Κεν Λόουτς: «Ζούμε την εποχή της συνειδησιακής βαρβαρότητας»

Εχω συναντήσει πολλές φορές τον Κεν Λόουτς, οπότε ξέρω πάνω-κάτω τον άνθρωπο που θα έχω για μία ακόμη φορά μπροστά μου: έναν ήπιο, χαμηλών τόνων

Εχω συναντήσει πολλές φορές τον Κεν Λόουτς, οπότε ξέρω πάνω-κάτω τον άνθρωπο που θα έχω για μία ακόμη φορά μπροστά μου: έναν ήπιο, χαμηλών τόνων διοπτροφόρο κύριο, με γλυκό χαμόγελο αλλά διαπεραστικό βλέμμα, έναν σκηνοθέτη ο οποίος έχει αφιερώσει όλη τη ζωή του αναδεικνύοντας θέματα που αφορούν τους κατατρεγμένους. Θέματα που πιστεύει. Τα προβλήματα της εργατικής τάξης, η λαίλαπα του «θατσερισμού», η ανάγκη για αλληλεγγύη –θέματα όλα που έχουν αναπτυχθεί στις ταινίες του Λόουτς, ο οποίος τον περασμένο Ιούνιο έκλεισε τα 80.
Βρισκόμαστε στις Κάννες (παρούσα στον χώρο της συνέντευξης είναι και η εγγονή του) και η ταινία του «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ» έχει μόλις προβληθεί προκαλώντας, όπως όλες οι προηγούμενες, συζητήσεις. Είναι η τραγελαφική ιστορία ενός εργάτη του Νιούκαστλ, σχετικά προχωρημένης ηλικίας. Το όνομά του Ντάνιελ Μπλέικ (Ντέιβ Τζονς). Ο Ντάνιελ έπαθε έμφραγμα και οι γιατροί δεν του επιτρέπουν να δουλέψει. Ωστόσο δεν μπορεί να πάρει το επίδομα στήριξης διότι θα πρέπει πρώτα να περάσει από επιτροπή που θα κρίνει αν του επιτρέπεται η χορήγηση του επιδόματος. Για να περάσει όμως από την επιτροπή, θα πρέπει να αποδείξει ότι προσπαθεί να βρει δουλειά –τη δουλειά που οι ίδιοι οι γιατροί δεν του επιτρέπουν να κάνει!
Στη σχεδόν σουρεαλιστική αυτή ιστορία την οποία θα ζήλευε και ο Φραντς Κάφκα προστίθεται και μια γυναίκα, η Κέιτι (Χέιλι Σκουάρις), ανύπαντρη μητέρα δύο παιδιών που η Κοινωνική Πρόνοια έχει στείλει να ζήσει στο Νιούκαστλ επειδή τα σπίτια στο Λονδίνο είναι πανάκριβα. Ανάμεσα στους δύο αυτούς φτωχούς ανθρώπους θα αναπτυχθεί έντονα το στοιχείο της αλληλεγγύης, την ώρα που η διατήρηση της αξιοπρέπειάς τους είναι το μόνο όπλο τους.
Δεν το ξέρουμε την ώρα της συνέντευξης, αλλά το «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ!» πρόκειται να χαρίσει στον Λόουτς έναν δεύτερο Χρυσό Φοίνικα ύστερα από εκείνον που κέρδισε για το «Ο άνεμος χορεύει το κριθάρι». Αποφασίζω να ξεκινήσω την κουβέντα μας με τη φήμη ότι ο «Ντάνιελ Μπλέικ» θα είναι η τελευταία ταινία της καριέρας του.

Θα είναι όντως η τελευταία ταινία σας το «Εγώ, ο Ντιάνιελ Μπλέικ», όπως αναφέρθηκε από τον Τιερί Φρεμό;
«(κομπιάζει) Πραγματικά δεν ξέρω… Δεν μπορώ να πω κάτι άλλο αυτήν τη στιγμή. Θέλω να πω, έχω ήδη κάνει αρκετά ανόητα σχόλια γύρω από αυτό το θέμα. Οταν κάναμε την προηγούμενη από αυτήν ταινία (σ.σ.: «Jimmy’s Hall»), κουράστηκα, ήταν αρκετά δύσκολη ταινία στο γύρισμά της. Με το «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ» σκέφθηκα ότι έχω μπροστά μου ένα βουνό, ότι δεν θα άντεχα να το σκαρφαλώσω. Αλλά τα κατάφερα. Ετσι όμως δεν γίνεται πάντα; Φτιάχνεις κάτι και θυμάσαι από αυτό τις καλές στιγμές του. Και αυτές οι στιγμές σε ωθούν για να φτιάξεις κάτι άλλο. Και κάτι άλλο».
Νιώθετε το ίδιο δυνατός όπως παλαιότερα;
«Δεν ξέρω, ποιος άλλωστε μπορεί να ξέρει; Είναι πάντως εξουθενωτικό για μερικούς μήνες να ξυπνάς στις έξι τα χαράματα και να μην επιστρέφεις σπίτι παρά τα μεσάνυχτα. Αλλά και πάλι, είναι καλύτερο από το να δουλεύεις. Ορισμένες φορές νιώθω ότι δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά παρά να γυρίζω ταινίες».
Είναι μόνο το ότι θέλετε να γυρίζετε ταινίες ή μήπως και το ότι ως πολιτικοποιημένος δημιουργός νιώθετε διαρκώς υποχρεωμένος να δείχνετε με το δάχτυλό σας τα στραβά αυτής της κοινωνίας;
«Δεν έχει να κάνει με το να τα δείχνεις με το δάχτυλό σου… Υπάρχουν ιστορίες που πρέπει να ειπωθούν (σ.σ.: επαναλαμβάνει τη φράση). Πράγματα που αξίζει να επικοινωνήσεις με τον κόσμο. Αν βρεθείς μπροστά σε μια τέτοια ιστορία, ξέρεις ότι δεν θα μπορέσεις να κάνεις πίσω. Θα την πεις».
Υπάρχουν δεκάδες θέματα που απασχολούν την υφήλιο σήμερα, από την άνοδο της άκρας Δεξιάς μέχρι το Μεταναστευτικό. Τι σας ώθησε να επιλέξετε το θέμα του «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ;»
«Νομίζω ότι ήταν μια ιστορία την οποία μπορούσαμε να πούμε. Μια ιστορία την οποία πολύς κόσμος γνωρίζει, χωρίς όμως να έχει δημόσια παρουσία. Και όμως, αυτή η ιστορία επηρεάζει εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους. Μου διαφεύγει το ακριβές στατιστικό στοιχείο, όμως τα τελευταία δύο-τρία χρόνια, περί τα 2 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν βρεθεί σε απόγνωση. Ολόκληρες γενιές ικανών εργατών φθάνουν στο τέλος της ηλικίας που μπορούν να εργαστούν, με προβλήματα υγείας. Και δεν θα εργαστούν ποτέ, γιατί δεν έχουν σχέση με την τεχνολογία και τους είναι δύσκολο να χειριστούν τις υπηρεσίες ευρέσεως εργασίας. Συνηθισμένοι σε πιο παραδοσιακές εργασιακές δομές αισθάνονται χαμένοι και καλούνται να αντιμετωπίσουν την αξιολόγηση του γραφείου εργασίας και επιδομάτων, όπου μπορεί να θεωρηθείς ικανός για δουλειά, ενώ δεν είσαι. Η όλη γραφειοκρατική, ακατανόητη δομή νικάει τους ανθρώπους. Ακούσαμε πολλές σχετικές ιστορίες. Ο Πολ Λάβερτι έγραψε τον χαρακτήρα του Ντάνιελ Μπλέικ και έτσι η ταινία βρήκε τον δρόμο της».
Τι είναι αυτό που σας ωθεί να λέτε αυτές τις ιστορίες; Τι νιώθετε στον κόσμο; Οργή; Απόγνωση; Απογοήτευση;
«Ολα αυτά. Εξάλλου αυτό δεν σημαίνει βρίσκομαι; Είναι το ίδιο με τη δουλειά που κάνετε εσείς οι δημοσιογράφοι. Οταν έχετε ένα θέμα για το οποίο θέλετε πραγματικά να γράψετε, προσπαθείτε να δώσετε τον καλύτερο εαυτό σας για το καλύτερο αποτέλεσμα. Οσο πιο δύσκολο το θέμα, τόσο μεγαλύτερες η πρόκληση και η επιθυμία. Το ίδιο συμβαίνει και με κάποιον που γυρίζει ταινίες».
Τι είναι εκείνο που ως σκηνοθέτη σάς προκαλεί πραγματική ικανοποίηση;
«Υπάρχει ικανοποίηση όταν νιώθεις ότι ξεπερνάς τα όριά σου, όταν σπρώχνεις ένα θέμα στα άκρα, το πας στην άκρη του γκρεμού. Οταν σπρώχνεις κάτι πέρα από τα όριά του, μπορεί τελικά να προκαλέσει αίσθηση, μπορεί ακόμα και να σημάνει τη διαφορά. Αυτό ήταν πολύ έντονο φαινόμενο στη δεκαετία του 1980. Αμέτρητες ιστορίες δεν επιτρέπονταν να ειπωθούν. Κι εμείς τις λέγαμε. Ενα θεατρικό έργο είχε λογοκριθεί. Οταν σπρώχνεις κάτι στα άκρα, μπορείς τελικά να το υλοποιήσεις. Νιώθω απίστευτα τυχερός που κατάφερα να φτιάξω μια μικρή γωνιά στην οποία κάνω τις ταινίες που θέλω να κάνω. Ενα σπάνιο προνόμιο».
Αναπολείτε καθόλου το παρελθόν, σκέφτεστε το πώς η χώρα σας έχει αλλάξει όλα αυτά τα χρόνια;
«Δεν το κάνω κοιτάζοντας πίσω συνειδητά, το νιώθω γύρω μου. Το βασικότερο είναι ότι οι περισσότερες αλλαγές που έχουν προκύψει είναι αλλαγές στην συνείδηση του καθενός, πράγμα που αντικατοπτρίζει την κατάρρευση του σοσιαλιστικού οικοδομήματος. Στη μεταπολεμική περίοδο πολλές χώρες της Ευρώπης είχαν μια κάποια αίσθηση σοσιαλιστικής υποχρέωσης, ο πόλεμος άφησε πίσω του ανθρώπους με ένα αίσθημα ενότητας. Και είναι φυσικό αν κοιτάξουμε τις χώρες που υπέφεραν πολύ με βομβαρδισμούς από έναν άδικο εχθρό, τον φασισμό. Αυτό έφερε κοντά τους ανθρώπους και πέραν τούτου κυριαρχούσε η αίσθηση του κοινού καλού. Ας δουλέψουμε για το κοινό καλό. Και να που 35 χρόνια αργότερα, στη δεκαετία του 1980, όλα αυτά άρχισαν να αλλάζουν. Η ιδέα την οποία καλλιέργησε η Μάργκαρετ Θάτσερ ήταν ότι δεν υπάρχει κοινωνία, υπάρχει ο καθένας για τον εαυτό του. Μην ασχολείσαι με τον γείτονα, ανταγωνισμός και όχι συνεργασία. Το αποτέλεσμα είναι ότι σήμερα, 35 χρόνια αργότερα, η συνείδηση έχει αλλάξει. Το κοινό καλό δεν είναι πλέον κάτι που σκεφτόμαστε. Σκεφτόμαστε: εγώ, η δική μου οικογένεια, το δικό μου εισόδημα, το δικό μου σπίτι. Εσύ δεν με ενδιαφέρεις. Αυτή η στάση επηρεάζει τις κοινωνικές δομές που υποτίθεται ότι μας υποστηρίζουν. Καταρρέουν. Δεν υπάρχει πλέον κοινωνική πρόνοια. Αν είσαι άνεργος, φταις. Θέλετε να σας δώσω παραδείγματα περιπτώσεων που γνωρίζω; Ενας άντρας που συνόδευσε τη γυναίκα του στο νοσοκομείο για να γεννήσει πρόωρα, δεν πήγε στη δουλειά του για αυτόν ακριβώς τον λόγο και απολύθηκε. Απέκτησε ένα παιδί αλλά έχασε τη δουλειά του. Το ίδιο συνέβη με έναν άλλον άνθρωπο που πήγε στην κηδεία του πατέρα του. Ενώ ειδοποίησε τη δουλειά του, εν τέλει απολύθηκε. Μια γυναίκα, μητέρα δύο παιδιών, απολύθηκε γιατί καθυστέρησε πέντε λεπτά στη δουλειά της. Εκατοντάδες παραδείγματα βρίσκονται καθημερινά γύρω μας. Παραδείγματα που αποδεικνύουν τη συνειδησιακή βαρβαρότητα»
Εσείς πώς ζείτε; Είστε ένας γνωστός σκηνοθέτης. Είστε κοινωνικός άνθρωπος;
«Στην Αγγλία δεν είναι και τόσο μεγάλο θέμα. Ζεις απλώς τη ζωή σου. Δεν είσαι υψηλού προφίλ ύπαρξη».
Εσείς όμως βλέπετε γύρω σας την κοινωνική υποχρέωση που αναφέρατε;
«Αναλόγως το πού κοιτάζεις. Σε κάποια κοινωνικά στρώματα μπορείς να τη βρεις. Οι τράπεζες φαγητού, για παράδειγμα. Γίνονται πολλές καμπάνιες. Καμπάνιες για τους ανέργους, καμπάνιες για τους αναπήρους, καμπάνιες για τους αστέγους, καμπάνιες για τα φτωχά παιδιά, καμπάνιες για τους μετανάστες. Αυτό μάς λέει ότι πολύς κόσμος έχει μια αίσθηση κοινωνικής υποχρέωσης, η οποία όμως δεν αντανακλάται στην πολιτική. Η πολιτική κλείνει πόρτες. «Μην τους βάζετε μέσα!». Κι όμως, υπάρχουν πολλοί απλοί άνθρωποι που λένε «καλωσορίσατε». Ολοι αυτοί που κάνουν τις καμπάνιες όμως δεν έχουν όμως πολιτική δύναμη. Η πολιτική συνείδηση σήμερα λέει «τιμωρήστε τους φτωχούς»».
Πού το αποδίδετε αυτό; Είναι μόνον οικονομικοί οι λόγοι;
«Πέρα από τους οικονομικούς λόγους, οι οποίοι σαφώς και υπάρχουν, υπάρχει και ένα ιδεολογικό περιεχόμενο. Είναι μέρος ενός νεοφιλελεύθερου σχεδίου που λέει ότι η εργασία πρέπει να είναι φτηνή. Μιλάμε για ένα σχέδιο δημιουργίας μιας εργατικής τάξης ευάλωτης, που θα δεχθεί χαμηλούς μισθούς, που θα δεχθεί συμβόλαια μικρής διάρκειας, που θα δεχθεί δουλειά μέσω πρακτορείου, που θα δεχθεί προσωρινή απασχόληση. Και όλα αυτά θα γίνουν νόμιμα, με επίσημες αλλαγές στην εργατική νομοθεσία. Για να είναι όμως ευάλωτη η εργατική τάξη, θα πρέπει να νιώθει ότι είναι δική της ευθύνη και όχι ευθύνη του συστήματος. Διότι αν είναι ευθύνη του συστήματος θα πρέπει να αλλάξεις το σύστημα και κανένας δεν θέλει κάτι τέτοιο. Επομένως πρέπει να είναι ευθύνη του ατόμου. Αν είσαι φτωχός, εσύ φταις για τη φτώχεια σου· αν είσαι άνεργος, εσύ φταις. Συνεπώς η τιμωρία είναι μέρος ενός ιδεολογικού περιεχομένου. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που η γραφειοκρατία είναι ανεπαρκής. Η γραφειοκρατία είναι επαρκής στο να τρελαίνει τον κόσμο».
Επομένως για ποιον λόγο ο κόσμος ψηφίζει πρόσωπα που επιτρέπουν να γίνονται όλα αυτά; Πρόσωπα όπως ο Ντέιβιντ Κάμερον για παράδειγμα.
«Καλή ερώτηση. Διότι ο κόσμος έχει φθάσει στο σημείο να πιστεύει, έχει ενθαρρυνθεί να πιστέψει, ότι η φτώχεια είναι φταίξιμο των φτωχών».
Πιστεύετε ότι ο κινηματογράφος, με ταινίες όπως οι δικές σας, μπορεί να κάνει τη διαφορά;
«Καθόλου. Ή πολύ ελάχιστη».
Ποιος θα θέλατε να είναι ο αποδέκτης των ταινιών σας;
«Καθένας με ανοιχτό μυαλό υποθέτω. Κατά κάποιον τρόπο δεν είσαι παρά μια μικρή φωνούλα ανάμεσα σε μια χορωδία φωνών. Ελπίζω πάντως ο κόσμος που θα βλέπει τις ταινίες μου να νιώσει κάτι· ακόμα και θυμό, τον οποίο σε ορισμένες περιπτώσεις είναι καλό να νιώθεις».

πότε & πού:

Η ταινία «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ» προβάλλεται στις αίθουσες Αθήναιον Cinepolis Γλυφάδα – Αίγλη – Δαναός – Ελλη και Κηφισιά της Αθήνας και Μακεδονικόν της Θεσσαλονίκης. Ευχαριστούμε την εταιρεία διανομής Feelgood Entertainment για αυτή τη συνέντευξη.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.