Δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία η υπουργική εντολή για την εφαρμογή του Νέου Προγράμματος Σπουδών (νπσ) στο Μάθημα των Θρησκευτικών στο Δημοτικό και τη Μέση Εκπαίδευση. Είχε προετοιμαστεί από το 2011, είχε εφαρμοστεί σε πιλοτικό επίπεδο και είχε αναθεωρηθεί αρκετές φορές. Ταυτόχρονα είχε προκαλέσει μεγάλες αντιδράσεις από σημαντική μερίδα εκπαιδευτικών αλλά και της Πανελληνίου Ενώσεως Θεολόγων, όπως και πρόσφατα από την ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος. Κορύφωση αυτής της αντίδρασης ήλθε με τις δηλώσεις του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου εναντίον του νπσ, οι οποίες προκάλεσαν «ιερό πόλεμο» με τον Υπουργό Παιδείας κ. Φίλη και χρειάστηκε η παρέμβαση του Πρωθυπουργού για να ηρεμήσουν τα πράγματα. Ποιο είναι όμως το αντικείμενο της διαμάχης;
Για να είμαι δίκαιος πρέπει να εξηγήσω ότι δεν έχω εργαστεί ούτε για την προετοιμασία του νπσ ούτε το έχω δουλέψει σε τάξη κάποιου πιλοτικού προγράμματος. Η επαφή μου έγκειται στα σεμινάρια που παρακολούθησα μέχρι τώρα και στη μελέτη και προετοιμασία του για τη μελλοντική χρήση στην τάξη, αν τελικά επιβληθεί.
Το νπσ προβλέπει μεγάλες μεταβολές στη μέχρι τώρα πράξη της διδασκαλίας του μαθήματος. Επιδιώκει να αφήσει στην άκρη τη μετωπική διδασκαλία και επιβάλει την εφαρμογή πιο σύγχρονων μεθόδων, όπως βιωματικής, ομαδοσυνεργατικής κλπ. Αυτό σημαίνει ότι ο δάσκαλος ή ο καθηγητής συντονίζει την εργασία των μαθητών και δεν είναι ο μόνος που προσφέρει γνώσεις. Επιβλέπει απλώς την αναζήτηση γνώσεων από τους ίδιους τους εκπαιδευόμενους. Μεγάλη σημασία δόθηκε στα σεμινάρια στην ιδέα ότι με το νπσ «ο μαθητής μαθαίνει πώς να μαθαίνει». Γι’ αυτό αρχικά δεν προβλεπόταν η έκδοση σχετικού εγχειριδίου αλλά απλώς η σύνταξη Φακέλου Μαθήματος (syllabus) από τον διδάσκοντα, σε συνεργασία με τους μαθητές. Η αρχική αυτή σκέψη προσγειώθηκε, με βάση την ελλαδική σχολική πραγματικότητα, και έτσι σχεδιάστηκε να βγει νέο βιβλίο για το μάθημα σε όλες τις τάξεις. Πέρα από τις παλινωδίες που παρατηρήθηκαν σ’ αυτό το θέμα, η σχεδόν αναγκαστική επιβολή νέων μεθόδων διδασκαλίας, με συγκεκριμένα σενάρια που θα προβλέπονται στα νέα βιβλία, στερεί από τον εκπαιδευτικό τη δυνατότητα να επιλέξει τη μέθοδο διδασκαλίας που ταιριάζει κάθε φορά στη μαθητική ομάδα που έχει στην τάξη. Είναι κοινά παραδεκτό ότι δεν εφαρμόζεται με την ίδια επιτυχία η ίδια μέθοδος σε διαφορετικές ομάδες μαθητών. Πολύ περισσότερο αν την εφαρμόζουν διαφορετικοί διδάσκοντες. Αλλά και όλοι οι διδάσκοντες κατά γενική ομολογία δεν κατέχουν τις απαραίτητες τεχνικές που απαιτούνται από το νπσ. Άρα θα χρειαστεί μια μακρά περίοδος εκπαίδευσης των δασκάλων και των καθηγητών για να μπορούν να το υποστηρίξουν, με ότι αυτό συνεπάγεται σε οικονομικό κόστος αλλά και σε χρονική καθυστέρηση.
Μια ακόμη μεταβολή είναι η φιλοδοξία του νπσ να επιτρέψει στον μαθητή να ανακαλύψει μόνος του με αυτεπιγνωστικό τρόπο τη θρησκευτικότητά του και να τοποθετηθεί με τον δικό του -προσωπικό πια- τρόπο απέναντι στην πίστη. Αυτό, βεβαίως, επιβάλλει την εξέλιξη της ήδη υπάρχουσας θρησκευτικής εμπειρίας του ίδιου, ώστε να μην είναι απαραίτητη η παροχή γνώσεων από τον καθηγητή, κάτι που θα μπορούσε να χειραγωγήσει τον μαθητή. Στο θέμα αυτό προκύπτει μια ακόμη αμφιβολία: Στη σημερινή εποχή δεν είναι βέβαιο ότι η πλειοψηφία των μαθητών έχει κάποιες θρησκευτικές εμπειρίες, τόσο ικανές που να μπορεί να τις κομίσει στην εκπαιδευτική πράξη μέσα στην τάξη και να χτίσει πάνω σ’ αυτές την αυτεπιγνωστική του οδό. Οι πηγές, μάλιστα, πληροφόρησης που επικαλούνται οι συντελεστές του προγράμματος ότι παρέχουν τέτοιες γνώσεις στον μαθητή (όπως η τηλεόραση, οι ταινίες ή τα ΜΜΕ κλπ.) δεν μπορούν να παράσχουν αντικειμενική άποψη περί των θρησκειών ή της Ορθόδοξης πίστης, αλλά αντίθετα πολλές φορές αλλοιώνουν αυτήν την εικόνα τους με τρόπο που να συσκοτίζουν τους μαθητές αντί να τους πληροφορούν. Άρα στο μάθημα απλώς θα αναπαράγεται μια τέτοια πληροφόρηση και μαζί της τα στερεότυπα των ΜΜΕ ή των χολιγουντιανών υπερπαραγωγών (βλ. Κώδικας Ντα Βίντσι)!
Στα σεμινάρια, μάλιστα, ακούστηκε από τους συντελεστές ότι ο καθηγητής δεν πρέπει να εκφράζει καθόλου την ορθόδοξη οπτική πάνω στα εξεταζόμενα θέματα, ώστε να μην επηρεάσει τον μαθητή. Η αίσθηση που μου προκλήθηκε από αυτές τις οδηγίες είναι ότι δεν θεωρείται η χριστιανική παράδοση ως καλό κεκτημένο της κοινωνίας μας και γενικότερα του πολιτισμού μας, άρα δεν υπάρχει λόγος να προταθεί προς τον μαθητή, ώστε αυτός να βρει μόνος του τον δρόμο. Η απορία μου είναι αν κάτι παρόμοιο θα μπορούσε να διατυπωθεί και στο μάθημα της Κοινωνικής Πολιτικής Αγωγής, πως δηλαδή το δημοκρατικό πολίτευμα δεν είναι καλό κεκτημένο της Αρχαίας Ελλάδας, της Ευρώπης και της Ελλάδας σήμερα και ότι δεν μπορεί να προβληθεί στους μαθητές ως το υπάρχον πολιτικό σύστημα, ώστε μόνοι τους να ανακαλύψουν το σύστημα που τους ταιριάζει!
Μια ακόμη αλλαγή, ίσως η σημαντικότερη κατά τη γνώμη μου, είναι πως εγκαταλείπεται η γραμμική μελέτη της ιστορίας του Χριστιανισμού και υιοθετείται η θεματική διαστρωμάτωση της ύλης. Αυτό ισχύει σε όλες τις βαθμίδες από το Δημοτικό έως το Λύκειο. Έτσι η 2η Δ.Ε. της Α΄ Γυμνασίου ξεκινάει της συνάντησης Χριστιανισμού και Ελληνισμού, η επόμενη Δ.Ε. με την Πρώτη Εκκλησία στα Ιεροσόλυμα, ακολουθούν οι αιρέσεις κ.ο.κ. Αν ο εκπαιδευτικός μείνει συνεπής στην πρώτη αρχή, ότι οι μαθητές κομίζουν ήδη κεκτημένες γνώσεις, τότε θα πρέπει να θεωρηθεί ως προαπαιτούμενη η γνώση της ρωμαϊκής και πρώιμης βυζαντινής εποχής (διδάσκεται στην Ιστορία της Β΄ τάξης) αλλά και της ιστορίας του Χριστού, της Πεντηκοστής κ.α. Από πού, όμως θα τις έχει ο μαθητής τέτοιες γνώσεις; Από τις ταινίες που παίζονται κάθε χρόνο κατά τη Μεγάλη Εβδομάδα, μήπως;
Εδώ μπορεί να εκφραστεί η πιο σοβαρή θεωρητική αντίρρηση. Με τη θεματικοποίηση της ύλης και τη διάσπαρτη αναφορά σε ιστορικά γεγονότα, με εντελώς ανάποδη σειρά χάνεται η ιστορικότητα του Χριστιανισμού και η προϊστορία του. Σε καθαρά θεολογική γλώσσα χάνεται η αίσθηση της γραμμικής πόρευσης από τη δημιουργία του κόσμου έως τα έσχατα, με τέτοιο τρόπο που απομακρύνει τον μαθητή από την αντίληψη της εξέλιξης των πραγμάτων και της επίδρασης της χριστιανικής Εκκλησίας στις εξελίξεις της παγκόσμιας ιστορίας. Άρα δίνεται για τη θρησκεία και συγκεκριμένα για την Εκκλησία η εικόνα μιας μεταφυσικής και ανιστορικής ιδεολογίας και όχι της εν τόπω και χρόνω πραγματικότητας που επηρεάζει μέχρι και σήμερα τη ζωή δισεκατομμυρίων ανθρώπων.
Στην περίπτωση που επιβληθούν τα νπσ, αυτό το θέμα πρέπει, νομίζω, να αναδιαμορφωθεί και να διορθωθεί σε μια αναθεώρηση σύντομα, τουλάχιστον για το Δημοτικό και για το Γυμνάσιο, όπου οικοδομούνται οι βασικές γνώσεις των μαθητών. Στο Λύκειο ένα θεματικό μοντέλο θα μπορούσε να εφαρμοστεί πολύ πιο ανώδυνα, αφού οι μαθητές περνούν στη φάση της κριτικής ανάπτυξης και είναι σε θέση να αντιληφθούν με πιο αφηρημένο τρόπο τις επί μέρους έννοιες.
Το μεγάλο αγκάθι του νπσ, όπως τουλάχιστον το παρουσιάζουν οι πολέμιοί του, είναι η εισαγωγή γνώσεων για τις άλλες θρησκείες και η μελέτη τους από τους μαθητές ήδη της βαθμίδας του Δημοτικού. Αυτό έχει δώσει την ευκαιρία στον Υπουργό Παιδείας να διατυμπανίζει σε κάθε περίπτωση ότι το νπσ καθιστά το μάθημα των Θρησκευτικών πιο θρησκειολογικό, άρα το κάνει ανεκτό στη νέα κοινωνική πραγματικότητα που ευαγγελίζεται η «πρώτη φορά αριστερά» κυβέρνηση. Σε αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή το μάθημα παρέμενε «κατηχητικό» και ομολογιακό, θα καταργείτο από το σχολείο.
Θέλοντας να ξεφύγω από το εκβιαστικό δίλλημα, οφείλω να αναγνωρίσω ότι ούτε «κατηχητικό» ήταν πριν το μάθημα ούτε «θρησκειολογικό» θα γίνει τώρα! Ούτε καν η μεταστροφή του ενδιαφέροντος από την ορθόδοξη πίστη προς το φαινόμενο γενικότερα της θρησκείας μπορεί να υποστηριχθεί ότι επιτυγχάνεται. Το μόνο που, κατά τη γνώμη μου, κάνει το νπσ είναι να φορτώνει τον μαθητή με άχρηστες για την ηλικία του γνώσεις για τις άλλες πίστες, ενώ δεν έχει προσλαμβάνουσες παραστάσεις για να τις επεξεργαστεί, κυρίως στις βαθμίδες Δημοτικού και Γυμνασίου.
Όταν στη Γ΄ Δημοτικού συγκρίνει τα Χριστούγεννα με τη Ρος Ασανά των Εβραίων ή το Ιντ-αλ-Φιτρ των Μουσουλμάνων, εορτές που δεν θα τις συναντήσει ποτέ η πλειοψηφία των μαθητών (εκτός κι αν ζουν στη Θράκη) -εδώ δεν είναι βέβαιο ότι έρχονται οι χριστιανοί μαθητές σε επαφή με τα Χριστούγεννα- τι να κάνει κι ο δάσκαλος; Καλή η πρόθεση αλλά στην πράξη θέλει άλλες άλλου είδους εφαρμογή, πιο προσγειωμένη κατά τη γνώμη μου.
Όσον αφορά για το αν το νπσ είναι «επικίνδυνο» ή «επιζήμιο», όπως ακούστηκε από τον Αρχιεπίσκοπο, δεν θα πάρω θέση. Με βάση την μέχρι τώρα διδακτική εμπειρία μου θεωρώ ότι η επικινδυνότητα όλων των μαθημάτων εξαρτάται από την εκπαιδευτική στάση του διδάσκοντα. Κάποιος μπορεί να δηλητηριάζει τις ψυχές των μαθητών με ακραίες διδασκαλίες κάνοντας μαθηματικά ή γεωγραφία ή γυμναστική. Αντίστροφα, κάποιος κάνοντας καθαρή και αδογμάτιστη θρησκειολογία μπορεί να προβάλλει τόσο φανατικά τη δική του θρησκευτικότητα, ώστε να μετατρέπει σε «ταλιμπάν» ανίσχυρους να ξεφύγουν από τη διδασκαλική του γοητεία μαθητές.
Απ’ την άλλη, η σκοπούμενη και επαγγελόμενη απαλλαγή της σχολικής ζωής από το φαινόμενο των απαλλαγών, μέσω της μετατροπής του μαθήματος σε γενικότερη προσφορά γνώσεων περί της θρησκείας, πιστεύω πως δεν θα είναι εφικτή ούτε με την εφαρμογή του νπσ. Ήδη οι αλλόδοξοι και αλλόθρησκοι μαθητές έχουν δια νόμου τη δυνατότητα διδασκαλίας των δικών τους θρησκευτικών «Πιστεύω» και μάλιστα με εκπαιδευτικούς που επιλέγονται από τις δικές τους θρησκευτικές κοινότητες κατά παρέκκλιση ακόμη και των πινάκων διορισμών. Άρα το νπσ δεν θα απευθύνεται σε όλους τους μαθητές της χώρας, όπως παρέχονται π.χ. τα Μαθηματικά ή η Βιολογία. Πέρα από το ερώτημα, γιατί σε κάποιους μαθητές επιτρέπεται να έχουν ομολογιακό μάθημα κι όχι θρησκειολογικό, είναι πολύ σοβαρό και το ερώτημα, τί θα κάνουν άλλες θρησκευτικές ομάδες, που έχουν πολύ συγκεκριμένη οπτική περί της εκπαίδευσης των παιδιών τους, όπως οι Μάρτυρες του Ιεχωβά; Θα δεχτούν να διδαχτούν ένα μάθημα από ορθόδοξο θεολόγο ή θα φορτώνονται οι μαθητές αυτής της θρησκευτικής κοινότητας με απουσίες; Κατά πάσα πιθανότητα, αν επιμείνουν οι κυβερνώντες να προβάλλουν το νπσ ως θρησκειολογικό και απαιτούν να διδάσκεται σε όλους τους μαθητές, θα έχουμε στο επόμενο διάστημα δικαστικές αποφάσεις για απαλλαγές και έτσι θα ανατραπεί η όλη κυβερνητική στόχευση. Το μόνο που θα μείνει θα είναι η αναταραχή στην εκπαιδευτική κοινότητα και η τόνωση των ακραίων τάσεων με αφορμή ένα μάθημα, το οποίο όφειλε να είναι αιτία ειρήνευσης και καταλλαγής και όχι διαμάχης.
Τελειώνοντας αυτή τη μικρή παράθεση σκέψεων -γιατί ένα τέτοιο θέμα δεν μπορεί να αναλυθεί σε λίγων δεκάδων γραμμών κείμενο, οφείλω να καταθέσω την πρότασή μου. Θεωρώ ως πιο χρήσιμη στην παρούσα φάση την αναβολή της εφαρμογής του νπσ μέχρι να διορθωθεί στην διάρθρωση της ύλης του, με παράλληλη επιμόρφωση στους καθηγητές πάνω στις νέες τεχνικές διδασκαλίας, οι οποίες θεωρούνται προαπαιτούμενες για την επιτυχία του. Αλλιώς θα καταντήσει και το νπσ μια ακόμη πολυδιαφημισμένη αλλαγή που όμως έμεινε στα χαρτιά!
Ο κ. Γεώργιος Β. Τσούπρας είναι Δρ Θεολογίας