Οσο γράφονταν αυτές οι γραμμές είχε μόλις ξεκινήσει η μεταφορά των βιβλίων. Η νέα βιβλιοθήκη της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών ανοίγει ύστερα από περιπέτειες χρόνων τον Νοέμβριο τόσο για τους φοιτητές της όσο και για όποιον επιθυμεί την πρόσβαση στα (ανέκαθεν) ανοιχτά βιβλιοστάσιά της. Η αρχαιότερη και μεγαλύτερη βιβλιοθήκη τέχνης στην Ελλάδα θα φιλοξενείται εφεξής στα 4.780 τ.μ. ενός κτιρίου που φέρει την αισθητική σφραγίδα του γραφείου «Α66 Εργαστήριο Αρχιτεκτονικής» των Δημήτρη και Σουζάνας Αντωνακάκη. Με σαφή γεωμετρική διάταξη στο εσωτερικό του και έναν χώρο υποδοχής με πολύ μεγάλο ύψος «προκειμένου να δίνει την αίσθηση του ενός ημιυπαίθριου και να δημιουργεί ένα ευχάριστο περιβάλλον για όσους διαβάζουν», σύμφωνα με τους αρχιτέκτονες, καθώς και με δύο υπόγεια με εμβαδόν τα μισά περίπου τετραγωνικά του συνόλου όπου αναδεικνύεται και ο βυζαντινός ληνός (πατητήρι) που βρέθηκε στη διάρκεια των εκσκαφών για τη θεμελίωση. Το κτίριο έχει κατασκευαστεί από οπλισμένο σκυρόδεμα το οποίο σε επιλεγμένες περιοχές έχει μείνει ανεπίχρηστο, διαθέτει επιφάνειες από πωρόλιθο (εξωτερικά) και τελικά δένει αρμονικά με τον εξοπλισμό της βιβλιοθήκης που έχει επιμεληθεί το αρχιτεκτονικό γραφείο workshop Διονύσης Σοτοβίκης. Συγκεκριμένα, το αμφιθέατρο 85 θέσεων, τα βιβλιοστάσια, τα γραφεία, τα καθίσματα, όλα τους από σίδηρο κατά κύριο λόγο αλλά και από ξύλο, με κάποιες διάσπαρτες λεπτομέρειες από μάρμαρο.
Το έργο με αριθμούς


Ολα έτοιμα λοιπόν για να στεγάσουν τα, κατά προσέγγιση, 64.000 βιβλία και 413 τίτλους περιοδικών, τα 600 χαρακτικά, αλλά και τις ειδικές εκδόσεις που θα τοποθετηθούν σε κατάλληλα διαμορφωμένο χώρο, όπως επίσης θα συμβεί και με τη δωρεά του Αρχείου Ιωακειμίδη. Η νέα βιβλιοθήκη θα προσφέρει μια εντελώς νέα εμπειρία, καθώς μεταστεγάζεται από έναν χώρο 550 τ.μ. όπου κάποτε γινόταν επεξεργασία μαλλιού στο πάλαι ποτέ Σικιαρίδειο, το εργοστάσιο εριουργίας όπου μετακόμισε η Καλών Τεχνών τη δεκαετία του ’90. Η μεταφορά καθώς και η χρηματοδότηση του εξοπλισμού και η δημιουργία του αμφιθεάτρου κατέστησαν δυνατές χάρη στην περίφημη δωρεά του Ιδρύματος Νιάρχος, ύψους 400.000 ευρώ, συν 100.000 ευρώ που διέθεσε η διοίκηση της Σχολής από τον τακτικό προϋπολογισμό της. Το κτίριο είχε παραδοθεί από το 2014 και μολονότι η δωρεά εξασφαλίστηκε πριν από δύο χρόνια, παρέμενε αναξιοποίητη εξαιτίας δύο αποτυχημένων διαγωνισμών για την ανάληψη του έργου από αναδόχους. Δεν εκπλήσσει λοιπόν ο όρος που έθεσε το Ιδρυμα Νιάρχος: «Τα εγκαίνια πρέπει να γίνουν εφόσον η Βιβλιοθήκη τελεί υπό λειτουργία», όπως θα πει ο πρύτανης της Σχολής κ. Πάνος Χαραλάμπους, «τα υπολογίζουμε λοιπόν στο τρίτο δεκαήμερο του Νοέμβρη». Η Βιβλιοθήκη αναμένεται ότι θα έχει πάγια έξοδα περίπου 100.000 ευρώ (φως, νερό τηλέφωνο), αλλά «το αμφιθέατρο μπορεί να συμβάλλει στην εξισορρόπηση των εξόδων, γιατί ως χώρος εκπαιδευτικός όπου θα πραγματοποιούνται πολλές δραστηριότητες θα μπορεί να ενταχθεί στον προϋπολογισμό της Σχολής». Για την ώρα θα έχει οκτώ άτομα προσωπικό (μόνιμοι και εποχικοί υπάλληλοι και φοιτητές), αν και αναμένονται και μετατάξεις.
Περιπέτειες ανέγερσης


Η ιστορία της αποπεράτωσής της όμως δεν θα μπορούσε βεβαίως να είναι ανέφελη αν κρίνει κανείς από τις περιπέτειες ανέγερσης δημόσιων κτιρίων. Ξεκινάει το 1995, όταν προκηρύσσεται πανελλήνιος αρχιτεκτονικός διαγωνισμός που αφορά ένα εκτεταμένο κτιριολογικό πρόγραμμα για τη Σχολή και προβλέπει εκτός από τη Βιβλιοθήκη και τη δημιουργία αύλειου χώρου, κτιρίου Διοίκησης και αιθουσών διδασκαλίας καθώς και αίθουσα πολλαπλών χρήσεων. Η πρόταση του γραφείου «Α66 Εργαστήριο Αρχιτεκτονικής» παίρνει το Β’ Βραβείο (Α’ Βραβείο δεν δόθηκε στον συγκεκριμένο διαγωνισμό) από την επιτροπή της οποίας προήδρευε ο τέως πρύτανης κ. Παπαδάκης, αντικαθιστώντας τον Νίκο Κεσσανλή, και αναλαμβάνει τελικά την ανάθεση για το έργο με καθολική αποδοχή από τη διοίκηση της Σχολής. Υπό την πρυτανεία του Χρόνη Μπότσογλου το 2001 το παλιό πρόγραμμα αναθεωρείται και την επόμενη χρονιά υπογράφεται σύμβαση με το ζεύγος Αντωνακάκη και τις Ματίνα Καλογεράκου και Εφη Κουμαριανού, με την αρχιτεκτονική μελέτη προσαρμοσμένη στις απαιτήσεις του νέου κτιριολογικού προγράμματος που έχει εγκρίνει το υπουργείο Παιδείας.
Το κτιριακό πρόγραμμα


Συγκεκριμένα το πρόγραμμα περιλαμβάνει το κτίριο του Τμήματος Μεταπτυχιακών Σπουδών –σήμερα βρίσκεται πάνω από το εργαστήριο γλυπτικής του Γιώργου Λάππα – ως προσθήκη στα υπάρχοντα κτίρια αλλά και την αυτόνομη ανέγερση της Βιβλιοθήκης εκτός του μεγάλου πολυκτιρίου που είχε σχεδιαστεί αρχικά από τους Αντωνακάκηδες, καθώς η χρηματοδότηση προέρχεται από κοινοτικούς πόρους προγράμματος ΕΠΕΑΕΚ, το οποίο προϋποθέτει την ανέγερση μόνο της Βιβλιοθήκης. Οι εκσκαφές ξεκινούν το 2006 και φέρνουν στην επιφάνεια έναν βυζαντινό ληνό, με αποτέλεσμα να παρέμβει η Αρχαιολογική Υπηρεσία και να χρειαστεί εκ νέου αναπροσαρμογή των σχεδίων του υπογείου. Ο ληνός διασώθηκε, όμως η αποπεράτωση του κτιρίου καθυστέρησε, μολονότι το κτίριο του Μεταπτυχιακού εγκαινιάστηκε το 2011. «Μαζί με τη Βιβλιοθήκη συνιστούν το 20% της συνολικής μελέτης για τα υπόλοιπα κτίρια για τα οποία έχει εκδοθεί άδεια οικοδομής από το 2013 με διάρκεια τέσσερα χρόνια» λέει ο κ. Αντωνακάκης. «Μέχρι στιγμής δεν έχει ενεργοποιηθεί η μελέτη για δημοπράτηση. Εμείς δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ότι η Βιβλιοθήκη έχει τελειώσει, από την άποψη ότι πρόκειται για ένα κομμάτι απολύτως συσχετισμένο με το υπόλοιπο πρόγραμμα, καθώς τα υπόλοιπα κτίρια εφάπτονται με τμήμα της» προσθέτει ο κ. Αντωνακάκης. Οσον δε αφορά το κόστος, «καθαρό χωρίς ΦΠΑ είναι της τάξεως των 5.500.000 ευρώ. Πρόκειται βέβαια για ποσό που προσαυξήθηκε λόγω των καθυστερήσεων που προέκυψαν από τις υποχρεωτικές ανασκαφές που επέβαλε η Αρχαιολογική Υπηρεσία, τις αντίστοιχες αναθεωρήσεις και την αύξηση του ΦΠΑ σε 21%, με αποτέλεσμα να χρειαστούν γύρω στα 2.500.000 ευρώ, οπότε συνολικά το κόστος ήταν της τάξης των 8.000.000 ευρώ».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ