Ισχνή ανάπτυξη αναμένουν για την ελληνική οικονομία το 2017 οικονομολόγοι κορυφαίων διεθνών τραπεζών σημειώνοντας ότι καθώς ο νέος προϋπολογισμός προσπαθεί να συνδυάσει ισχυρή ανάκαμψη με έναν νέο γύρο λιτότητας ο κυβερνητικός στόχος μοιάζει δύσκολα επιτεύξιμος, την ώρα που η πιστωτική στενότητα αποτελεί τροχοπέδη στις προοπτικές της οικονομίας, εν μέσω μάλιστα της αβεβαιότητας για το χρέος.
Η Bank of America Merrill Lynch προβλέπει π.χ. για το επόμενο έτος ανάπτυξη 1,2%, έναντι 1% της Deutsche Bank, 1,7% της Credit Suisse, 0,5% της Citigroup, 1,5% της UBS, 0,7% της Barclays, 1,8% της Moody’s, με το Consensus, δηλαδή τον μέσο όρο των εκτιμήσεων, να διαμορφώνεται στο 0,9%, την ώρα πάντως που το ΔΝΤ (+2,8%) ξεπερνά τις εκτιμήσεις της Κομισιόν και του προϋπολογισμού για ανάπτυξη στο 2,7% τον επόμενο χρόνο, αλλά για διαφορετικούς λόγους και με ένα διαφορετικό μείγμα πολιτικής.
Κυκλική ανάκαμψη


Οπως εκτιμούν οι οικονομολόγοι, αν και το μεγάλο παραγωγικό κενό αφήνει αρκετό χώρο για μια κυκλική ανάκαμψη, ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ στην περιοχή του 3% απαιτεί εισροές επενδυτικών κεφαλαίων 5-6 δισ. ευρώ ετησίως, τη στιγμή μάλιστα που σύμφωνα με τη Eurobank η σωρευτική υφεσιακή επίπτωση των νέων δημοσιονομικών μέτρων ως το 2018 εκτιμάται σε 5,5 δισ. ευρώ, καθιστώντας επιτακτική την ανάγκη της συνεχούς αποπληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου ώστε να περιοριστεί ο αντίκτυπος στην οικονομία.
Για τη Citigroup, με το ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών να παραμένει βαθιά αρνητικό (γύρω στο -6% του διαθέσιμου εισοδήματος) και με τα συνεχιζόμενα capital controls να περιορίζουν τις εξαγωγές, είναι απίθανο να εισέλθει η ελληνική οικονομία σε ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης σύντομα.
Μάλιστα θεωρεί απίθανο η κυβέρνηση να καλύψει τον στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 1,8% το 2017, αναμένοντας αναθεώρηση των δημοσιονομικών προβλέψεων μέσα στα επόμενα τρίμηνα. Την ίδια στιγμή και το ΔΝΤ προβλέπει για το 2017 πρωτογενές πλεόνασμα 0,7% αντί 1,75% που λέει το ευρωπαϊκό πρόγραμμα και 1,8% που υπολογίζει η κυβέρνηση.
Το ΔΝΤ μάλιστα έχει επανειλημμένως επαναλάβει τη θέση του ότι το πρόγραμμα πρέπει να στηρίζεται σε δύο πόδια, στις μεταρρυθμίσεις και στην ελάφρυνση χρέους, θεωρώντας ότι ο στόχος που έθεσαν οι ευρωπαίοι πιστωτές για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% το 2018 και μεσοπρόθεσμα είναι υπερβολικά φιλόδοξος και το χρέος μη βιώσιμο με τα δειλά μέτρα ελάφρυνσης υπό συζήτηση. Ετσι ζητά συγκεκριμένες υποσχέσεις από τους Ευρωπαίους για την έκταση της ελάφρυνσης τους ελληνικού χρέους, διότι διαφορετικά δεν επιθυμεί να συμμετάσχει στο πρόγραμμα βοήθειας.
Για την Bank of America το ΔΝΤ ζητά πολύ περισσότερα από ό,τι μπορούν να δώσουν οι Ευρωπαίοι και τονίζει πως για να γίνει βιώσιμο το χρέος απαιτεί πιο ρεαλιστικούς στόχους για βιώσιμα πλεονάσματα. Παράλληλα και η ΕΚΤ αναμένεται να τηρήσει σκληρή στάση, καθώς και αυτή απαιτεί το ελληνικό χρέος να είναι βιώσιμο έτσι ώστε να εντάξει τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE). Η ΕΚΤ θα περιμένει την Κομισιόν και το ΔΝΤ να λύσουν τις διαφορές τους προτού προχωρήσει στη δική της αξιολόγηση για το χρέος της Ελλάδας και αυτό υποδηλώνει ότι η συμμετοχή στο QE δεν είναι πιθανό να συμβεί σύντομα.
Οι γερμανικές εκλογές


Η Barclays εκτιμά πως το νωρίτερο που θα μπορούσε να συμβεί είναι στις αρχές του 2017, αλλά όπως αναφέρει δεν αποκλείεται οι σχετικές αποφάσεις να αναβληθούν για μετά τις γερμανικές εκλογές τον Σεπτέμβριο του 2017. Για να καταστούν πάντως επιλέξιμα τα ελληνικά κρατικά ομόλογα για το πρόγραμμα QE της ΕΚΤ, απαιτείται στιβαρή εκτέλεση του ελληνικού προγράμματος από την κυβέρνηση αλλά και συμφωνία ΔΝΤ και ευρωπαίων πιστωτών για την ελάφρυνση του κόστους εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους.
Η Barclays προχώρησε στην καταγραφή τεσσάρων σεναρίων σχετικά με τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους:
1. Στο πρώτο σενάριο δεν υπάρχει καμία αλλαγή στη στρατηγική με αποτέλεσμα οι χρηματοδοτικές ανάγκες να υπερβούν το 15% του ΑΕΠ από το 2024 και το 20% μόλις πέντε χρόνια αργότερα, καθιστώντας μη βιώσιμο το χρέος.
2. Στο δεύτερο εξετάζεται η συμβολή των ιδιωτικοποιήσεων οι οποίες τα τελευταία πέντε χρόνια ανήλθαν σε 3 δισ. ευρώ. Ακόμη και αν ο ρυθμός αυξηθεί σε 1 δισ. ετησίως, τα έσοδα θα φτάσουν μόλις τα 25 δισ. ως το 2040, έναντι της δέσμευσης για 50 δισ. στο τρίτο Μνημόνιο, ενώ η δυναμική του χρέους το καθιστά ούτως ή άλλως μη βιώσιμο.
3. Στο τρίτο σενάριο έχουμε μια απλή αναδιάρθρωση με επιμήκυνση των δανείων EFSF / ESM / GLF (από χώρες της ευρωζώνης), περίοδο χάριτος ως το 2041 και αναχρηματοδότηση από τον ESM που μειώνει στο μισό το επιτόκιο από το 2018. Αν και η λύση αυτή μπορεί να θεωρηθεί καλή για τους Ευρωπαίους και να επαρκέσει ίσως για τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα, εν τούτοις δεν βοηθά την Ελλάδα καθώς το κόστος εξυπηρέτησης θα ξεπεράσει το 20% του ΑΕΠ λίγο πριν από το 2040.
4. Τέλος, στο τέταρτο σενάριο έχουμε μια πιο βαθιά αναδιάρθρωση μέσω της επέκτασης της ωρίμασης των ομολόγων EFSF / ESM / GLF ως το 2041, ενώ τα δάνεια της ΕΚΤ και του ΔΝΤ θα μπορούσαν να μεταφερθούν στον ESM. Παράλληλα η Ελλάδα δεν θα πληρώσει τόκους ως το 2040, βελτιώνοντας τη δυναμική του χρέους.
Για την Barclays το τέταρτο σενάριο είναι πιο κοντά στο ΔΝΤ, ενώ οι Ευρωπαίοι είναι πιο κοντά στο τρίτο σενάριο.

Αναλυτές
Τα ρίσκα και οι πολιτικοί κίνδυνοι

Για ορισμένους η ελάφρυνση του χρέους είναι ουσιώδης για να αποτραπεί μια νέα πολιτική αναταραχή, ενώ αποτελεί εμπόδιο για μια πλήρη και διατηρήσιμη επιστροφή της Ελλάδας στις κεφαλαιαγορές τόσο για το κράτος όσο και για τον ιδιωτικό τομέα. Η Moody’s «βλέπει» ότι τα ρίσκα σχετικά με την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων θα παραμείνουν υψηλά, λόγω των πολιτικών συσχετισμών, των αδύναμων θεσμών και της κοινωνικής δυσαρέσκειας, ενώ η Citi που δεν αναμένει πρόωρες εκλογές περιμένει να αξιολογήσει τον ανασχηματισμό που θα ακολουθήσει μετά το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ