Στις αυξημένες πωλήσεις της τελευταίας στιγμής, από την καθυστερημένη είσοδο της Ελλάδας στην τουριστική αγορά λόγω του προσφυγικού/μεταναστευτικού θέματος και στη γενικευμένη μείωση της Μέσης κατά Κεφαλήν Δαπάνης (ΜΚΔ), αποδίδει την υστέρηση των εισπράξεων, παρά την αύξηση των αφίξεων εφέτος στη χώρα, ο Σύνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ). Οπως σημειώνει στο Στατιστικό Δελτίο του Οκτωβρίου 2016, οι μειωμένες τιμές σε συνδυασμό με την υπερφορολόγηση δημιουργούν ασφυκτικές οικονομικές συνθήκες για τις επιχειρήσεις και τις επενδύσεις.

Σύμφωνα με τα στοιχεία στο Στατιστικό Δελτίο Οκτωβρίου, καταγράφεται γενικευμένη μείωση της ΜΚΔ των επισκεπτών. Συγκεκριμένα, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία έως και τον Ιούλιο 2016, παρατηρείται γενικευμένη μείωση 3% έως 4% σε όλους τους προορισμούς της Μεσογείου (Ελλάδα, Ισπανία, Ιταλία, Κροατία, Κύπρος). Σε αντίθεση με την Ελλάδα, στις άλλες χώρες η αύξηση των αφίξεων ήταν σημαντικά μεγαλύτερη ώστε, παρά την μείωση της ΜΚΔ, να υπάρχει και αύξηση των εισπράξεων.
Με βάση τα πρόσφατα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας τον Αύγουστο οι αφίξεις στη χώρα αυξήθηκαν κατά 1,8%, ενώ οι εισπράξεις περιορίστηκαν κατά 9,2%. Αντίστοιχα, για το εννιάμηνο οι αφίξεις ενισχύθηκαν κατά 1,3% και οι εισπράξεις περιορίστηκαν κατά 7,1%. Τον Σεπτέμβριο, οι αεροπορικές αφίξεις στα κυριότερα αεροδρόμια κατέγραψαν αύξηση 12,9% στα Περιφερειακά και 14,3% στην Αθήνα, ενώ για το διάστημα εννιάμηνο οι αντίστοιχες μεταβολές είναι 7,6% και 7,6%. Επίσης, οι οδικές αφίξεις ενισχύθηκαν κατά 14,4% σε ετήσια βάση, περιορίζοντας τη συνολική μείωση στο 1,3% μέχρι τέλους Σεπτεμβρίου.
Τον Αύγουστο επίσης, το σύνολο των επισκεπτών ξεπέρασε για πρώτη φορά τα πέντε εκατ., πλησιάζοντας το 50% του πληθυσμού της Ελλάδας και αποτυπώνοντας την ελκυστικότητα του ελληνικού τουριστικού προϊόντος. Η ελκυστικότητα αυτή αποτυπώνεται αφενός στη δυνατότητα που έχει ο εισερχόμενος τουρισμός να καταγράψει 35 εκατ. αφίξεις και 20 δισ. ευρώ εισπράξεις στην επόμενη πενταετία υπό την προϋπόθεση ότι θα αρθούν τα φορολογικά αντικίνητρα στο τουριστικό επιχειρείν και θα δημιουργηθεί το κατάλληλο επενδυτικό περιβάλλον και περιβάλλον λειτουργίας των επιχειρήσεων και αφετέρου στο αυξημένο επενδυτικό και επιχειρηματικό ενδιαφέρον για ξενοδοχειακές επενδύσεις, ειδικά στις υψηλές κατηγορίες, κυρίως στην Αθήνα, αλλά και σε άλλους προορισμούς της χώρας.
Φοροδιαφυγή
Αναφερόμενος στο ζήτημα της φοροδιαφυγής στον τουριστικό τομέα, με αφορμή τη δημοσιοποίηση των μειωμένων εσόδων από την Τράπεζα της Ελλάδος και τις ανακοινώσεις της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων (ΓΓΔΕ), ο ΣΕΤΕ επαναλαμβάνει την πάγια θέση του για την υποστήριξη «κάθε ουσιαστικής ενέργειας της Πολιτείας» προς την κατεύθυνση της πάταξης της φοροδιαφυγής. «Εφιστούμε όμως την προσοχή, σε όλους όσοι βιάζονται να εξάγουν συμπεράσματα, στο γεγονός ότι η ΓΓΔΕ παρουσίασε ενδεικτικά ευρήματα που συνέλεξε με τη νέα μεθοδολογία, στα οποία περιλαμβάνονται ως «παραδείγματα» κάποιες μεμονωμένες περιπτώσεις. Τα συνολικά αποτελέσματα θα καταγραφούν με την ολοκλήρωση της έρευνας», υπογραμμίζει ο Σύνδεσμος.
Παράλληλα, σημειώνει ότι πρέπει να γίνει «για ακόμα μια φορά, σαφές και κατανοητό το γεγονός ότι η Ερευνα Συνόρων της ΤτΕ, ακολουθώντας την πρακτική και άλλων Κεντρικών Τραπεζών, καταγράφει, κατά δήλωση του ερωτηθέντος τουρίστα, το συνολικό ποσό που εκείνος δαπάνησε για το ταξίδι του στην χώρα μας. Το ποσό αυτό συμπεριλαμβάνει όλα τα έξοδα που πραγματοποίησε πριν και κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του. Είναι σοβαρό λάθος, επομένως, να συνδέεται η έρευνα (δαπάνης) της ΤτΕ με συνειρμούς σχετικά με την «φοροαποφυγή» των τουριστικών επιχειρήσεων και ειδικά αν και όταν χρησιμοποιείται για τη δημιουργία εντυπώσεων».
Με βάση τα Δελτία Εκτέλεσης του Προϋπολογισμού, ο Σύνδεσμος επισημαίνει ότι παρά τη μείωση των τουριστικών εσόδων, τα έσοδα από τον ΦΠΑ τους μήνες τουριστικής αιχμής Ιούλιο έως Σεπτέμβριο, είναι σαφώς αυξημένα όχι μόνο σε σχέση με πέρυσι, αλλά και σε σχέση με τον Προϋπολογισμό, κάτι που τονίζει ότι «δεν συνάδει με τις απόψεις περί αυξημένης φοροδιαφυγής από τις τουριστικές δραστηριότητες».
Παράλληλα σημειώνεται ότι σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΡΓΑΝΗ, η αύξηση της απασχόλησης (+245.605 θέσεις εργασίας) το πρώτο εννεάμηνο αποτελεί την υψηλότερη καταγεγραμμένη επίδοση από το 2001 για το διάστημα αυτό. Οι εξελίξεις αυτές δείχνουν ότι το δημοσιονομικό πακέτο των 5,4 δισ. ευρώ που επιβλήθηκε, και το οποίο επιβάρυνε σημαντικά την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών τουριστικών επιχειρήσεων, αλλά και το διαθέσιμο εισόδημα του μέσου και ανώτερου στελεχιακού δυναμικού και των ελευθέρων επαγγελματιών, κατά πάσα πιθανότητα ήταν όχι μόνο περιττό από δημοσιονομικής πλευράς, αλλά και επιζήμιο από πλευράς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και διατήρησης του στελεχιακού δυναμικού της.