστηκε ό,τι λεφτά κέρδιζα –το τονίζω –να τα σπρώχνω προς τα εκεί. Σκέφτομαι όμως καμιά φορά ότι αυτά που έχουν συμβεί σε μένα δεν είναι τίποτα μπροστά σε αυτά που έχουν τραβήξει άνθρωποι χίλιες φορές καλύτεροι από μένα –και ορισμένοι μάλιστα απ’ αυτούς υπήρξαν ο ουρανός της πατρίδας μας… Μετά την έκδοση, το 2004, του μυθιστορήματός μου «Ο καιρός των χρυσανθέμων» (σ.σ.: το 2005 απέσπασε το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος), μερικούς μήνες αργότερα δηλαδή, συνειδητοποίησα ότι βίωνα μιαν απίστευτη κατάσταση, πώς να το πω, μίσους! Ηταν φοβερό. Εξεπλάγην άσχημα, γιατί τους συγγραφείς τούς είχα σε πολύ μεγάλη υπόληψη. Αλλά θα ήθελα να το επεκτείνω και πέρα από μένα: ήξερα άνθρωπο, συγγραφέα –έχει πεθάνει τώρα -, ο οποίος έκανε βουντού, αν το διανοείστε, γυμνός στην ταράτσα, να πεθάνει κάποιος άλλος συγγραφέας. Αυτό που σας περιγράφω έχει συμβεί, δεν είναι αστικός μύθος».

Το «Θέατρο στην Ερμούπολη»


Ωστόσο αναγνώρισε ότι έχει απολαύσει και την αγάπη του καλλιτεχνικού κόσμου. «Σε κάθε περίπτωση, αυτό δεν είναι κάτι πρωτοφανές όσο κι αν εκπλήσσει, συμβαίνει σε πολλούς, σε αυτούς που τυχαίνει να έχουν μια σχετική επιτυχία. Αλλά και πάλι, η επιτυχία τι είναι τελικά; Εκεί πάντως που τα πράγματα είναι πραγματικά άγρια είναι στο θέατρο».
Ειρήσθω εν παρόδω, ο Μάνος Ελευθερίου ετοιμάζει (και αν προλάβει θα εκδώσει) τον πέμπτο τόμο για το «Θέατρο στην Ερμούπολη τον εικοστό αιώνα», ο οποίος θα καλύπτει μια περίοδο από το 1922-23 ως το 1953-54 και θα ενσωματώνει «την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής, όχι μόνο το θέατρο αλλά και τη μουσική, την κοινωνική ζωή, την παιδεία».
Στο πλαίσιο του σχολιασμού της επικαιρότητας επέμεινε πολύ στα ζητήματα της παιδείας. Και, παρά τα χρόνια και ανεπίλυτα προβλήματα που διαπιστώνει, προτίμησε να σταθεί αλλού. «Πείτε μου όμως, δεν τινάζεστε στον αέρα όταν βλέπετε λ.χ. σε κάποιο ακριτικό νησάκι του Αιγαίου εκείνα τα δύο παιδάκια που παρελαύνουν στις εθνικές επετείους, με τον δάσκαλό τους δίπλα να τους δίνει βήμα με μια σφυρίχτρα, και παραδίπλα καμιά εικοσαριά ανθρώπους μονάχα; Δύο άνθρωποι είναι… Αυτά και ο δάσκαλός τους σηκώνουνε εκείνη τη στιγμή την Ελλάδα στους ώμους τους!» σημείωσε ο ίδιος εμφανώς συγκινημένος και αίφνης σοβάρεψε: «Υπάρχουν χωριά στον τόπο μας όπου έχει να γεννηθεί παιδί είκοσι χρόνια, από τη μαλακία ολονών». Και κάπως έτσι φτάσαμε στην έννοια της πατρίδας. «»Πατρίδα σαν τον ήλιο σου/ ήλιος αλλού δεν λάμπει» λέει ένα παλιό ποίημα. Τι είναι η πατρίδα; Εμείς όλοι, επί της αρχής. Και η γλώσσα μας. Και κατόπιν η θρησκεία, με την απαραίτητη σημείωση εδώ ότι είμαστε ένα θεοκρατικό κράτος. Βέβαια, η Ιερά Σύνοδος ελέγχει την Ελλάδα». Ο ίδιος πιστεύει; «Δεν πιστεύω σε αυτό που λένε «μια ανώτερη δύναμη». Πιστεύω στους ανθρώπους. Κατά τα λοιπά, η φύση τα έχει φτιάξει όλα τόσο τέλεια. Δεν έχετε παρά να δείτε τα χρώματα πάνω στα λουλούδια, τι γίνεται, με τι ακρίβεια είναι καμωμένα».
Ο μονόλογος της ζωγράφου και η μυστηριώδης αυτοχειρία
Υπάρχει πλάι στις αναζητήσεις του συγγραφέα Ηλ (που είναι ο ίδιος ο Μάνος Ελευθερίου) και ο εκτεταμένος μονόλογος μιας ζωγράφου μέσα στο βιβλίο, της Μαρουσώς, η οποία προβαίνει σε ωραίες αισθητικές παρατηρήσεις. «Ναι, αυτή είναι, εκεί πάνω» είπε τότε και έδειξε έναν μικρό πίνακα, καθότι «η Μαρουσώ υπήρξε στ’ αλήθεια».
Υπάρχει, επίσης, η μυστηριώδης αυτοχειρία (ένα άλμα στο κενό από μια πολυκατοικία στην οδό Μιχαλακοπούλου) ενός ποιητή που λέει (υποτίθεται) στον συγγραφέα «φύγε, μας χρησιμοποιούν». Και υπάρχει και μια αιθέρια μοδίστρα η οποία καθώς ράβει ένα ταφταδένιο φόρεμα ράβει μαζί του και τον εαυτό της. «Και αυτήν την είχα δει. Ολα αυτά τα έχω δει με τα μάτια μου. Εχετε δει γυναίκα να μιλάει με δέκα καρφίτσες στο στόμα; Η Σμαράγδα ήταν αυτή, έχει πεθάνει. Κάποια στιγμή το 1947 είχα πάει να της ζητήσω να κόψω από τη λεμονιά της μερικά φύλλα, διότι τότε θα γινόταν στο σπίτι μας η βάπτιση του αδελφού μου που είχε γεννηθεί έναν χρόνο πριν. Τότε γίνονταν στα σπίτια αυτά, και τα βαφτίσια και οι γάμοι. Η μάνα μου έπλυνε καλά τα μυρωδάτα φύλλα και τα ρίξαμε μετά στην κολυμπήθρα. «Να πάρεις Μάνο, παιδί μου, όσα θες να πάρεις», ακόμα τη θυμάμαι».
Σε ένα παλαιότερο βιβλίο του, ο Μάνος Ελευθερίου είχε γράψει πως η οικογένειά του έπασχε από μια ανίατη ασθένεια, τις αναμνήσεις. «Εκεί είμαι εγώ. Στις αναμνήσεις. Και είναι ατέλειωτες. Αυτές αξιοποιώ. Θα μου πείτε τώρα και τι θα γίνει, κύριε Ελευθερίου, κάθε τόσο θα εκδίδετε και μερικές από τις αναμνήσεις σας; Τι να κάνω; Εγώ αυτό έχω. Τίποτ’ άλλο». Σε όλες αυτές τις αναμνήσεις τι ρόλο παίζει η νοσταλγία; «Δεν ήταν καλύτερες οι εποχές που έζησα. Αντιθέτως, ήταν φοβερές. Η οικογένειά μου έπαθε μεγάλες ζημιές… Και, βέβαια, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι δεν θα ήθελα να ήμουν και πάλι νέος, νεότερος ίσως κατά 20 χρόνια, ναι, πιθανότατα, αλλά κανονικός νέος ούτε κατά διάνοια».
Η μητέρα του λεγόταν Ευδοξία. «Οταν ήταν νέα έγραφε ποίηση. Τα τελευταία 20 χρόνια της ζωής της είχε αφιερωθεί στη ζωγραφική. Εφτιαχνε καφκικά έργα χωρίς να έχει διαβάσει ποτέ της τον Κάφκα. Η αδελφή μου η Λιλή που ζει είναι ζωγράφος, έμεινε 40 χρόνια στο Παρίσι. Ο αδελφός μου δυστυχώς έχει πεθάνει, ήταν μουσικός. Και η αδελφή μου η μεγάλη, η ποιήτρια Αγγελική, είχε τελειώσει τη σχολή του Κουν, είχε παίξει στο Θέατρο Τέχνης, και στο τελευταίο έργο που είχε σκηνοθετήσει ο ίδιος, ένα έργο της Λούλας Αναγνωστάκη».
Σήμερα, πώς σκέφτεστε τον θάνατο, κ. Ελευθερίου; «Δεν θα ‘θελα να πεθάνω εδώ μονάχος μου, σε ξένο σπίτι. Αφήστε δε την αναστάτωση που θα ακολουθήσει μετά… Τι να σας πω, προτιμώ να πεθάνω στον δρόμο, έξω, και να είναι τα τέλη, όπως σοφά λέει εκείνη η ευχή, ανώδυνα, ανεπαίσχυντα και ειρηνικά. Αυτά. Τα είπαμε όλα».


*Το βιβλίο παρουσιάζεται τη Δευτέρα, 28 Νοεμβρίου 2016, στις 9μ.μ., στο Public Café Συντάγματος (Καραγεώργη Σερβίας 1, 5ος όροφος). Ομιλητές: η δημοσιογράφος Πέπη Ραγκούση, ο σκηνοθέτης-ηθοποιός Βασίλης Παπαβασιλείου και ο συγγραφέας Θανάσης Θ. Νιάρχος. Αποσπάσματα από το βιβλίο διαβάζουν οι ηθοποιοί Μάνος Καρατζογιάννης και Νίκος Ορφανός.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ