Καλοί οι συμβολισμοί της επίσκεψης Ομπάμα στην Αθήνα και ακόμη καλύτεροι οι λόγοι συμπάθειας.

Αλλά μέχρι εκεί.
Στο επίμαχο θέμα του ελληνικού χρέους ο αμερικανός πρόεδρος έμεινε στο επίπεδο των προτροπών προς τους ευρωπαίους εταίρους μας και στη μεταφορά εμπειριών από την αμερικανική περίπτωση, η οποία όμως, όπως έσπευσε να διευκρινίσει, είναι διαφορετική, ορίσθηκε από το ισχυρό δολάριο και από το γεγονός ότι οι ΗΠΑ είναι ενιαία χώρα, χωρίς τόσα κοινοβούλια και τόσες πολλές κυβερνήσεις.
Με άλλα λόγια, μετέφερε μεν τον καλό του λόγο για τη ρύθμιση του χρέους, επέμεινε στο γεγονός ότι η λιτότητα δεν εξασφαλίζει από μόνη της την έξοδο από την κρίση, αλλά πρακτικά παρέπεμψε στην Ευρώπη, ιδιαιτέρως στη Γερμανία, εκφράζοντας την εκτίμηση ότι το 2017 είναι ίσως η καταλληλότερη στιγμή για ενδεχόμενη ελάφρυνσή του χρέους μας.
«Θα προτρέψω τους δανειστές να ελαφρύνουν το ελληνικό χρέος» είπε κάποια στιγμή ο πρόεδρος Ομπάμα και σε κάποια άλλη ότι απλώς «καταθέτουμε τις σκέψεις και τις εμπειρίες μας».
Κατέστη φανερό και από την επίσκεψη Ομπάμα ότι το κλειδί του ελληνικού χρέους βρίσκεται στο Βερολίνο.
Εκεί θα αξιολογηθεί και εκεί θα κριθεί από τις εκτιμήσεις που θα επικρατήσουν για την σταθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας και τις προοπτικές ανάπτυξής της, από τις οποίες και θα προκύψει η βιωσιμότητα του χρέους.
Η κυβέρνηση για ακόμη μια φορά υπερέβαλε εαυτήν. Έχρισε τον Ομπάμα σωτήρα και ευεργέτη,χωρίς να αντιλαμβάνεται τα όρια της παρέμβασής του.
Καλλιέργησε υπερπροσδοκίες για την αμερικανική παρέμβαση και διαπίστωσε εν τοις πράγμασι ότι δεν υπάρχουν δυνατότητες ευθείας επιβολής λύσεων, παρά μόνο προτροπές και καλές υπηρεσίες.
Και βεβαίως τον άκουσε να επαναλαμβάνει πολλές φορές την ανάγκη να συνεχισθούν μεταρρυθμίσεις, τη μόνη ίσως ικανή συνθήκη να φέρει την ανάπτυξη και την ουσιαστική ελάφρυνση του ελληνικού χρέους.
Κατά τα φαινόμενα ο αμερικανός πρόεδρος σχεδόν ταυτίσθηκε με τους ευρωπαίους εταίρους, υιοθετώντας πλήρως το προαπαιτούμενο των μεταρρυθμίσεων,αλλά και αποδεχόμενος ότι η ρύθμιση του χρέους δεν είναι της παρούσης περιόδου,αλλά έργο της επόμενης χρονιάς, υπό τον όρο πάντα ότι θα έχει ολοκληρωθεί η αξιολόγηση και θα έχουν προσφερθεί εξασφαλίσεις σταθερότητας της οικονομίας και της χώρας.
Υπό αυτές τις συνθήκες η κυβέρνηση δεν πρέπει να αναμένει άμεση λύση για το χρέος.
Στην παρούσα φάση θα απολαύσει μόνο τα βραχυπρόθεσμα μέτρα εξομάλυνσης του χρέους που θα επιτρέπουν μικρή ελάφρυνσή του στα όρια του 10% του ΑΕΠ και η συνολικότερη ρύθμισή του θα τελεί από τον όρο πραγματοποίησης των μεταρρυθμίσεων και της αποκατάστασης συνθηκών σταθερότητας της ελληνικής οικονομίας σε μακροπρόθεσμη βάση.