Η συνολική φορολογική επιβάρυνση, ως ποσοστό του ΑΕΠ, στην Ελλάδα υπολείπεται κατά 2,5% του ΑΕΠ σε σχέση με τις χώρες της ευρωζώνης. Από την άλλη πλευρά, οι πρωτογενείς μας δαπάνες βρίσκονται πολύ κοντά στον μέσο όρο της ευρωζώνης. Το πρόβλημα, λοιπόν, αυτή τη στιγμή εντοπίζεται στα δύο γνωστά χιλιοειπωμένα σημεία: οι μεν δαπάνες πάσχουν από αναποτελεσματικότητα στη λειτουργία τους και όχι από μεγάλο μέγεθος, τα δε φορολογικά έσοδα δεν είναι αρκετά για να καλύψουν τις δαπάνες. Γιατί συμβαίνει αυτό; Σε απλούς όρους, η πενία εσόδων (προσοχή, ως ποσοστό του ΑΕΠ) οφείλεται:
1. Στη φοροδιαφυγή, που τείνει να αυξάνεται υπό την πίεση της μείωσης των εισοδημάτων και της αύξησης των ονομαστικών φορολογικών συντελεστών, και
2. Στο γεγονός ότι το φορολογικό βάρος κατανέμεται με πολιτικά κριτήρια στις οικονομικές και κοινωνικές ομάδες του πληθυσμού, και όχι δίκαια και ορθολογικά. Το αποτέλεσμα είναι να αυξάνονται συνέχεια οι ονομαστικοί φορολογικοί συντελεστές και, σε συνδυασμό με τη φοροδιαφυγή, αυτό αποτυπώνεται στη μειωμένη εισπραξιμότητα των φόρων και στη συσσώρευση ληξιπροθέσμων χρεών προς το Δημόσιο.
Στις χώρες της ευρωζώνης η αναλογία έμμεσων – άμεσων φόρων είναι 30-70, ενώ στην Ελλάδα 40-60. Ειδικότερα, οι φόροι στο εισόδημα και στην περιουσία στην Ελλάδα (περιλαμβανομένων και των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης) υπολείπονται πέντε ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ. Αυτό σημαίνει ότι ετησίως το Δημόσιο εισπράττει κατ’ αναλογία περί τα 9 δισ. λιγότερα από ό,τι οι χώρες της ευρωζώνης, ενώ από την κατανάλωση εισπράττει περί τα 4,5 δισ. περισσότερα. Τα παραπάνω σημαίνουν ότι η έμφαση πρέπει να δοθεί στην αντιστροφή της σχέσης άμεσων – έμμεσων φόρων και στην αύξηση της εισπραξιμότητας των φόρων, ώστε να καταστεί δυνατή η μείωση των ονομαστικών συντελεστών.
Ο ΕΝΦΙΑ είναι μια κλασική περίπτωση που εμπίπτει στο παραπάνω πλαίσιο. Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να τονιστεί ότι δεν υπάρχει χώρα της ευρωζώνης (πλην Μάλτας), που δεν έχει φόρο στην ιδιοκτησία ακινήτων. Οι διαφορές μας είναι δύο: Πρώτον, στη συντριπτική πλειοψηφία των χωρών της ευρωζώνης οι φόροι αυτοί πάνε στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, ενώ στην Ελλάδα κατά 90% στην Κεντρική Διοίκηση. Δεύτερον, η επιβάρυνση της ιδιοκτησίας είναι από τις υψηλότερες στην Ευρώπη, ως ποσοστό του ΑΕΠ. Για το τελευταίο, όμως, να παρατηρήσουμε ότι αυτό οφείλεται κατ’ αρχάς στο γεγονός ότι ο ΕΝΦΙΑ, όχι απλώς αναπληρώνει τα έσοδα που λείπουν από τον φόρο εισοδήματος, αλλά είναι και διπλός.
Για να γίνει σαφές τι εννοείται με τα παραπάνω, υπενθυμίζουμε ότι υπάρχουν ακόμα οικονομικές ομάδες που τυγχάνουν ακόμη προτιμησιακής μεταχείρισης, όπως τα αγροτικά εισοδήματα. Αν τα αγροτικά εισοδήματα φορολογούνταν όπως κάθε άλλο εισόδημα της παραγωγής, αυτομάτως ο ΕΝΦΙΑ (ή οποιοσδήποτε άλλος φόρος) θα μπορούσε να μειωθεί κατά τουλάχιστον 300 εκατ. Επιπροσθέτως, η ουσιαστική αύξηση της φορολόγησης των εκτός σχεδίου εκτάσεων (που τώρα έχει ως βασικό φόρο το €1/στρέμμα), θα μπορούσε να αποδώσει επιπλέον 300 εκατ. Αυτό σημαίνει, ότι με έναν εξορθολογισμό του κύριου ΕΝΦΙΑ θα μπορούσε να καταργηθεί ο συμπληρωματικός ΕΝΦΙΑ, χωρίς να επιβαρυνθεί η παραγωγή, να μην καταργηθούν κοινωνικά αναγκαίες απαλλαγές και να αυξηθεί η εισπραξιμότητά του. Ας μην παραβλέπουμε το γεγονός ότι οι φόροι ακινήτων είναι συνήθως χαμηλοί, λόγω της αναντιστοιχίας που συνήθως υπάρχει μεταξύ μεγέθους εισοδήματος και περιουσίας.
Δεδομένου ότι σήμερα συνυπάρχουν ο κύριος (ο αρχικός) ΕΝΦΙΑ και ο συμπληρωματικός, που είναι ο παλιός ΦΑΠ, γίνεται αντιληπτό ότι το πρώτο πράγμα που πρέπει να γίνει είναι να καταργηθεί ο εκτρωματικός συμπληρωματικός ΕΝΦΙΑ και όχι ο κύριος, όπως προσανατολίζεται η κυβέρνηση. Αυτό είναι αναγκαίο, λόγω της αναντιστοιχίας εισοδήματος – περιουσίας, που προαναφέραμε, αλλά και επειδή ο συμπληρωματικός ΕΝΦΙΑ δεν επιβάλλεται σε ακίνητα χωρίς αντικειμενική αξία, καθιστώντας άδικη τη φορολογική επιβάρυνση. Επίσης, ας μην ξεχνάμε ότι ο συμπληρωματικός ΕΝΦΙΑ, σε αντίθεση με τον κύριο, στηρίζεται στην έννοια των αντικειμενικών αξιών, που δικαίως της έχει ασκηθεί έντονη κριτική, αφού ούτε κτηματολόγιο διαθέτουμε ως χώρα (παρ’ ότι το έχουμε πληρώσει κάμποσες φορές), ούτε ένα λειτουργικό σύστημα εμπορικών αξιών προβλέπεται να αποκτήσουμε σύντομα.
Συμπερασματικά, ο ΕΝΦΙΑ, δεδομένης της δημοσιονομικής κατάστασης της χώρας, αλλά και της διεθνούς πρακτικής, πρέπει να παραμείνει ως μέρος του φορολογικού συστήματος και να αποδοθεί στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, αλλάζοντας το πλαίσιο των Αυτοτελών Πόρων. Από την άλλη πλευρά, θα πρέπει να επανέλθει στο πλαίσιο του αρχικού σχεδιασμού του, καταργώντας τον συμπληρωματικό ΕΝΦΙΑ, αυξάνοντας τη φορολογία στα εκτός σχεδίου και μειώνοντας τον κύριο ΕΝΦΙΑ. Η χρηματοδότηση του ανοίγματος που θα προκύψει μπορεί να προέλθει, μεταξύ άλλων, από τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και την αύξηση της εισπραξιμότητας των υπόλοιπων φόρων. Με τον ίδιο τρόπο μπορούν να επιστρατευτούν και άλλα δημοσιονομικά μέσα, όπως περικοπές κρατικών σπαταλών και εξορθολογισμός διαφόρων δαπανών, θέματα στα οποία μπορούμε να επεκταθούμε στο μέλλον.


Ο κ. Νίκος Καραβίτης είναι καθηγητής Δημόσιας Οικονομικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

HeliosPlus