Πέρα από το mea culpa και την επικοινωνιακή «αποκήρυξη» της εισαγωγής παράλληλου νομίσματος (Geuro) από τον νέο υπουργό Oικονομίας και Aνάπτυξης, καθηγητή Δημήτρη Παπαδημητρίου, μια θέση που υποστήριξε μόλις τον περασμένο Σεπτέμβριο, θα πρέπει ίσως να θυμηθούμε ότι Geuro προτάθηκε για την περίπτωση της Ελλάδας ήδη από τον Μάιο του 2012 από τον τότε επικεφαλής οικονομολόγο της Deutsche Bank, Τόμας Μάγερ.
Πάντως κορυφαίοι οικονομολόγοι αλλά και η πλειονότητα της διεθνούς αγοράς επιχειρηματολόγησαν τότε πως το παράλληλο νόμισμα (Geuro) ή «ελληνικό ευρώ» οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην έξοδο από την ευρωζώνη, καθώς στην ουσία το Geuro με αυτή ή όποια άλλη ονομασία θα παγιωνόταν σταδιακά ως το νέο νόμισμα της χώρας.
Ο γερμανός οικονομολόγος είχε υποστηρίξει πάντως τότε πως η Αθήνα θα μπορούσε να εκδώσει χρεόγραφα Geuro που θα λειτουργούσαν ως παράλληλο νόμισμα με το οποίο θα εξυπηρετούνταν τουλάχιστον οι υποχρεώσεις της χώρας. Προϋπόθεση γι’ αυτό θα αποτελούσε βέβαια η συνέχιση της χρηματοδότησης από την ευρωζώνη και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, αν και σε μικρότερο βαθμό από τώρα.
Θα μπορούσε, για παράδειγμα, να συνεχιστεί η μεταβίβαση χρημάτων αποκλειστικά για την εξυπηρέτηση του χρέους της χώρας και όχι για την κάλυψη των εσωτερικών της αναγκών, ανέφερε ο Μάγερ σε έκθεσή του.
Με την έκδοση των Geuro η Αθήνα θα πετύχαινε μ’ έναν σμπάρο δυο τρυγόνια: από τη μία θα απέτρεπε την έξοδο της χώρας από την ευρωζώνη και από την άλλη θα προσάρμοζε τη συναλλαγματική της ισοτιμία. «Λογικά, θα έχουμε στην αρχή μαζική υποτίμηση» είχε εκτιμήσει πάντως τότε ο Μάγερ. Mετά θα είναι στο χέρι της κυβέρνησης να εκμεταλλευτεί αυτό το συγκριτικό πλεονέκτημα της χαμηλότερης ισοτιμίας, εφαρμόζοντας τις αναγκαίες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα της επιτρέψουν να ξαναμπεί πλήρως στο ευρώ.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, σε έκθεση του οικονομικού ινστιτούτου Levy στο Κολέγιο Bard της Νέας Υόρκης (Σεπτέμβριος του 2016), την οποία υπογράφει ο κ. Παπαδημητρίου (ως πρόεδρος του ινστιτούτου) καθώς και οι Μιχάλης Νικηφόρος και Gennaro Zezza με τίτλο «Ελλάδα, βγαίνοντας από την ύφεση», προτεινόταν η εισαγωγή παράλληλου νομίσματος (Geuro) με αναπτυξιακό σκοπό. Η εισαγωγή του Geuro μάλιστα θα οδηγούσε όπως αναφερόταν σε εύρωστη ανάπτυξη της οικονομίας ήδη από το 2017. Ο κ. Παπαδημητρίου παραδέχθηκε πάντως αναλαμβάνοντας τα καθήκοντά του πως οι ακαδημαϊκοί μπορούν να λένε πολλά πράγματα αλλά όταν έρχεται η στιγμή που πρέπει να υλοποιήσουν ένα πρόγραμμα τότε βλέπουν ότι μερικά πράγματα που έχουν πει ίσως να είναι λάθος.
Τα δεδομένα δείχνουν πως σε κάθε περίπτωση ένα Geuro δεν θεωρείται αρκετό για να φέρει την άνοιξη. Εξάλλου καθώς η χώρα παγιδεύτηκε σε ένα αλληλοτροφοδοτούμενο υφεσιακό «σπιράλ» και σε μια «παγίδα χρέους», με το ΑΕΠ της να υποχωρεί 26% στα χρόνια της κρίσης, θα πρέπει πολλά να γίνουν για να επανέλθει η οικονομία σε ισχυρούς ρυθμούς διατηρήσιμης ανάπτυξης. Είναι ενδεικτικό ότι οι οικονομολόγοι με βάση τα σημερινά δεδομένα θεωρούν πως η χώρα τα επόμενα χρόνια θα βρίσκεται εγκλωβισμένη σε μια περίοδο ισχνής ανάπτυξης που δεν φθάνει να καλύψει τα μεγάλα ανοίγματα της οικονομίας και της κοινωνίας.
Η κυβέρνηση θα δώσει έμφαση στην προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων και στην επανεκκίνηση της οικονομίας, δήλωσε ο κ. Παπαδημητρίου, την ώρα που όπως εκτιμάται πια ευρέως η χώρα χρειάζεται πάνω από 100 δισ. ευρώ επενδύσεις την επόμενη επταετία για να διατηρηθεί σε θετική αναπτυξιακή πορεία, επενδύσεις που στη σημερινή συγκυρία μπορούν να χρηματοδοτηθούν κυρίως μόνο από το εξωτερικό, εφόσον βέβαια η χώρα καταφέρει και θελήσει κάποτε να γίνει πιο φιλική προς την επιχειρηματικότητα.
Με τον ανασχηματισμό πάντως, η κυβέρνηση δείχνει να επιδιώκει την ταχεία ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, ώστε όπως αναφέρεται η Ελλάδα να επιτύχει νέα ελάφρυνση του χρέους και να ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
Σύμφωνα ωστόσο με τη Citigroup τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το χρέος δεν δείχνουν να ικανοποιούν το ΔΝΤ, ενώ ακόμη και αν συμφωνηθούν μέχρι τον Δεκέμβριο, ανακουφίζουν ελάχιστα τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας, οι οποίες θα πρέπει να κινούνται κάτω από το 15% του ΑΕΠ. Καθώς οποιοδήποτε μακροπρόθεσμο μέτρο ελάφρυνσης του χρέους είναι απίθανο να συμφωνηθεί πριν από το β’ εξάμηνο 2018, η οικονομική συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα παραμένει σύμφωνα με τη Citi αβέβαιη, ενώ η σχετική απόφαση που εκκρεμεί από τις 15 Αυγούστου θα μπορούσε να αναβληθεί και πάλι για τον επόμενο χρόνο.

HeliosPlus