Χειρότερη από τη δεκαετία του ’90 –όταν κορυφώθηκε ο εμφύλιος ανάμεσα στον τουρκικό στρατό και το ΡΚΚ –χαρακτηρίζουν τη σημερινή κατάσταση στη Νοτιοανατολική Τουρκία οι Κούρδοι. Περισσότεροι από 1.500 νεκροί σε έναν χρόνο, ως επί το πλείστον άμαχοι, γειτονιές ή πόλεις ολόκληρες ισοπεδωμένες, συλλήψεις, απαγόρευση κυκλοφορίας. Παράλληλα οι τούρκοι αριστεροί, 60άρηδες σήμερα, που είχαν υποστεί διώξεις από το στρατιωτικό καθεστώς στη δεκαετία του ’80, συμφωνούν ότι η σημερινή κατάσταση σε ολόκληρη την Τουρκία είναι χειρότερη από τότε και επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο μετά την απόπειρα πραξικοπήματος του Ιουλίου: παρακολουθήσεις, τρομοκράτηση, απολύσεις (χωρίς αποζημίωση), καταπάτηση δικαιωμάτων.
Στη ΝΑ Τουρκία διεξάγεται πόλεμος από τον Ιούλιο του 2015, μετά τις βουλευτικές εκλογές στις οποίες το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δεν κατάφερε να σχηματίσει κυβέρνηση και ένα κουρδικό κόμμα, το HDP, μπήκε για πρώτη φορά στη Βουλή. Πόλεις όπως το Τζίζρε, το Σίρνακ, το Σουρ (όπως ονομάζεται το κέντρο του Ντιγιάρμπακιρ), το Νουσάιμπιν, το Σιλβάν, το Ιντίλ μοιάζουν περισσότερο με το Χαλέπι παρά με τόπους όπου επισήμως δεν γίνεται πόλεμος. Τίποτα από αυτά όμως δεν μεταδίδεται από τα τουρκικά μέσα ενημέρωσης (όσα δεν έχει κλείσει ακόμη ο Ερντογάν), καμία απολύτως εικόνα από τις επιχειρήσεις που διεξάγουν οι τουρκικές δυνάμεις ασφαλείας στη ΝΑ Τουρκία, παρά μόνο μερικές λακωνικές αναφορές ότι πραγματοποιούνται «επιχειρήσεις εναντίον τρομοκρατών» (εννοώντας εναντίον Κούρδων του ΡΚΚ).
«Το Βήμα» επισκέφθηκε το Ντιγιάρμπακιρ και άλλες πόλεις της ΝΑ Τουρκίας την περασμένη εβδομάδα συμμετέχοντας σε μια αποστολή ευρωβουλευτών διοργανωμένη από το Ευρωπαϊκό Αντιρατσιστικό Κίνημα (EGAM) και την τουρκική Οργάνωση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (IHD). Ενδεικτικό της κατάστασης είναι ότι μόνο τρεις ευρωβουλευτές ήρθαν τελικά στη ΝΑ Τουρκία (άλλοι πιέστηκαν από τον υπουργό Εξωτερικών της χώρας τους να μην πάνε). Η μία από τους τρεις αυτούς, η Βρετανή Τζούλι Ουόρντ, από την ομάδα των Σοσιαλιστών, τη δεύτερη μεγαλύτερη στο Ευρωκοινοβούλιο, κρατήθηκε και ανακρίθηκε επί ώρες από την τουρκική αστυνομία στην Κωνσταντινούπολη, μόνο και μόνο επειδή θα συνέχιζε για Ντιγιάρμπακιρ!
Το ’90 χτυπούσαν τα χωριά, σήμερα τις πόλεις


Τον Ιούλιο του 2015, το τουρκικό κράτος διέκοψε την εκεχειρία και τις ειρηνευτικές συνομιλίες με τον Αμπντουλάχ Οτσαλάν και το ΡΚΚ (που είχαν ξεκινήσει στα τέλη του 2013) και άρχισε να επιβάλλει απαγόρευση της κυκλοφορίας σε κουρδικές πόλεις, ορισμένες φορές για πολλές συνεχόμενες εβδομάδες χωρίς διακοπή. Σύμφωνα με την κυβέρνηση, όλα αυτά οφείλονται στο ότι αρκετές κουρδικές πόλεις ανακήρυξαν αυτοδιακυβέρνηση και ύψωσαν οδοφράγματα.

«Μέχρι το 2013, υπήρχε πάντα βία στη ΝΑ Τουρκία. Οταν ξεκίνησαν οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις, χαρήκαμε πολύ και τις υποστηρίξαμε. Δυστυχώς από το περυσινό καλοκαίρι, το κράτος επέστρεψε στην πάγια πολιτική του: την άρνηση και την κατάργηση της κουρδικής ταυτότητας. Το ΡΚΚ επέστρεψε στον ένοπλο αγώνα. Η διαφορά με τη δεκαετία του ’90 είναι ότι τότε οι συγκρούσεις γίνονταν κυρίως σε αγροτικές περιοχές ενώ σήμερα γίνονται στις πόλεις»
λέει ο Ρατζί Μπιλίτζι, επικεφαλής της IHD στο Ντιγιάρμπακιρ. Και εξηγεί: «Τα αιτήματα των τοπικών ένοπλων ομάδων ήταν η επανέναρξη των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων και η άρση της απομόνωσης του Οτσαλάν. Η κυβέρνηση τούς ζήτησε να παραδοθούν, οι ένοπλες ομάδες που σχηματίστηκαν από νέους, συχνά εφήβους, αρνήθηκαν, τοποθέτησαν βόμβες εναντίον των δυνάμεων ασφαλείας και το κράτος αντέδρασε με τεράστια δύναμη: έστειλε τανκς και ελικόπτερα και ισοπέδωσε ολόκληρες γειτονιές».
Στις περιοχές όπου ίσχυσε η απαγόρευση της κυκλοφορίας, πολλές οικογένειες αρνήθηκαν να φύγουν είτε γιατί δεν ήθελαν να αφήσουν τα παιδιά τους που πολεμούσαν τις δυνάμεις ασφαλείας είτε γιατί δεν είχαν πού αλλού να πάνε. Οταν ξεκίνησε η απαγόρευση της κυκλοφορίας, οι αστυνομικοί πυροβολούσαν τις δεξαμενές νερού στις ταράτσες των σπιτιών, ώστε οι άνθρωποι να αναγκαστούν να βγουν λόγω δίψας και τότε τους πυροβολούσαν ελεύθεροι σκοπευτές. Το κράτος έκοβε το ηλεκτρικό ρεύμα και τις τηλεπικοινωνίες. Ενάμισι εκατομμύριο άτομα επηρεάστηκαν από την απαγόρευση της κυκλοφορίας, εκατοντάδες χιλιάδες παραμένουν άστεγοι. Πολλές οικογένειες έκαναν μήνες για να πάρουν το πτώμα των παιδιών τους, ορισμένοι γονείς αναγκάστηκαν να κάνουν απεργία πείνας για να τους δοθεί το νεκρό σώμα. Σήμερα οι γονείς αυτοί αντιμετωπίζουν κατηγορίες για τρομοκρατία.
Εκλεισαν ακόμη και κουρδικό παιδικό κανάλι


«Μετά την απόπειρα πραξικοπήματος του Ιουλίου, η κατάσταση στη ΝΑ Τουρκία επιδεινώθηκε, αν και δεν υπάρχει καμία σχέση ανάμεσα στο κίνημα του Φετουλάχ Γκιουλέν και τους Κούρδους» λέει η δημοσιογράφος Νουρτσάν Μπαϊσάλ, η οποία έχει δύο δίκες εναντίον της επειδή «δυσφήμησε τις δυνάμεις ασφαλείας» με τα άρθρα της. «Η κυβέρνηση αντικατέστησε τους εκλεγμένους κούρδους δημάρχους με διορισμένους αξιωματούχους και έκλεισε όλα τα κουρδικά μέσα ενημέρωσης, ακόμη και ένα παιδικό κανάλι».
Το Σουρ είναι η παραδοσιακή γειτονιά στο κέντρο του Ντιγιάρμπακιρ, στις όχθες του ποταμού Τίγρη. Είχε 596 μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς της Unesco και 23.000 κατοίκους. Σήμερα απομένουν ελάχιστα από τα δύο. Περπατάμε στις παρυφές του Σουρ που δόθηκαν πρόσφατα στην κυκλοφορία. Η καρδιά του παραμένει ακόμη κλειστή. Ολοι οι δρόμοι που οδηγούν προς τα εκεί κόβονται από τσιμεντένια ή άλλα εμπόδια της αστυνομίας, αρκετά ψηλά ώστε να μη φαίνεται τι υπάρχει από πίσω. «Απαγορεύονται οι φωτογραφίες» μας λένε. Τραβάμε ούτως ή άλλως. Ενας έξαλλος αστυνομικός απαιτεί να τις σβήσουμε. Λέμε «Ναι» αλλά δεν τις σβήνουμε.
Ανεβαίνουμε στην ταράτσα ενός πενταώροφου κτιρίου για να δούμε τι υπάρχει στην απαγορευμένη ζώνη. Πλήρης καταστροφή. Εκεί όπου έστεκαν παλαιά κτίρια-κομψοτεχνήματα, σήμερα βρίσκονται μπάζα και χαλάσματα. Η αυτοδιακυβέρνηση και τα οδοφράγματα τελείωσαν με την ολοκληρωτική ισοπέδωση, με βόμβες και ρουκέτες, όποιας γειτονιάς τόλμησε να τα εφαρμόσει. Κάτω από τα μπάζα υπάρχουν ακόμη πτώματα.

«Το Αμέντ (σ.σ.: Ντιγιάρμπακιρ στα κουρδικά) έχει μεγάλη συμβολική αξία για τους Κούρδους»
λέει ο δήμαρχος Φιράτ Ανλί που μας δέχτηκε στο γραφείο του την περασμένη Παρασκευή. Ο ίδιος αποδίδει την κατάρρευση της ειρηνευτικής διαδικασίας σε δύο παράγοντες: στο ότι οι Κούρδοι της Βόρειας Συρίας ανακήρυξαν αυτόνομο κράτος το Ροζάβα (που σημαίνει «Δυτικό» εννοώντας Δυτικό Κουρδιστάν), και στο ότι το κουρδικό HDP μπήκε για πρώτη φορά στη Βουλή, εκλέγοντας 80 βουλευτές στις εκλογές του Ιουνίου 2015 και 59 στις εκλογές του Νοεμβρίου 2015, όταν το ΑΚΡ πέτυχε αυτοδυναμία.
«Θέλουν ισλαμιστικά πρότυπα και νεο-οθωμανικά στοιχεία»


Ο κ. Ανλί απλώνει στο γραφείο του δορυφορικές φωτογραφίες του Σουρ, πριν και μετά την πολύμηνη απαγόρευση της κυκλοφορίας, όπου φαίνεται ότι τα δύο τρίτα είναι κατεστραμμένα. «Από την αρχή των συγκρούσεων, το κράτος δεν επιτρέπει στον Δήμο να μπει στο Σουρ. Θέλει να σβήσει τα στοιχεία για τα εγκλήματα που έχει διαπράξει». Εκφράζει την ανησυχία ότι η τουρκική κυβέρνηση θα μεταφέρει στο Σουρ κατοίκους από άλλες περιοχές της Τουρκίας «για να αλλάξει τον κοινωνικό ιστό της πόλης, να επιβάλει ισλαμικά πρότυπα και νεο-οθωμανικά στοιχεία».

«Στο Κομπανί (σ.σ.: τη γνωστή κουρδική πόλη στη Βόρεια Συρία), τα πάντα είχαν καταστραφεί ύστερα από την επίθεση του Ισλαμικού Κράτους. Το Ντιγιάρμπακιρ είναι η μεγάλη αδερφή πόλη του Κομπανί. Εμείς σχεδιάσαμε την αποκατάσταση των υποδομών του. Εχουμε τη γνώση και την ικανότητα να ανοικοδομήσουμε το Σουρ»
συνεχίζει ο κ. Ανλί. «Εμείς οι Κούρδοι έχουμε αντιμετωπίσει το παρελθόν μας: στη σφαγή των Αρμενίων ήμασταν αυτόπτες μάρτυρες αλλά και δράστες. Πότε θα κάνει και το τουρκικό κράτος το ίδιο;».
Δυστυχώς το τουρκικό κράτος συνέλαβε τον κ. Ανλί τρεις ημέρες μετά τη συνάντησή μας με την κατηγορία ότι έχει διασυνδέσεις με το ΡΚΚ και για τρομοκρατική δραστηριότητα. Ο πραγματικός λόγος βεβαίως είναι να πατάξει κάθε πολιτική, κοινωνική και πολιτιστική δραστηριότητα των Κούρδων. Παράλληλα, το κράτος επέβαλε 12ωρη διακοπή στο Internet στη ΝΑ Τουρκία, προκαλώντας χάος στις επικοινωνίες και στις τραπεζικές συναλλαγές.
Η σύλληψη του εκλεγμένου δημάρχου του Ντιγιάρμπακιρ και της συνδημάρχου (οι Κούρδοι στη ΝΑ Τουρκία και στο Ροζάβα έχουν πάντα δύο δημάρχους ή επικεφαλής κομμάτων και οργανισμών, έναν άντρα και μια γυναίκα) αποτελεί μέρος της εκστρατείας του τουρκικού κράτους κατά των κούρδων πολιτικών. Στο πλαίσιο της εκστρατείας αυτής, ψήφισε την άρση της ασυλίας των βουλευτών του HDP και ξεκίνησε αυτή την εβδομάδα τις συλλήψεις τους. Ενα από τα μεγαλύτερα προβλήματα των Κούρδων είναι ότι το ΡΚΚ θεωρείται τρομοκρατική οργάνωση για την ΕΕ και τις ΗΠΑ (από το 2003 και την εισβολή στο Ιράκ). Ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα αποτελεί η τουρκική νομοθεσία περί τρομοκρατίας, η οποία δίνει πάτημα για τραβηγμένες ερμηνείες και οδηγεί στη δίωξη όποιου τολμά να σηκώσει κεφάλι, συχνά με γελοίες κατηγορίες.
Αϊλά Ακάτ – δικηγόρος, πρώην βουλευτής
«Ολη μου την παιδική ηλικία την έζησα με στρατιωτικό νόμο»
Συναντήσαμε τη δικηγόρο και πρώην βουλευτή Αϊλά Ακάτ την προπερασμένη Παρασκευή στο Ντιγιάρμπακιρ, στα γραφεία του Κογκρέσου Ελεύθερων Γυναικών (KJA), μιας οργάνωσης-ομπρέλα που εκπροσωπεί συνδέσμους γυναικών της περιοχής. «Ολη μου την παιδική ηλικία την έζησα με στρατιωτικό νόμο. Ακολουθούμε την ιδεολογία του Οτσαλάν για τη δημοκρατία, την οικολογία και τη χειραφέτηση των γυναικών. Εχουμε πληρώσει υψηλό τίμημα γι’ αυτό». Η κυρία Ακάτ έχει εκλεγεί δύο φορές στην τουρκική Βουλή και συμμετείχε στην ομάδα των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων ανάμεσα στο κράτος και το ΡΚΚ. «Για τα οκτώ χρόνια που ήμουν βουλευτής, αντιμετωπίζω περισσότερες από 200 δίκες, με κατηγορίες όπως συμμετοχή σε συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις, ενώ όλες μου οι συνεντεύξεις Τύπου θεωρήθηκαν «τρομοκρατική προπαγάνδα κατ’ εντολή του ΡΚΚ». Είμαι δικηγόρος και υπερασπίζομαι το δικαίωμα να χρησιμοποιούμε την κουρδική γλώσσα. Επειδή και το ΡΚΚ υπερασπίζεται το ίδιο δικαίωμα, κατηγορούμαι ότι ακολουθώ τις εντολές του ΡΚΚ». Η κυρία Ακάτ συνελήφθη την περασμένη Τρίτη, με τον τρόπο που φαίνεται στη φωτογραφία, επειδή διαμαρτυρήθηκε για τη σύλληψη του δημάρχου του Ντιγιάρμπακιρ.

Η τουρκική πλευρά της μεθοριακής πόλης Νουσάιμπιν είναι ισοπεδωμένη, ενώ η συριακή στέκει στη θέση της
Η μοίρα μιας κομμένης στα δύο κουρδικής πόλης
Το Νουσάιμπιν είναι μια πόλη που βρίσκεται μισή στη ΝΑ Τουρκία και μισή στη Συρία (όπου ονομάζεται Καμίσλι). Την επισκεφθήκαμε το περασμένο Σάββατο και με έκπληξη διαπιστώσαμε ότι το τουρκικό μισό είναι σε πολύ χειρότερη κατάσταση από το συριακό: τα περισσότερα κτίρια χάσκουν μισογκρεμισμένα μετά τις επιχειρήσεις των τουρκικών δυνάμεων και ολόκληρες γειτονιές παραμένουν περικυκλωμένες από αγκαθωτά συρματοπλέγματα. Οι κάτοικοι μαζεύονται έξω από τα συρματοπλέγματα και κοιτάζουν τα σπίτια τους από μακριά, χωρίς να μπορούν να πάνε να περισώσουν ό,τι γλίτωσε από τα τουρκικά πυρά.

Στα γραφεία του Κόμματος Δημοκρατικών Περιφερειών, που εκπροσωπούν τα τοπικά κουρδικά κόμματα που λαβαίνουν μέρος στις δημοτικές εκλογές και τα οποία είναι διάτρητα από σφαίρες, συναντήσαμε γυναίκες που έχασαν τα παιδιά τους στις πρόσφατες συγκρούσεις. Απλές γυναίκες αλλά δυναμικές, μιλούν κουρδικά γιατί δεν πήγαν σχολείο όπου θα μάθαιναν (μόνο) τα τουρκικά.
«Ελευθερία έκφρασης και για εμάς»

«Οταν άρχισε η απαγόρευση της κυκλοφορίας, αποφασίσαμε να μείνουμε στο Νουσάιμπιν με τα παιδιά μας. Είδαμε βόμβες, χημικά όπλα, τα πάντα» λέει μια γυναίκα. «Πιστεύετε πραγματικά ότι είμαι τρομοκράτισσα; Εχασα 10 συγγενείς στις συγκρούσεις. Ανάμεσά τους ένας γιατρός και ένας φοιτητής. Ηταν κι αυτοί τρομοκράτες; Απαιτούμε τα δικαιώματά μας. Θέλουμε οι Ευρωπαίοι να το καταλάβουν αυτό. Να υποστηρίξετε την ελευθερία της έκφρασης και για μας, όχι μόνο για την Ευρώπη».«Το ΑΚΡ κάνει σε μας ό,τι κάνει το Ισλαμικό Κράτος στη Συρία» λέει η βουλευτής του HDP Γκιουλσέρ Γιλντιρίμ, της οποίας το σπίτι στη Νουσάιμπιν κατέστρεψαν οι τουρκικές δυνάμεις και δεν της επιτρέπουν να πάει να μαζέψει ό,τι τυχόν σώθηκε από τα έπιπλά της.

«Χάσαμε τα πάντα, την πόλη μας, τα παιδιά μας –σκοτώθηκαν, βρίσκονται στη φυλακή ή πήγαν στα βουνά. Τα παιδιά μας ήθελαν μια καλύτερη ζωή. Η ειρηνευτική διαδικασία πρέπει να ξαναξεκινήσει. Να πείτε στον κόσμο τι είδατε εδώ»
λέει μια άλλη γυναίκα. Υστερα από τέσσερις μήνες απαγόρευσης κυκλοφορίας, μόλις πρόσφατα έγινε μια μερική χαλάρωση των μέτρων. «Οταν άρχισε η απαγόρευση, έφυγα με τα έξι παιδιά μου. Μόλις μας επέτρεψαν να επιστρέψουμε, πήγαμε να δούμε το σπίτι. Μια βόμβα ή νάρκη, δεν κατάλαβα, που δεν είχε εκραγεί έσκασε εκείνη την ώρα, σκότωσε ένα από τα παιδιά μου και τραυμάτισε τα άλλα πέντε, το ένα σοβαρά. Το σπίτι μας καταστράφηκε».
Αλλη γυναίκα λέει: «Αποφασίσαμε να μείνουμε στην απαγορευμένη περιοχή με τον άντρα μου, που εργαζόταν στον Δήμο, και τα τέσσερα παιδιά μας. Υστερα από 21 μέρες, ο άντρας μου δεν άντεξε και βγήκε για τσιγάρα. Τον σκότωσε ελεύθερος σκοπευτής μπροστά στο σπίτι μας».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ