Φωτογραφίες: Ανδρέας Σιμόπουλος

Κατά γενική ομολογία, το βλέμμα του Αντι Γουόρχολ ήταν ιδιαίτερα διεισδυτικό. Οταν έπεσε πάνω στον νεαρό Γιαν Φαμπρ, ακούραστο ταξιδιώτη στις πόλεις των ΗΠΑ, όπου παρουσίαζε τα πρότζεκτ του ως το φοβερό παιδί της νέας φλαμανδικής σκηνής, ζωήρεψε και τον ώθησε να του θέσει ένα σχεδόν φιλοσοφικό ερώτημα: «Everybody here looks guilty of something. What did you do wrong?». Εκείνος, αν και κεραυνοβολημένος από την απρόσμενη προσοχή, άρθρωσε το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε: «Being me». Καθώς έμπαινε στο λόμπι του ξενοδοχείου στο κέντρο της Αθήνας όπου είχαμε δώσει ραντεβού για να μιλήσουμε με αφορμή την κυκλοφορία δύο βιβλίων του στα ελληνικά, αυτή η σκηνή μού ήρθε πολύ έντονα στο μυαλό. Με την αύρα ενός ροκ σταρ και το χαρακτηριστικό χοντρό παλτό με τη γούνα ως πιστοποιημένη στολή ενός σούπερ ήρωα της τέχνης, ο Γιαν Φαμπρ μάς συστήθηκε, για παράδειγμα, δύο φορές μέσα σε δέκα λεπτά, χωρίς να συνειδητοποιήσει στιγμή ότι απευθυνόταν στα ίδια άτομα.

Ο λόγος για τον οποίο επέστρεψε στον τόπο του εγκλήματος –χωρίς να υπονοώ ότι το διέπραξε ο ίδιος –ήταν να παρευρεθεί στην παρουσίαση των επτά θεατρικών μονολόγων «Είμ’ ένα λάθος» και του νυχτερινού ημερολογίου «Νυχτολόγιο 1978-1984» (και τα δύο από τις εκδόσεις Νήσος) όπου περιγράφεται και η ιστορία με τον Γουόρχολ. Το δεύτερο –στην ουσία ένα ημερολόγιο που έγραφε τα βράδια αυτός ο κατά συρροή άγρυπνος άνθρωπος –είναι ο πρώτος από τους τρεις τόμους που κυκλοφορούν ήδη σε πολλές γλώσσες, καλύπτοντας διαδοχικές επταετίες από τη ζωή του με τις «μισοκοιμισμένες σκέψεις του». Είναι απολαυστικό και γεμάτο ευφυολογήματα («Μήπως πρέπει να φτάσεις σε κάποια ηλικία για να γίνεις νέος καλλιτέχνης;»), προβληματισμούς («Εχω την αίσθηση ότι η δομή της παράστασης είναι ένας λαβύρινθος μοναξιάς, όπου ηθοποιοί και χορευτές βρίσκουν περιστασιακά ο ένας τον άλλον μέσα στη μοναξιά τους»), αλλά και αφορισμούς («Μόνο η μετριότητα υποστηρίζεται σε αυτή τη μικρή χώρα που είναι ο κώλος της Ευρώπης» –μην προτρέχετε, για τη Φλάνδρα μιλούσε).
Και τα δύο βιβλία είναι, τρόπον τινά, μέρος της διδακτέας ύλης που προοριζόταν για τους έλληνες καλλιτέχνες του αθηναϊκού φεστιβαλικού σχεδίου του. «Σκεφτήκαμε ότι τα κείμενα θα ήταν χρήσιμα για τους νέους έλληνες καλλιτέχνες προκειμένου να μάθουν τις ρίζες της σκέψης μου και της τέχνης μου» λέει ο Φαμπρ. «Θα δημιουργούσαν ένα πνευματικό υπόβαθρο για τη δουλειά που θα κάναμε μαζί, επειδή αποτελούν μια μαρτυρία για το πώς σκέφτομαι πάνω στις παραστατικές τέχνες, για το τι είναι ηθοποιός, τι είναι σκηνή, τι είναι χορευτής, τι είναι αυθεντικό, τι είναι πρωτότυπο. Τα βιβλία συνιστούν ένα πιο μεταφυσικό επίστρωμα της σκέψης μου».


30 Μαρτίου 2016. Ο Αλέξης Τσίπρας υποδέχεται τον Γιαν Φαμπρ και το βαρύ παλτό-σήμα κατατεθέν του στο Μέγαρο Μαξίμου. Μερικές ημέρες μετά, ο καλλιτεχνικός διευθυντής του ελληνικού φεστιβάλ υπέβαλε την παραίτησή του. Δεξιά, ο τότε υπουργός Πολιτισμού, Αριστείδης Μπαλτάς.

Οι απόψεις και οι σκέψεις του, όπως «θέλω να διατηρήσω μέχρι το τέλος το παιδικό μου βλέμμα και να εκπλήσσομαι και να παρασύρομαι από την ομορφιά», μοιάζουν να έχουν βγει από πρόσφατες συνεντεύξεις του, ενώ πίδακες αίματος και σπέρματος αναβλύζουν από πολλές σελίδες των βιβλίων, ακριβώς όπως έχει συμβεί σε πολλά από τα έργα του. Ο Φαμπρ λέει ότι δεν έχουν γίνει αλλαγές, τα κείμενα έχουν εκδοθεί ακριβώς όπως γράφτηκαν πριν από τρεις δεκαετίες. «Εχει γίνει μόνο μια μικρή λογοκρισία από τις γυναίκες στο γραφείο μου, οι οποίες αφαίρεσαν τα αποσπάσματα με τις σεξουαλικές περιπέτειές μου. Βλέπετε, ορισμένες από τις κυρίες στις οποίες αναφερόμουν είναι πλέον παντρεμένες με παιδιά…». Ο ίδιος ο Φαμπρ ήρθε σε επαφή με τις νεανικές σκέψεις του μόλις πριν από πέντε χρόνια, όταν δηλαδή πρωτοεκδόθηκε το «Νυχτολόγιο» έπειτα από προτροπή ενός ιταλικού εκδοτικού οίκου. Μέχρι τότε, θεματοφύλακάς τους είχε διοριστεί η βοηθός και δραματουργός του, Μαρία Μάρτενς, η οποία φύλασσε τα κείμενα επί 32 ολόκληρα χρόνια. «Οταν τα είδα ξανά, αισθάνθηκα περίεργα. Ηταν σαν να διάβαζα έναν άλλο άνθρωπο. Θυμάμαι, σκέφτηκα: «Τι αλαζονικός μπασταρδάκος ήταν αυτός ο Γιαν Φαμπρ». Αν είχα τη δυνατότητα να τον συναντήσω αυτόν τον νεαρό, θα του έριχνα ένα χεράκι ξύλο. Θυμήθηκα και ορισμένες ιστορίες που είχα ψιλοξεχάσει. Για παράδειγμα, ότι στην οκτάωρη παράσταση του ’82 «Είναι θέατρο αναμενόμενο και προβλεπόμενο» ανάγκαζα τους ηθοποιούς μου να με ακούν επί οκτώ ολόκληρες ώρες. Δεν θα έκανα κάτι τέτοιο σήμερα».

Η ελληνική παρένθεση


Από το «Νυχτολόγιο 1978-1984» δεν λείπουν οι αναφορές στην Ελλάδα. Καθώς βρίσκεται σε αναζήτηση ταυτότητας, ο νεαρός Φαμπρ γίνεται «ένας νεαρός Απόλλωνας, ένας νεαρός έλληνας θεός που δεν έχει ακόμη συνειδητοποιήσει ότι δεν υπάρχει κανένας ρόλος για αυτόν στο φλαμανδικό δράμα», ενώ στην πορεία αποφασίζει ότι είναι «ένας θνητός που ονομάζεται Δίας». Ωστόσο, θα εξομολογηθεί ότι άλλοι υπήρξαν τελικά οι μυθικοί ήρωές του. «Νομίζω ότι από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 βρίσκομαι πολύ κοντά στον Προμηθέα και στον Σίσυφο. Μία από τις πρώτες ταινίες μου το 1978 ήταν ένα σπίρτο που καιγόταν και τίτλος της ήταν «I Prometheus creating my writing chalk», επειδή με ενδιαφέρει η φωτιά με την έννοια της έμπνευσης που δίνεις σε άλλους. Εγώ, ας πούμε, περνάω τη φλόγα στους επόμενους για να τη μεταλαμπαδεύσουν με τη σειρά τους σε κάποιους άλλους. Το σισύφειο μαρτύριο, επίσης, με συναρπάζει. Κοιτάξτε τους σκαραβαίους που σπρώχνουν τις μπάλες, κοιτάξτε τις χελώνες μου. Είχα δύο από αυτές στο σπίτι μου και τη μία την έλεγαν Μίκε, η οποία με ενέπνευσε ιδιαίτερα».
Αναπόφευκτα η συζήτηση θα οδηγηθεί στη σύγχρονη Ελλάδα και στο επίμαχο θέμα του Φεστιβάλ Αθηνών, με ιδιαίτερη προσοχή από μέρους μου, καθώς την τελευταία φορά που είχαμε βρεθεί, στη Φλωρεντία πριν από έξι μήνες, η άρνησή του να επεκταθεί στο Βατερλώ της συγκεκριμένης υπόθεσης ήταν κάτι παραπάνω από έκδηλη. Αυτή τη φορά ωστόσο, δεν φάνηκε να ενοχλείται ιδιαίτερα όταν η κουβέντα στράφηκε προς αυτή την κατεύθυνση. «Νομίζω ότι βιάστηκα να δεχτώ την πρόταση να αναλάβω το φεστιβάλ. Βιάστηκα και ήμουν πολύ γενναιόδωρος» ήταν ένας πρώτος απολογισμός της εμπειρίας του. «Πολλοί φίλοι μου στην Ελλάδα μού είπαν: «Γιαν, μη δεχτείς τη θέση. Μην πας να βγάλεις το φίδι από την τρύπα»». Αυτό που απ’ ό,τι φαίνεται πείραξε ιδιαίτερα τον Φαμπρ και δεν πρόκειται ποτέ να χωνέψει είναι η ανακήρυξή του ως «persona non grata». «Είναι κάτι που δεν θα έκανα ποτέ ως καλλιτέχνης σε κάποιον άλλον καλλιτέχνη από μια άλλη χώρα. Eίναι θεμελιώδες λάθος. Λυπάμαι, επίσης, που παρερμηνεύτηκε η φωτογραφία με την εθνική ομάδα ποδοσφαίρου του Βελγίου στην παρουσίαση του προγράμματος. Αυτή η εικόνα συνόψιζε την πρόθεσή μου, ότι ήθελα δηλαδή να διοργανώσω ένα πολυπολιτισμικό φεστιβάλ. Ηταν μια μεταφορά για την ανοιχτή, πολυπολιτισμική κοινωνία και αυτοί οι άνθρωποι το είδαν ως μια έκφραση της βελγικής αποικιοκρατίας. Είπαν: «Ο Γιαν Φαμπρ θέλει να δείξει μόνο τέχνη από το Βέλγιο». Φυσικά, δεν ήταν αλήθεια. Το πρόγραμμα περιελάμβανε 50-60 νέους έλληνες καλλιτέχνες, σκηνοθέτες, χορευτές, ηθοποιούς, και λυπάμαι και γι’ αυτό, που δεν μπόρεσα να έρθω σε επαφή με αυτούς τους νέους ανθρώπους, να δουλέψω μαζί τους και να τους «προπονήσω». Ως καλλιτέχνης πρέπει να μεταδίδεις τη φωτιά, το πάθος σου, στη νεότερη γενιά. Λυπάμαι που τελικά ήταν η μεγαλύτερη γενιά εκείνη που διαμαρτυρήθηκε, με αποτέλεσμα να στερήσει ευκαιρίες από τους νεότερους. Ξέρετε, μιλούσα χθες με κάποιους φίλους από τη Γερμανία και μου έλεγαν ότι το ίδιο συνέβη με την Ντοκουμέντα, ότι δηλαδή με το που έγινε η συνέντευξη Τύπου, η ομάδα του δέχτηκε επίθεση. Γνωρίζω τον πολωνό επιμελητή της Ντοκουμέντα (σ.σ.: τον Ανταμ Σίμτσικ), τον συνάντησα στο Κίεβο, και είναι ένας πολύ ευγενικός κύριος, τόσο γενναιόδωρος και πράος, τόσο ανοιχτός. Θέλει να κάνει πολλά καλά πράγματα στην Ελλάδα. Ακούω, λοιπόν, ότι και πάλι κάποιοι μέτριοι καλλιτέχνες του επιτέθηκαν. Νομίζω ότι δεν είναι καλό για τη χώρα. Παράλληλα, νομίζω ότι πρέπει να υπάρχει κάποια γενετική προδιάθεση στο γεγονός ότι αρέσει τόσο πολύ στους Ελληνες να διαμαρτύρονται. Σας αρέσει η αναρχία της διαμαρτυρίας. Εχει και τα θετικά της αυτή η στάση και το είπα και στον πολωνό συνάδελφο. Του ευχήθηκα, βέβαια, καλή τύχη. Προσωπικά, χαίρομαι που δεν είμαι πλέον διευθυντής».


Ο βέλγος δημιουργός με τη δημοσιογράφο του BHMAgazino, Μαριλένα Αστραπέλλου.

Το ενδιαφέρον στη χειμαρρώδη απάντηση του Φαμπρ είναι ότι η ερώτηση που την πυροδότησε εμπεριείχε τη λέξη regrets (σε ελεύθερη απόδοση ενοχές) για σφάλματα τα οποία μπορεί πλέον να αναγνωρίσει ότι έγιναν από την πλευρά του. Ο Φαμπρ θα είναι πάντα ο εαυτός του, για να μη μείνουμε, όμως, χαμένοι στη μετάφραση, άλλωστε ένα αγγλικό regret μπορεί άνετα να εκφράσει μια ελληνική λύπη, επανήλθα με τη λέξη mistake, η οποία δεν επιδέχεται διττές ερμηνείες. «Για παράδειγμα, δεν ήταν λάθος σας να λέτε στη συνέντευξη Τύπου για την ανακοίνωση του προγράμματος, στην πρώτη σας παρουσία ως διευθυντής του Φεστιβάλ Αθηνών, ότι δεν γνωρίζετε τίποτε για το ελληνικό θέατρο;» βοήθησα την κατάσταση. «Μα, γνώριζα πράγματα» αντέτεινε αμέσως ο Φαμπρ. «Ηταν ένας τρόπος να πω ότι είμαι ανοιχτός στις προσεγγίσεις από άλλους ανθρώπους και δεν θέλω να παριστάνω τον ειδικό. Πώς θα μπορούσα ως βέλγος καλλιτέχνης που είμαι να γνωρίζω σε βάθος το ελληνικό θέατρο; Δεν ζω εδώ, δεν δημιουργώ εδώ. Γνωρίζω, όμως, καλά τη χώρα μου και τους καλλιτέχνες της, ενώ εδώ γνωρίζω μόνο κάποιους. Αρκετούς, κατά τη γνώμη μου, συμμετέχω, άλλωστε, στη διεθνή εικαστική και θεατρική σκηνή τα τελευταία 40 χρόνια. Γνωρίζω, λοιπόν, αρκετά».

Περασμένα ξεχασμένα θα πει κάποιος, ας κοιτάξουμε μπροστά. Θα δούμε, λοιπόν, ότι όσο εμείς τρωγόμαστε με τις ίντριγκες διευθυντών και ΔΣ των θεσμών μας, ο Φαμπρ καλπάζει προς τα εμπρός. Πρόσφατα, οι Ρώσοι τον αποθέωσαν αφότου του παραχώρησαν το Ερμιτάζ για να το γεμίσει με τα έργα του. Η Ιζαμπέλ Ιπέρ θα είναι η πρωταγωνίστρια του «Je Suis Un Boeuf», ενός έργου που έγραψε ειδικά για αυτήν και θα ανέβει σύντομα σε Λονδίνο, Βρυξέλλες και Παρίσι. Ο Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ θα ερμηνεύσει με λόγο και κίνηση το μονόπρακτο του Φαμπρ, «Body, body on the wall». Επιπλέον, θα είναι συνεπιμελητής στην έκθεση που ετοίμαζε ο γνωστός βέλγος επιμελητής Γιαν Χουτ, ο οποίος πέθανε το 2014, μια πρόταση που ήρθε αμέσως μετά την παραίτησή του από το Φεστιβάλ Αθηνών. «Με πήραν και μου είπαν: «Γιαν Φαμπρ, εδώ στο Βέλγιο μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις, δεν θα διαμαρτυρηθούμε». Θα επιμεληθώ, λοιπόν, του χρόνου στην Οστένδη μια μεγάλη διεθνή έκθεση και έχω προσκαλέσει, μάλιστα, και μια πολύ καλή ελληνίδα καλλιτέχνιδα της περφόρμανς, τη Μαίρη Ζυγούρη, να συμμετάσχει».
Απ’ ό,τι φαίνεται, ταβάνι είναι μόνο ο ουρανός για έναν καλλιτέχνη που όταν ήταν νέος έγραφε πολύ συχνά πυρετώδεις σκέψεις για την «ανυπόφορη φιλοδοξία» του. Ακόμη και όταν αυτή με τα χρόνια έχει γίνει περισσότερο υποφερτή: «Οταν είσαι νέος, θέλεις να αποδείξεις ότι είσαι κάποιος, θέλεις να κατακτήσεις τους λευκούς τοίχους των μουσείων ή τα μεγάλα κλασικά θέατρα. Οταν, όμως, τα κάνεις όλα αυτά –και έπειτα από 40 χρόνια μπορώ να το πω ότι το έχω καταφέρει -, η φιλοδοξία αλλά και η ευχαρίστηση που αντλείς αφορούν τη δουλειά αυτή καθαυτή. Δεν με ενδιαφέρει πια ποιο μουσείο ή ποιο θέατρο θα με προσεγγίσει. Μου αρέσει, με κολακεύει, αλλά δεν με εντυπωσιάζει πια. Νιώθω μεγαλύτερη ελευθερία».
Τα βιβλία του Γιαν Φαμπρ «Είμ’ ένα λάθος» και «Νυχτολόγιο 1978-1984» κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Νήσος.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ