Το σωρευτικό εμπορικό έλλειμμα (χωρίς τα πετρελαιοειδή) της χώρας την τελευταία 15ετία, ισούται σχεδόν με το τρέχον χρέος της (348 δισ. ελλείμματος, έναντι 338 δισ. ευρώ χρέους), σημειώνει ο Σύνδεσμος Εξαγωγέων, φωτίζοντας ένα από τα δομικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας. Μάλιστα, σημειώνει, τα 219 δισ. ευρώ εκ των 348 δισ. ευρώ του εμπορικού ελλείμματος σχηματίστηκαν την περίοδο 2001-2008 (ποσοστό 63% του συνολικού σωρευτικού ελλείμματος). Ωστόσο, από το 2011 και μετά η Ελλάδα εμφανίζει καλύτερες επιδόσεις σε όρους εμπορικού ισοζυγίου, σημειώνει.

Υπογραμμίζοντας ότι χωρίς την αύξηση των εξαγωγών η ύφεση θα ήταν σαφώς βαθύτερη, επαναλαμβάνει ότι η έξοδος από την ύφεση προϋποθέτει δράσεις και μεταρρυθμίσεις που θα κινούνται στο τρίπτυχο: εμπιστοσύνη, επενδύσεις και εξωστρέφεια.

Σύμφωνα με την ανάλυση του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων (ΠΣΕ) και του Κέντρου Εξαγωγικών Ερευνών και Μελετών (ΚΕΕΜ), επί των στοιχείων της ΕΛ.ΣΤΑΤ, το 2015 η συνολική αξία των ελληνικών εισαγωγών διαμορφώθηκε στα 42,6 δισ. ευρώ, έναντι των 36,8 δισ. ευρώ του 2001 (+15,6%). Ωστόσο, από τη σύγκριση με το έτος 2010 (49,6 δις ευρώ) προκύπτει μείωση της τάξης του -14,16%.

Συνολικά, κατά την 15ετία 2001-2015, ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής διαμορφώθηκε στα επίπεδα του +1,45%, ενώ η σωρευτική συνολική αξία των εξαγωγών κατά την εξεταζόμενη περίοδο υπολογίζεται σε 715,26 δισ. ευρώ.

Όπως τόνισε η πρόεδρος του ΠΣΕ, Χριστίνα Σακελλαρίδη, «οι Έλληνες Εξαγωγείς, πριν ακόμη από την έναρξη της παγκόσμιας κρίσης της περιόδου 2008-2009 προειδοποιούσαμε για την ανάγκη ενίσχυσης της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας και μετάθεσής της στον πυρήνα του αναπτυξιακού προτύπου της χώρας. Εγκαίρως ο ΠΣΕ έχει επισημάνει και την πολυδιάσταση της εξωστρέφειας, που δεν περιορίζεται μόνο στις εξαγωγές προϊόντων, αλλά περιλαμβάνει τον μετασχηματισμό της παραγωγικής μηχανής, τις επενδύσεις, ακόμη και τις εξωτερικές σχέσεις της Ελλάδας.

» Τα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά και αναδεικνύουν συνεχιζόμενη αδυναμία της ελληνικής οικονομίας να κινητοποιήσει προοπτικές ουσιαστικής υποκατάστασης εισαγωγών (ειδικά από Τρίτες Χώρες), μέσω της αναδιάρθρωσης του παραγωγικού προτύπου, η οποία θα οδηγούσε σε μεγαλύτερη εξισορρόπηση του εμπορικού ισοζυγίου, ιδιαίτερα μετά τη δυσκολία που καταγράφουν οι εξαγωγές να ξεφύγουν ανοδικά από τα ανώτατα όρια του 2012, ενδεικτική της εφαρμογής μη αποτελεσματικών σε επίπεδο ανάπτυξης πολιτικών και μεταρρυθμίσεων.

» Σε κάθε περίπτωση, και υπό το πρίσμα των εισαγωγών, επιβεβαιώνεται η εκτίμηση του ΠΣΕ πως η έξοδος από την ύφεση προϋποθέτει δράσεις και μεταρρυθμίσεις που θα κινούνται στο τρίπτυχο: Εμπιστοσύνη (με τους εμπορικούς εταίρους), Επενδύσεις (εγχώριες & ξένες) και Εξωστρέφεια (εξαγωγές και διαμετακομιστικό εμπόριο). Προς αυτή την κατεύθυνση, λοιπόν, θα πρέπει στοχεύσουν δράσεις και μεταρρυθμίσεις αναπτυξιακού χαρακτήρα, καθώς και η μόχλευση από χρηματοδοτικά εργαλεία, όπως το ΕΣΠΑ ή ο Αναπτυξιακός Νόμος, δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα σε επενδύσεις και επιχειρηματικά σχέδια που συνδέονται με στρατηγικούς κλάδους της οικονομίας, που θα πρέπει να ενισχύσουν τις δυνατότητες εξαγωγών, αλλά παράλληλα θα ευνοούν και την υποκατάσταση εισαγωγών, ως προϋπόθεση συνολικού μετασχηματισμού του αναπτυξιακού προτύπου της Ελλάδας».

Ανάλυση της πορείας εισαγωγών για την περίοδο 2001-2015

Όπως προκύπτει από την ανάλυση του ΠΣΕ, η περασμένη 15ετία χωρίζεται σε 2 διαφορετικές περιόδους: από το 2001 ως το 2008 όπου ακολουθούνταν συνεχόμενα αυξητικοί ρυθμού (με εξαίρεση το 2005) και από το 2009-2013 οπότε ξεκίνησε μία έντονα πτωτική πορεία. Η τελευταία διετία χαρακτηρίζεται από περιορισμένες διακυμάνσεις, καθώς ουσιαστικά από το 2012 και μετά παρατηρείται τόσο σε επίπεδο εισαγωγών, όσο και εξαγωγών παρατηρούνται φαινόμενα σταθεροποίησης και στασιμότητας.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι απο τα ιστορικά υψηλά επίπεδα εισαγωγών του 2008 ως και το 2015 από την εγχώρια μεταποίηση (ως πρώτες ύλες) και το εμπόριο (ως τελικά καταναλωτικά αγαθά) «λείπουν» προϊόντα αξίας άνω των 21,5 δισ. ευρώ, με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε κύκλους εργασιών επιχειρήσεων, θέσεις εργασίας και φόρος προς είσπραξη από το Δημόσιο.

Εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών προκύπτει «απώλεια» της τάξης των 19,36 δισ. ευρώ, επιβεβαιώνοντας την εκτίμηση ότι οι επιπτώσεις ήταν καθολικές για όλους σχεδόν τους κλάδους του εμπορίου και της μεταποίησης.

Με τον τρόπο αυτό επιβεβαιώνεται η εκτίμηση του ΠΣΕ ότι η ύφεση στην Ελλάδα θα ήταν σαφώς βαθύτερη αν δεν υπήρχαν οι καλύτερες επιδόσεις των εξαγωγών τα τελευταία χρόνια, που απορρόφησαν σημαντικό μέρος των επιπτώσεων από την καθίζηση της εγχώριας ζήτησης και κατανάλωσης.

Παρά το γεγονός, όμως, ότι οι συνολικές εξαγωγές την τελευταία 15ετία αυξήθηκαν κατά 98,52% και οι συνολικές εισαγωγές μειώθηκαν κατά 15,59%, η χώρα αντιμετωπίζει ακόμη και σήμερα υψηλό έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο.

Η εικόνα δε διαφοροποιείται σημαντικά, ούτε αν εξαιρεθούν από τον υπολογισμό τα πετρελαιοειδή (παρ’ όλου που υπογραμμίζει την ενεργειακή εξάρτηση της χώρας), ενώ αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι (χωρίς τα πετρελαιοειδή), το σωρευτικό εμπορικό έλλειμμα της χώρας ισούται σχεδόν με το τρέχον χρέος της (348 δισ. ευρώ ελλείμματος έναντι 338 δισ. ευρώ χρέους). Τα 219 δισ. ευρώ εκ των 348 δις του εμπορικού ελλείμματος σχηματίστηκαν την περίοδο 2001-2008 (ποσοστό 63% του συνολικού σωρευτικού ελλείμματος).

Ωστόσο, αξίζει να αναφερθεί ότι από το 2011 και μετά η Ελλάδα εμφανίζει καλύτερες επιδόσεις σε όρους εμπορικού ισοζυγίου σε σχέση με την περίοδο πριν την ένταξή της στη ζώνη του ευρώ, γεγονός που υπό όρους μπορεί να θεωρηθεί και ως ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας της.

Τα εισαγόμενα προϊόντα

Σε ότι αφορά τα ίδια τα εισαγόμενα προϊόντα, την περασμένη 15ετία, οι 30 κυριότερες κατηγορίες εισαγόμενων προϊόντων από χώρες της ΕΕ, διαμόρφωσαν εισαγωγές σωρευτικής αξίας 298,25 δισ ευρώ, που αντιστοιχούν στο 75,5% των εισαγωγών από χώρες της ΕΕ και στο 41,7% των συνολικών εισαγωγών της περιόδου 2001-2015.

Εξ αυτών των προϊόντων, σε 10 κατηγορίες προϊόντων που εισάγονται από την ΕΕ τα ποσοστά μείωσης υπερβαίνουν το 50%, με τα οχήματα, τα τρακτέρ/μηχανήματα και τα έπιπλα να εμφανίζουν μειώσεις άνω του 68%.

Οι μικρότερες μειώσεις εντοπίζονται για το γάλα/γαλακτοκομικά (-10%), το κρέας (-8,95%), τα χημικά/φυτοπροστατευτικά (-8,31%) και τα παρασκευάσματα διατροφής (-0,71%).