Τη δεύτερη φορά που περνούσα την πόρτα του Οβάλ Γραφείου του Λευκού Οίκου, ένα όμορφο φθινοπωρινό πρωινό του 2012, μόνος μου αυτή τη φορά για την επίδοση των διαπιστευτηρίων, με περίμενε μια ευχάριστη έκπληξη. Με υποδέχθηκε εγκάρδια ο Πρόεδρος Ομπάμα και αμέσως έσπευσε να πει: «Μην ανησυχείς για την κατάσταση στη χώρα σου, θα τα καταφέρετε αν δείξετε αποφασιστικότητα για αλλαγές. Οταν ανέλαβα εγώ, η οικονομία εδώ ήταν ίσως χειρότερη αναλογικά από της Ελλάδας αλλά έθεσα αμέσως στόχους και εφάρμοσα ένα πρόγραμμα που αν και σε τίποτα δεν απηχούσε τις θέσεις μου ήταν απαραίτητο και κυρίως πέτυχε να μας βγάλει από την κρίση».
Το μήνυμα αυτό επρόκειτο να ακούω πανομοιότυπα τα επόμενα τέσσερα χρόνια που είχα την ύψιστη τιμή να εκπροσωπώ τη χώρα μας στις ΗΠΑ. Ο ίδιος ο Πρόεδρος ή ο υπουργός Οικονομικών Τζακ Λιου που ορίστηκε ανώτατος συντονιστής για την ελληνική κρίση, η πανίσχυρη σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας πρέσβης κυρία Ράις, αλλά και η υπεύθυνη για την καθημερινή διαχείριση των θεμάτων μας βοηθός υπουργός Εξωτερικών Βικτόρια Νούλαντ στάθηκαν σταθερά στο πλευρό της Ελλάδας στον πολυετή αγώνα υπέρβασης της κρίσης, σε αντιπαράθεση με πολλούς από τους ευρωπαίους εταίρους μας.
Τα αίτια της αμερικανικής στήριξης δεν είναι μονοσήμαντα. Ιστορικά έχουν τις καταβολές τους στο σκληρό μάθημα που πήραν οι ίδιες οι ΗΠΑ κατά τη μεγάλη κρίση του ’30 και τους δίδαξε ότι σε βαθιά οικονομική κρίση το τελευταίο που χρειάζεται είναι η αφαίρεση του ζωτικού οξυγόνου χρηματοδότησης που όμως επιβλήθηκε από τους δανειστές μας. Κυρίως όμως οφείλεται στις ανησυχίες των ΗΠΑ για τις επιπτώσεις μιας ενδεχόμενης ελληνικής κατάρρευσης.
Η Ελλάδα παρά την πρωτοφανή οικονομική κρίση παρέμενε απαραίτητος πυλώνας σταθερότητας στην πιο εύφλεκτη περιοχή του πλανήτη. Υπήρχαν και άλλοι λόγοι μικρότερης στρατηγικής σημασίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι αμέσως μετά τη δεύτερη εκλογική νίκη του Μπαράκ Ομπάμα το φθινόπωρο του 2012 στενός συνεργάτης του μου εκμυστηρεύθηκε ότι σε όλη την προεκλογική περίοδο η Ελλάδα παρέμενε σταθερά ένας από τους χειρότερους εφιάλτες του Προέδρου. Και τούτο επειδή αν αφηνόταν να καταρρεύσει το απρόβλεπτων διαστάσεων οικονομικό τσουνάμι που θα ακολουθούσε θα ενίσχυε αποφασιστικά και τον Ρεπουμπλικανό αντίπαλό του Μιτ Ρόμνεϊ. Βέβαια η αμερικανική στήριξη συνοδευόταν πάντοτε, ιδίως στις κατ’ ιδίαν συναντήσεις, από τη μόνιμη επωδό της εφαρμογής των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων που φαίνονται όμως απαγορευτικές λόγω του κοινωνικού κόστους για εκλεγμένες κυβερνήσεις και έτσι η Αθήνα επιλέγει βολικά να παραβλέπει το δεύτερο σκέλος των αμερικανικών παρεμβάσεων.
Η σταθερή στήριξη της απερχόμενης κυβέρνησης δεν είναι καθολικά αποδεκτή από το αμερικανικό πολιτικό σύστημα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τον αγώνα που χρειάστηκε να δώσουμε προκειμένου να απεμπλακεί η Ελλάδα από την εσωτερική πολιτική διαμάχη των ΗΠΑ στην οποία την είχαν εμπλέξει ακραία στοιχεία του Κογκρέσου επειδή τη θεωρούσαν το τέλειο απεχθές παράδειγμα αποφυγής «Δανεισμού και σπατάλης» και ταίριαζε απόλυτα με την υπεραπλουστευτική και εν τέλει επικίνδυνη επιχειρηματολογία τους. Με την κινητοποίηση της τότε πολιτικής ηγεσίας από την Αθήνα (2012-2014) που διατηρούσε άριστες προσβάσεις στις ΗΠΑ και τις προσπάθειές μας, «το κίνημα» αυτό σταμάτησε, χωρίς να είναι βέβαιο ότι δεν θα επανέλθει.
Η θριαμβευτική, παρά κάθε προσδοκία, επικράτηση του Ντόναλντ Τραμπ δημιουργεί ασφαλώς νέες συνθήκες. Οι λόγοι αυτής της απρόσμενης νίκης δεν είναι εύκολο να γίνουν αντιληπτοί άμεσα. Φαίνεται όμως ότι η προσφυγή στον άκρατο λαϊκισμό αποτελεί ανίκητο καύσιμο στην κούρσα για την εξουσία. Μια ματιά άλλωστε γύρω μας επιβεβαιώνει τη θλιβερή αυτή διαπίστωση.
Η αλλαγή στον Λευκό Οίκο είναι βέβαιο ότι θα σηματοδοτήσει αλλαγές παγκόσμιας κλίμακας, επαναπροσδιορισμό των σχέσεων των κύριων παραγόντων του διεθνούς συστήματος και θα επηρεάσει το υφιστάμενο status quo σε ζητήματα ασφάλειας, εμπορικής και οικονομικής συνεργασίας, π.χ. το μέλλον της υπό διαπραγμάτευση γιγαντιαίας οικονομικής συμφωνίας TTIP –που μας επηρεάζει άμεσα. Ολα αυτά πρέπει να αναλυθούν νηφάλια προκειμένου να γίνουν οι αναγκαίες προσαρμογές. Η ανεξάντλητη δεξαμενή της Ομογένειας μπορεί να προσφέρει και πάλι τους απαραίτητους διαύλους επικοινωνίας με τη νέα κατάσταση που άλλωστε έχουμε ήδη καλλιεργήσει.
Η επικείμενη επίσκεψη του Προέδρου Ομπάμα, από μακρού σχεδιασμένη, αποτελεί ασφαλώς μια πολύ σημαντική εξέλιξη αφ’ εαυτής. Υλοποιείται όμως σε μια ατυχή συγκυρία που κινδυνεύει να την περιορίσει απλώς σε συμβολισμούς.
Το οικοδόμημα των ελληνοαμερικανικών σχέσεων είναι ισχυρό και σταθερό χάρις στις προσπάθειες αλλεπάλληλων κυβερνήσεων. Θεωρώ τον εαυτό μου ευτυχή επειδή από θέσεις ευθύνης –παλαιότερα γενικός πρόξενος στη Βοστώνη και στο Λος Αντζελες και τα τέσσερα δύσκολα τελευταία χρόνια πρέσβης στις ΗΠΑ –είχα την ευκαιρία να ενώσω τις δυνάμεις μου για την επίτευξη του στόχου αυτού για 15 συνολικά χρόνια.
Ο κ. Χρήστος Παναγόπουλος είναι πρέσβης ε.τ. και έχει διατελέσει πρέσβης της Ελλάδας στην Ουάσιγκτον.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ