«Ηταν μαγική η στιγμή που ανεβήκαμε πρώτη φορά στον λόφο. Ο αρχικός στόχος του έργου είχε επιτευχθεί. Ατενίζαμε την πόλη». Η Ελλη Παγκάλου μιλάει για τον σχεδιασμό του Πάρκου Σταύρος Νιάρχος με την υπερηφάνεια και τη χαρά που έχει ένας επαγγελματίας και ταυτόχρονα ένα παιδί που μόλις επιβραβεύθηκε. Την κατανοώ απόλυτα. Ισως επειδή στα τέλη Αυγούστου –εκεί που δεν θες να πιστέψεις πως έχουν τελειώσει οι διακοπές και αναζητάς εξίσου «ταξιδιάρικες» βόλτες –επισκέφθηκα το Πάρκο και έπειτα από μιάμιση ώρα περιήγησης είχα γεμίσει μυρωδιές, εικόνες και με τον ενθουσιασμό ότι ανακάλυψα το μέρος που θα επισκέπτομαι όταν αναζητώ αποδράσεις του νου. Τη συνάντησα λίγες ημέρες αργότερα στο γραφείο της στο Κολωνάκι, όπου έφτασα περπατώντας από το Μέγαρο Μουσικής, και ενώ μου έβαζε νερό τής περιέγραφα πόσο όμορφη είναι αυτή η διαδρομή.
«Είναι μια από τις αγαπημένες μου βόλτες. Αγαπώ την Αθήνα. Τη θεωρώ μαγική πόλη, γεμάτη εκπλήξεις στο ανάγλυφό της, στο πέρασμα από μεγάλες λεωφόρους σε μικρά στενά, στις εναλλαγές σκιάς και φωτός» θα μου πει με τη σταθερή και ήρεμη φωνή της. Είναι και μια έμμεση απάντηση στην εύλογη απορία ορισμένων για την απόφασή της να επιστρέψει στην Ελλάδα μετά την ολοκλήρωση των σπουδών της στο Εδιμβούργο το 1996. Αλλά ήταν και αυτό το πάθος της να κινήσει μέσα από την επιστήμη της τον μοχλό της αλλαγής. Και όχι ορμώμενη από τον ενθουσιασμό και το πάθος της νιότης, αλλά επειδή στην πραγματικότητα πιστεύει πως οι υπερβολές και η ισοπέδωση μάλλον δρουν ανασταλτικά στην εξέλιξη. Διηγείται στο BHΜΑgazino μια ιστορία από τα «παρασκήνια» του Πάρκου για να το επιβεβαιώσει: «Οταν επισκεφθήκαμε τον χώρο πρώτη φορά με τον Ρέντσο Πιάνο και τους συνεργάτες του, το σκηνικό του εγκαταλελειμμένου ιππόδρομου ήταν αποκαρδιωτικό και δεν υπήρχε ούτε ένα δέντρο να κρατήσουμε, εκτός από κάποιους ευκαλύπτους. Αλλά και γι’ αυτούς υπήρχε ένα μεγάλο ερωτηματικό, καθώς είναι δέντρα που έρχονται από την Αυστραλία και δεν αφήνουν τίποτα να μεγαλώσει δίπλα τους. O Ρέντσο επέμενε να τους κρατήσουμε για να αποτελούν αναφορά για τους κατοίκους, να μην αισθανθούν ότι βεβηλώθηκε ο τόπος τους ώσπου να ολοκληρώσουμε εμείς το έργο μας, ώσπου από τον επίπεδο αυτόν χώρο να σχηματιστεί ένας καταπράσινος λόφος. Μια μικρή λεπτομέρεια, με τεράστια, όμως, σημασία».
Θα μπορούσε το πράσινο να μας αλλάξει; «Θα μπορούσε με έναν τρόπο εκπαιδευτικό και όχι διδακτικό. Ολη αυτή η ιστορία με το πράσινο και την «πράσινη πόλη» έχει να κάνει με την παιδεία μας και με τις «πράσινες» πρακτικές, όπως η διαχείριση απορριμμάτων, όχι με την ποσόστωση πρασίνου. Η ουσία βρίσκεται στην ποιότητα ενός υπαίθριου χώρου και στη χρήση του. Είναι πολύ πιο σημαντικό, για παράδειγμα, σε μια μικρή πλατεία, αντί για εποχικά λουλούδια και παρτέρια με γρασίδι, να έχεις καθιστικά και δέντρα ικανά να δημιουργήσουν τις κατάλληλες συνθήκες διημέρευσης και ευχάριστο μικροκλίμα. Δεν είναι τυχαίο ότι και στο Πάρκο Σταύρος Νιάρχος χρησιμοποιήσαμε μια ποικιλία γρασιδιού που τον χειμώνα θα κιτρινίσει, καθώς και δέντρα και θάμνους που μεταλλάσσονται ακολουθώντας τις εναλλαγές των εποχών. Είναι κι αυτό μια εμπειρία που μας προσφέρει η φύση και πρέπει να τη βιώσουμε και να τη σεβαστούμε».
Επομένως, η γκρίνια περί έλλειψης πρασίνου θα πρέπει να μετατοπιστεί σε πιο ουσιώδη ζητήματα. «Εχουμε πράσινο που δεν φαίνεται. Εχουμε υπαίθριους χώρους που δεν είναι προσβάσιμοι και κινούμαστε περιμετρικά αυτών. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, επίσης, ότι μεταμορφώνονται και οι πόλεις. Τα κτίρια έχουν αναπτυχθεί καθ’ ύψος, ενώ η κλίμακα των δέντρων παραμένει μικρή. Σε μια συζήτηση, λοιπόν, με μια ευρεία ομάδα μελετητών για τον ανασχεδιασμό της Αθήνας, θα πρότεινα να επανεξετάσουμε τη σχέση πεζοδρομίου και κτιρίου, τη σχέση δρόμου και πεζοδρομίου, και μετά να συζητήσουμε τι είδους δέντρο θα βάλουμε. Οι παρεμβάσεις κατά μήκος της Βασιλίσσης Σοφίας που είναι ένα τρομερό παζλ –από φοίνικες μέχρι μουριές –και τα πλατάνια στην Κηφισιά κάνουν ακόμη πιο σαφείς τις αναλογίες ανάμεσα στο δομημένο και στο φυσικό στοιχείο. Η όποια αλλαγή είναι πολύπλευρο θέμα και απαιτεί ομαδική δουλειά με στοχευμένες δράσεις, όπως για παράδειγμα να αραιώσουμε τις πυκνοκατοικημένες περιοχές και να αξιοποιήσουμε τους ελεύθερους χώρους. Δεν χρειάζονται μεγαλεπήβολα σχέδια».
Ωστόσο, το Πάρκο είναι ένα μεγάλο έργο. «Ναι, αλλά και παράλληλα ένα πρότυπο έργο, που επιβεβαιώνει αυτά που συζητάμε, μια μοναδική δωρεά από το Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος, και η συνεργασία με πολλά σημαντικά γραφεία από την Ελλάδα και το εξωτερικό –ακόμη και φοιτητές σε ειδικά προγράμματα μαθητείας –για τη δημιουργία του ΚΠΙΣΝ. Ενα μοναδικό έργο με περιβαλλοντικά πρότυπα, με οργανικούς υπαίθριους χώρους γύρω και «πάνω» από τα κτίρια της Λυρικής και της Βιβλιοθήκης, που δίνει το έναυσμα για την ανάπλαση του Φαληρικού Ορμου –και όχι μόνο. Η ζωή των κατοίκων αναβαθμίστηκε σημαντικά, αν σκεφτεί κανείς πως σε αυτή τη θέση ήταν τα απομεινάρια του Ιππόδρομου, ενός σκουπιδότοπου. Οταν μελετούσαμε ακόμη το έργο, περπατούσαμε μαζί με την Ντέμπορα Νέβινς για να χρονομετρήσουμε τις διάφορες διαδρομές μέσα στο Πάρκο, έτσι ώστε οι κάτοικοι να το εντάξουν στις καθημερινές μετακινήσεις τους. Ακόμη και το Κανάλι λειτουργεί ως αντιπλημμυρικό έργο για τη γύρω περιοχή σε περιπτώσεις έντονης βροχόπτωσης. Φροντίσαμε να εντάξουμε διάφορες δραστηριότητες ώστε να προσελκύουμε τους πολίτες: από τον γραμμικό και ελλειπτικό στίβο, μέχρι τον λαβύρινθο, τις παιδικές χαρές και τον κήπο με τα παιχνίδια του ήχου».
Μήπως τα παιδιά, τελικά, είναι το κλειδί για να επιστρέψουμε στα πάρκα; «Τα παιδιά είναι το κλειδί για όλα. Είναι ο τρόπος να γινόμαστε καλύτεροι. Υπάρχουν γονείς που δεν διαβάζουν βιβλία και όμως για τα παιδιά τους φροντίζουν να αγοράζουν βιβλία. Αλλά, όπως κι αν έχει, τα πάρκα και οι πλατείες είναι τόποι κοινωνικοποίησης όλων μας, γι’ αυτό και πρέπει να αποτελούν πόλο έλξης σε όλες τις ηλικίες. Αλλωστε, το πάρκο είναι ένας ζωντανός οργανισμός. Εμπεριέχει την έννοια της εξέλιξης. Κάτι που γίνεται αντιληπτό όχι μόνο από την ανάπτυξη ή την αλλαγή των δέντρων και των φυτών, αλλά και από άλλα στοιχεία του πάρκου. Επιλέξαμε, για παράδειγμα, να υπάρχουν παγκάκια σε συγκεκριμένα σημεία αλλά και πολλές ελεύθερες καρέκλες –στη λογική των ευρωπαϊκών πάρκων -, οι οποίες, ανάλογα με την ώρα και την εποχή, να μετακινούνται αναλόγως. Μια γοητευτική χορογραφία που μαρτυρά τα ίχνη μιας παρέας ή ενός μοναχικού επισκέπτη. Που μαρτυρά την ύπαρξη και τη διαφοροποίηση».
Είναι περίεργο για εσάς που τελικά το δημιούργημά σας ανεξαρτητοποιείται τόσο; «Αυτή είναι η γοητεία. Το τοπίο θεωρείται ώριμο στα 25 χρόνια και αυτό το στοιχείο είναι που μας δένει με έναν τόπο, οι παράλληλες πορείες μας. Και είναι αυτές οι εναλλαγές και η συνεχής ανθρώπινη παρουσία που κρατούν έναν δημόσιο χώρο ενεργό. Οσο περισσότερο τον επισκεπτόμαστε, τόσο διατηρείται ζωντανός. Οι αρχιτέκτονες τοπίου στην πραγματικότητα δεν χτίζουμε, αφαιρούμε. Οργανώνουμε τα δεδομένα γύρω από την κλίμακα και τις συνθήκες ενός τόπου αλλά πάντα με την παραδοχή ότι τα πάντα είναι μεταβλητά. Τα πλατάνια και τα μικρότερα δέντρα στο Πάρκο σε πέντε χρόνια θα δίνουν μια εντελώς διαφορετική εικόνα στον χώρο».
Η μελέτη, λοιπόν, αφορά βάθος χρόνου. «Φυσικά. Και ένας ακόμη λόγος για τον οποίο με θεωρώ τυχερή που συμμετείχα στη δημιουργία του Πάρκου ήταν και η εμπειρία της άνεσης χρόνου στο στάδιο της μελέτης και ο άμεσος χρόνος κατασκευής –στην Ελλάδα συνήθως συμβαίνει το αντίθετο. Ετσι, είχαμε τη δυνατότητα να προβλέψουμε τα πάντα με κάθε λεπτομέρεια. Στόχος μας ήταν μια υπόμνηση μεσογειακού τοπίου. Ενας αστικός δημόσιος χώρος σε μια κλίμακα που δεν θα προκαλεί σε κανέναν την αγωνία μήπως χαθεί –έχεις εποπτεία από κάθε γωνιά του –και η δημιουργία ενός λόφου που ενώ δίνει την αίσθηση ότι ανεβαίνεις, ταυτόχρονα δεν προκαλεί το αίσθημα της κόπωσης, κάνοντας το Πάρκο προσβάσιμο σε όλους. Προνοήσαμε όλα τα φυτά να έχουν μικρές υδατικές ανάγκες, να μπορεί το υπόστρωμα να συγκρατεί την υγρασία, και καλύψαμε το χώμα με βότσαλο ώστε να περιοριστούν οι ανάγκες συντήρησης και άρδευσης. Ολα τα υλικά έπρεπε να είναι ανακυκλωμένα ή ανακυκλώσιμα και να υπηρετούν τη φυσική αυτή εμπειρία που προαναφέραμε. Γι’ αυτό και το δάπεδο στην παιδική χαρά δεν είναι από καουτσούκ που ξεφτίζει και διαλύεται, αλλά από ειδικά βοτσαλάκια. Γι’ αυτό και η στέγη της Λυρικής γέμισε με τα αγαπημένα μου αγρωστώδη φυτά –που όταν κινούνται με τον αέρα αισθάνεσαι ότι βρίσκεσαι μέσα σε αγρό -, καθώς δροσίζουν το κτίριο, συγκρατούν τα νερά της βροχής και μειώνουν τον θόρυβο».
Εσείς είστε και από τους πρωτοπόρους των φυτεμένων δωμάτων. «Στην Ελλάδα άργησε, αλλά γίνεται αντιληπτή η αναγκαιότητα των φυτεμένων δωμάτων, ιδιαίτερα στα σύγχρονα κτίρια. Προβλέπονται πλέον και στον Νέο Οικοδομικό Κανονισμό. Το φυτεμένο δώμα στεγανοποιεί, θερμομονώνει και έτσι προστατεύει από τις φθορές το κτίριο, ανεβάζοντας την αξία του. Το ανακάλυψα τελειώνοντας το μεταπτυχιακό μου και πίστευα τότε ότι ήταν κάτι που θα μπορούσε να φέρει τη διαφορά στις σύγχρονες πόλεις».
Οσο προχωρούσε η υλοποίηση του Πάρκου στο ΚΠΙΣΝ αντιλαμβανόσασταν τη διαφορά που θα έφερνε; «Ημασταν τυχεροί επειδή είδαμε όλο το έργο στην εξέλιξή του. Δεν είναι από τα έργα που τα σχεδιάζεις, τα βλέπεις μία φορά και φεύγεις. Συμμετείχαμε σε όλη τη διαδικασία και όλοι ήμασταν συναισθηματικά εμπλεκόμενοι, από τον Ανδρέα Δρακόπουλο και τους συνεργάτες του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, τους κατασκευαστές και όλο το τεχνικό προσωπικό. Στο πρώτο άνοιγμα για το κοινό πέρυσι τον Ιούνιο αντιληφθήκαμε ότι αυτό που εισπράτταμε εμείς το αντιλαμβανόταν και ο κόσμος. Τότε είδαμε να γυρίζουν κεφάλια και να ανακαλύπτουν, να μυρίζουν. Ηταν τρομερή συγκίνηση. Οπως και η πρώτη εικόνα που έχω, όταν φυτεύτηκε το πρώτο δέντρο στον άδειο τότε λόφο, στη σκιά του οποίου απόλαυσαν το κολατσιό τους οι εργάτες. Το δέντρο βρήκε αμέσως τον ρόλο του, αμέσως αναπτύχθηκε η σχέση φύσης – ανθρώπου».
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2016
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ