Νέες και εντεινόμενες πιέσεις προς την ελληνική κυβέρνηση για επιτάχυνση των αναγκαίων αποφάσεων και μεταρρυθμίσεων με στόχο την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, αλλά και αχαρτογράφητο πεδίο σε ό,τι αφορά τις εξελίξεις στα εθνικά θέματα και τις γεωπολιτικές αναδιατάξεις, δημιουργούν η πολιτική ανατροπή στις ΗΠΑ και η ανάδειξη του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία.
Το παιχνίδι με τον χρόνο γίνεται έπειτα από αυτή την εξέλιξη ακόμη πιο σύνθετο για την κυβέρνηση Τσίπρα – Καμμένου. Σε πρώτο επίπεδο στο Μέγαρο Μαξίμου και στο υπουργείο Οικονομικών αντιλαμβάνονται ότι οι δρομολογημένες διαδικασίες θα πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί πλέον πάση θυσία εντός του έτους και προτού αναλάβει η νέα αμερικανική κυβέρνηση, για τις διαθέσεις της οποίας δεν υπάρχουν αξιόπιστες ενδείξεις μέχρι στιγμής.
Επιπλέον δε, το περιβάλλον γίνεται πολύ πιο σύνθετο, δεδομένης της προδιαγραφόμενης στάσης της γερμανικής κυβέρνησης, όπως ήδη εκφράστηκε από τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Σε άρθρο που ο γερμανός υπουργός Οικονομικών επέλεξε να δημοσιεύσει στην κατ’ εξοχήν λαϊκιστική εφημερίδα «Bild», άνοιξε μέτωπο κατά του λαϊκισμού δείχνοντας ότι δεν υπάρχει διάθεση χαλαρότητας, αλλά μάλλον για το αντίθετο, δεδομένης της πίεσης που δέχονται οι Χριστιανοδημοκράτες εν όψει των γερμανικών εκλογών τον Σεπτέμβριο του 2017 από τα δεξιά και από το εθνικολαϊκιστικό κόμμα της AfD. Με βάση αυτά, η εκλογή Τραμπ θεωρείται μάλλον απίθανο να οδηγήσει την κυβέρνηση του Βερολίνου σε αλλαγή στάσης έναντι (και) της Ελλάδας και να διαμορφώσει κλίμα επιείκειας έναντι της κυβέρνησης Τσίπρα.
Από τον ενθουσιασμό στην αγωνία
Υπό το πρίσμα αυτών των εξελίξεων, η επικείμενη επίσκεψη του απερχόμενου προέδρου των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα στην Αθήνα κατά το διήμερο 15-16 Νοεμβρίου προσλαμβάνει πολύ διαφορετικό χαρακτήρα από ό,τι αρχικώς ήλπιζε η ελληνική κυβέρνηση. Σε κάποιους κύκλους τις προηγούμενες ημέρες εκφράστηκαν έως και αμφιβολίες για το κατά πόσον η επίσκεψη θα πραγματοποιηθεί τελικά, ειδικώς έπειτα από το τρομοκρατικό χτύπημα στην πρεσβεία της Γαλλίας στο κέντρο της Αθήνας.
Κατόπιν αυτών, η επικείμενη επίσκεψη στην Αθήνα του απερχόμενου προέδρου αναμένεται να πραγματοποιηθεί υπό συνθήκες διόλου ευνοϊκές, καθώς οι Πυρήνες της Φωτιάς διατύπωσαν απειλές από την Παρασκευή και κάλεσαν τον αναρχικό χώρο σε «σαμποτάζ της επίσκεψης Ομπάμα».
Κατά το Μέγαρο Μαξίμου πρόκειται πάντως για ένα γεγονός «παγκόσμιας εμβέλειας», όμως σύμφωνα με τις πληροφορίες ακόμη και ο συμβολισμός της επίσκεψης ανατράπηκε ήδη από την Παρασκευή.
Με βάση όσα έγιναν γνωστά, έπειτα και από την τρομοκρατική επίθεση στην γαλλική πρεσβεία τα ξημερώματα της Πέμπτης, οι αμερικανικές αρχές ασφαλείας εκτίμησαν ότι ο χώρος της Πνύκας όπου ο αμερικανός πρόεδρος είχε προγραμματίσει να μιλήσει με φόντο την Ακρόπολη, εκφωνώντας σε αυτό το σκηνικό μια αποχαιρετιστήρια ομιλία προς το διεθνές ακροατήριο, κρίθηκε ανεπαρκής από άποψη ασφαλείας και έτσι η ομιλία αναμένεται να πραγματοποιηθεί σε άλλο χώρο.
Ο Λιου και οι ελπίδες για το χρέος
Η ελληνική κυβέρνηση εξακολουθεί πάντως να επενδύει πολιτικά σε μια στήριξη εκ μέρους του κ. Ομπάμα σε ό,τι αφορά τη ρύθμιση του ελληνικού χρέους και στο πλαίσιο αυτό θεωρεί σημαντική την παρουσία στην Αθήνα και του υπουργού Οικονομικών Τζακ Λιου.
Οπως όμως μεταδίδουν διπλωματικές και πολιτικές πηγές εντός και εκτός συνόρων, το ενδεχόμενο να πάρει μια ανοιχτή, δημόσια θέση για «κούρεμα» του ελληνικού χρέους ο απερχόμενος αμερικανός πρόεδρος θεωρείται ότι δεν συγκεντρώνει πολλές πιθανότητες και πάντως αν υπάρξει τέτοια αναφορά θα συνοδεύεται από μια διατύπωση για επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων και των διαρθρωτικών αλλαγών. Οι ίδιες πηγές σημειώνουν ότι η αλλαγή φρουράς στην Ουάσιγκτον ούτως ή άλλως καθιστά οποιαδήποτε αναφορά του κ. Ομπάμα διαδικαστικού χαρακτήρα.
Αυτό που κατά κάποιες εκτιμήσεις έχει ίσως μεγαλύτερη σημασία είναι η στάση που θα τηρήσει ο απερχόμενος αμερικανός πρόεδρος στο Κυπριακό, αν και σε αυτό το σημείο υπάρχει η εκτίμηση πως η νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ θα ανατρέψει το δόγμα εξωτερικής πολιτικής της οκταετίας Ομπάμα και υπό αυτήν την έννοια ενδέχεται να κυριαρχήσουν οι πιέσεις για ταχεία επίλυση έστω και με περιπλοκές για τις ελληνικές θέσεις, δεδομένης και της διαφαινόμενης αναβάθμισης της σχέσης Ουάσιγκτον – Αγκυρας.
Ενα ερωτηματικό αιωρείται επίσης και πάνω από τις εξελίξεις στην προσφυγική κρίση, η οποία απασχολεί τη σημερινή κυβέρνηση της Ουάσιγκτον και πιθανώς θα περιλαμβάνεται στις προτεραιότητες του κ. Ομπάμα στις συνομιλίες που θα έχει στην Αθήνα. Είναι όμως ασαφές αυτή τη στιγμή ποια ακριβώς στάση θα τηρήσει η νέα αμερικανική κυβέρνηση υπό τον Ντόναλντ Τραμπ και τι επιπτώσεις θα επέλθουν τόσο στα μέτωπα των μαχών στην Συρία όσο και στη νατοϊκή παρουσία στην Ανατολική Μεσόγειο και στις προσφυγικές ροές προς την Ελλάδα.
Αλλαγή αντιλήψεων και ανατροπές
Τα στοιχεία που καθιστούν κατ’ αρχάς προβληματική την εκλογή Τραμπ για την Ελλάδα και τη σημερινή της κυβέρνηση είναι σε πρώτο επίπεδο η απουσία κάθε είδους σχέσης με τον πολιτικό χώρο του νεοεκλεγέντος προέδρου, πόσω μάλλον με τον ίδιο. Παραδοσιακά οι ελληνικές κυβερνήσεις διατηρούν ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας με το στρατόπεδο των Δημοκρατικών, με μοναδική εξαίρεση την περίοδο πρωθυπουργίας του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, ο οποίος διατηρούσε καλή προσωπική σχέση με τον πρόεδρο Τζορτζ Μπους τον πρεσβύτερο στις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Επιπλέον, είναι γνωστό ότι η κυβέρνηση Τσίπρα είχε στηρίξει πολλές από τις ελπίδες της στις σχέσεις με το «σύστημα Κλίντον», το οποίο πλαισίωσε μέχρις ενός σημείου την απερχόμενη αμερικανική κυβέρνηση και εν πολλοίς δείχνει να καταρρέει σήμερα ή πάντως να χάνει μεγάλο μέρος της επιρροής του.
Με βάση τις μέχρι στιγμής υπάρχουσες ενδείξεις εν όψει της προεδρίας Τραμπ, οι πρώτες εκτιμήσεις συγκλίνουν στο ότι ο αμερικανικός παράγοντας δεν θα έχει τη διάθεση για εμπλοκή στα ευρωπαϊκά ζητήματα που είχε επιδείξει κατά τα χρόνια της κρίσης ο πρόεδρος Ομπάμα. Το στοιχείο αυτό δημιουργεί προβληματισμό στην Αθήνα, καθώς διαφαίνεται πως η αμερικανική παρέμβαση υπό τη νέα κυβέρνηση δεν θα είναι αυτή που ήταν, ειδικώς σε ό,τι αφορά τη σχέση της χώρας με τους δανειστές της.
Πιθανώς αυτό να έχει σημαντική επίδραση και σε ό,τι αφορά το ζήτημα της ρύθμισης του χρέους, κυρίως όμως εκτιμάται ότι θα υπάρξει επίπτωση στους όρους συμμετοχής και χρηματοδότησης από πλευράς ΔΝΤ.
Η Αγκυρα, ο Ερντογάν και οι εξοπλισμοί
Πέραν αυτών, μεγαλύτερο πεδίο αβεβαιότητας για την ελληνική κυβέρνηση ανοίγεται στο θέμα των γεωπολιτικών εξελίξεων. Οι πρώτες εκτιμήσεις πολιτικών και διπλωματικών παραγόντων καταλήγουν στο ότι η στάση της νέας αμερικανικής κυβέρνησης έναντι της Τουρκίας θα ευνοήσει την ενίσχυση τόσο του καθεστώτος Ερντογάν όσο και της χώρας ως περιφερειακής υπερδύναμης. Επιπλέον, οι πρώτες διακηρύξεις του Τραμπ σε σχέση με τους όρους συμμετοχής στο ΝΑΤΟ και την αύξηση των συνεισφορών από τα κράτη-μέλη προδιαγράφει επιστροφή στο δόγμα της αύξησης των εξοπλισμών (προς όφελος της αμερικανικής πολεμικής βιομηχανίας), όπου η Τουρκία ήδη έχει αποκτήσει σημαντικό προβάδισμα έναντι της χώρας μας.
Με αυτά τα στοιχεία στο τραπέζι, η ελληνική κυβέρνηση, έχοντας φθάσει για μία ακόμη φορά στο «παρά πέντε» και με ανοιχτές εκκρεμότητες στο πεδίο της αξιολόγησης και της συνέχισης της χρηματοδότησης από τους δανειστές, βρίσκεται σε μάλλον δυσχερή θέση. Οπως δε επισημαίνουν οικονομικοί παράγοντες, το πλέον επικίνδυνο στοιχείο, το οποίο δεν αφορά μόνο τη σημερινή αλλά και τις επόμενες κυβερνήσεις, είναι πως η ελληνική οικονομία, χωρίς καμία ουσιαστική μεταρρύθμιση και αναπροσαρμογή, εισέρχεται ανέτοιμη και ασθενής σε μια περίοδο που φαίνεται ότι θα χαρακτηριστεί από πολλές αναταράξεις και ανατροπές, οι οποίες κατά τις εκτιμήσεις των ίδιων πηγών θα εκδηλωθούν πολύ σύντομα και στις εκλογικές αναμετρήσεις στην Ευρώπη.
ΑΛΛΑΓΗ ΣΚΗΝΙΚΟΥ
Το ενδεχόμενο να πάρει μια ανοιχτή, δημόσια θέση για «κούρεμα» του ελληνικού χρέους ο απερχόμενος αμερικανός πρόεδρος δεν συγκεντρώνει πολλές πιθανότητες.Στο Κυπριακό ενδέχεται να κυριαρχήσουν οι πιέσεις για ταχεία επίλυση έστω και με περιπλοκές για τις ελληνικές θέσεις, δεδομένης και της διαφαινόμενης αναβάθμισης της σχέσης Ουάσιγκτον – Αγκυρας.
Η κυβέρνηση Τσίπρα είχε στηρίξει πολλές από τις ελπίδες της στις σχέσεις με το «σύστημα Κλίντον», το οποίο πλαισίωσε μέχρις ενός σημείου την απερχόμενη αμερικανική κυβέρνηση και εν πολλοίς δείχνει να καταρρέει σήμερα.
Οι πρώτες εκτιμήσεις καταλήγουν στο ότι η στάση της νέας αμερικανικής κυβέρνησης έναντι της Τουρκίας θα ευνοήσει την ενίσχυση τόσο του καθεστώτος Ερντογάν όσο και της χώρας ως περιφερειακής υπερδύναμης.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ