Η πρόσφατη κρίση του Ισπανικού Σοσιαλιστικού Κόμματος δεν είναι μεμονωμένο γεγονός. Οι δυνάμεις της ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας βρίσκονται εδώ και μια δεκαετία αντιμέτωπες με πολλαπλά προβλήματα και αδιέξοδα. Και τούτο διότι δεν προέβησαν σε ουσιαστικές αναθεωρήσεις των πολιτικών και της στρατηγικής τους. Η δυσαρμονία τους με τη σύγχρονη κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα δυσχεραίνει την προσπάθειά τους να συμβάλουν στην υπέρβαση της κρίσης που αντιμετωπίζει η γηραιά ήπειρος. Έτσι εξηγείται η υποχώρησή τους.
Χαρακτηριστικές είναι οι κάθε άλλο παρά ενθαρρυντικές επιδόσεις του Ολάντ στη Γαλλία και του Ρέντζι στην Ιταλία. Αντίστοιχα, το SPD στη Γερμανία αδυνατεί να θεμελιώσει διακριτό ρόλο στην κυβέρνηση Μέρκελ. Η πλέον αποκαλυπτική περίπτωση όμως είναι το βρετανικό Εργατικό Κόμμα. Με την εκλογή του Κόρμπιν μετατράπηκε σε αμάλγαμα αναχρονιστικών και παρωχημένων απόψεων. Δεν είναι τυχαίο ότι οι σοβαροί αναλυτές σε όλη την Ευρώπη δεν το συγκρίνουν απλώς με τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά υποστηρίζουν ότι βρίσκεται αριστερότερά του. Φαίνεται πλέον καθαρά ότι στην εποχή της παγκοσμιοποίησης η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία παλινδρομεί σε ξεπερασμένες θέσεις. Δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις νέες ανάγκες και απαιτήσεις. Εξ ου και απώλεσε την προγενέστερη επιρροή της, αφήνοντας χώρο για την περαιτέρω ενίσχυση των συντηρητικών δυνάμεων.
Το ΠΑΣΟΚ διαχρονικά ακολούθησε τη δική του διαδρομή. Άλλωστε, οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της Ελλάδας διέφεραν από αυτές των δυτικών κοινωνιών. Βέβαια, επί Ανδρέα στη μεταγενέστερη περίοδο, αλλά και επί Σημίτη, είχε αποκτήσει χαρακτηριστικά σύγχρονου σοσιαλδημοκρατικού ευρωπαϊκού κόμματος. Η τωρινή καταβαράθρωσή του οφείλεται πρωτίστως στις μνημονιακές πολιτικές που ακολούθησε, καθώς και στην ελλιπή διαχειριστική και πολιτική επάρκεια κατά την τελευταία μονοκομματική του κυβερνητική θητεία. Το πλήγμα, ωστόσο, που υπέστη δεν αντιμετωπίζεται με λογικές επιστροφής στις ρίζες. Ούτε με προσεγγίσεις που παραπέμπουν στον αντιμνημονιακό ΣΥΡΙΖΑ.
Η παλινδρόμησή του το καθιστά αναξιόπιστο και αφερέγγυο. Και το κυριότερο, του στερεί ζωτικό χώρο. Η επίδειξη αριστεροσύνης είναι αχρείαστη, αλλά και άγονη. Αυτοπεριορίζει την απήχησή του στα σημερινά χαμηλά επίπεδα. Διευρύνει την απόστασή του από τις προοδευτικές δυνάμεις που επιζητούν ένα καθαρό και ισχυρό μεταρρυθμιστικό σχήμα. Όσο το ΠΑΣΟΚ εμφανίζεται φορέας παλιών απόψεων, τόσο θα περιχαρακώνεται, αδυνατώντας να προσελκύσει τους πολίτες που αναζητούν νέα έκφραση. Η διάσπαρτη Κεντροαριστερά μπορεί να συγκροτηθεί με ενοποιητική δύναμη μια ισχυρή μεταρρυθμιστική ατζέντα. Αν δεν το επιχειρήσει ένα είναι βέβαιο: Αφήνει το πεδίο ελεύθερο στον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Η αριστεροσύνη δεν συμβάλλει στην ανασύνθεση της προοδευτικής και σοσιαλδημοκρατικής παράταξης. Το μόνο που πετυχαίνει είναι να καλλιεργεί φαντασιώσεις. Το στρατήγημα «ούτε ΣΥΡΙΖΑ ούτε ΝΔ» δεν αρμόζει σε ένα κόμμα που θέλει να έχει τη δική του συνδρομή και συμβολή στην ανάταξη της χώρας και της οικονομίας. Πρόταγμά του οφείλει να είναι η μεταρρυθμιστική συμμαχία όλων των φιλοευρωπαϊκών χωρίς ιδεοληψίες δυνάμεων. Η εμπειρία των Ισπανών σοσιαλιστών δείχνει ότι τα ιστορικά κόμματα οφείλουν να έχουν αυτογνωσία και αυτοσυνειδησία.