Εβαλε τα κεραμικά μέσα στα σπίτια, με τα φλιτζάνια, τις τσαγιέρες, τα βάζα και τα τραπέζια της, πειραματίστηκε με τις φόρμες και τα υλικά μεταμφιέζοντας τον πηλό σε ένα υλικό αιθέριο και ανάλαφρο. Δημιούργησε μνημειακές αρχιτεκτονικές συνθέσεις δικές της, όπως το επιτοίχιο έργο στο «Ξενία» στα Λουτρά Κυλλήνης αλλά και μαζί με τους μεγαλύτερους ζωγράφους, όπως με τον Μόραλη στο μπαρ του Χίλτον. Κι όμως, δεν θα βρείτε σχεδόν τίποτα για τη δουλειά της στο Ιντερνετ όταν θα την ψάξετε σε μηχανή αναζήτησης. Το δικό της «φταίξιμο» ήταν ότι είχε επιβάλει από νωρίς έναν «κώδικα σιωπής». «Πρόκειται για τη σιωπή των σεμνών», όπως το είχε θέσει εύστοχα η δημοσιογράφος Ελένη Σπανοπούλου. Ωστόσο τα πράγματα αλλάζουν. Σύντομα θα κυκλοφορήσει μια μονογραφία 558 σελίδων αφιερωμένη στο έργο της από το Μουσείο Μπενάκη, βασισμένη στην έρευνα και την επιμέλεια της ιστορικού τέχνης Ευγενίας Αλεξάκη, ενώ ετοιμάζεται και ιστοσελίδα με την εργοβιογραφία της. Το βιβλίο θα παρουσιαστεί μάλιστα στο κτίριο της οδού Πειραιώς στις 12 Οκτωβρίου σε μια εκδήλωση με τίτλο «Ελένη Βερναδάκη. 1095°C», εμπνευσμένο από τη θερμοκρασία που έψηνε τα κεραμικά της. «Ούτε earthenware (σ.σ.: πηλός χαμηλής θερμοκρασίας), ούτε stoneware (σ.σ.: πηλός υψηλής θερμοκρασίας). Είναι μια θερμοκρασία που τα κάνει πολύ ανθεκτικά και ιδιαίτερα σωστά στη χρήση τους» εξηγεί η Ελένη Βερναδάκη, η οποία υπέκυψε τελικά στις «πιέσεις» μου για να σπάσει τη σιωπή της, μολονότι είναι καταπονημένη από ένα πρόβλημα υγείας.
«Πάντα χρησιμοποιούσα ελληνικά χώματα»
«Ξέρετε, τα τελευταία δύο χρόνια που συνεργαστήκαμε με την κυρία Αλεξάκη για το βιβλίο τής έλεγα πολύ συχνά ότι κάθε πράγμα που έχω φτιάξει, είτε είναι ένα πιατάκι, ένα κουπάκι είτε μια μεγάλη φόρμα, είτε θέλεις να πίνεις και να τρως με αυτό, είτε όχι, για μένα είναι πάντα ένα καλλιτεχνικό αντικείμενο. Καλό ή κακό, ο κόσμος πάντα το κρίνει. Γιατί δεν είμαι ούτε κεραμίστας, ούτε ζωγράφος, ούτε καλλιτέχνης. Πάντα ήθελα να είμαι just a potter (μόνο μία αγγειοπλάστρια)…» θα πει, μιλώντας από καρδιάς για την τέχνη της.
Την απόφαση την είχε πάρει από νωρίς. Γεννημένη στα Χανιά το 1933, κόρη υπαλλήλου στην Εισαγγελία Χανίων, είχε εξοικειωθεί με τη δουλειά των πιθαράδων της Κρήτης. Δεδομένου ότι ήθελε να κάνει «κάτι σχετικό με τις Καλές Τέχνες», γοητευμένη από «τη δυνατότητα για τη διαμόρφωση του υλικού» που προσφέρει η κεραμική, ένιωσε έναν δρόμο να ανοίγει μέσα της για να την οδηγήσει να κάνει «κάτι καλύτερο απ’ αυτό που έβλεπε» όπως θα πει. Σε μια ασυνήθιστη κίνηση για την εποχή, αφότου συγκέντρωσε χρήματα από τη δουλειά της στη Στατιστική Υπηρεσία και στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, πήγε στο Λονδίνο το 1957 για να σπουδάσει κεραμική στο Hammersmith College of Art. Στην πόλη που αναγνωρίστηκε ως το κέντρο του studio ceramics για τον 20ο αιώνα, ήρθε σε επαφή με τον κεραμικό μοντερνισμό των μαθητών του Bauhaus και των επιγόνων τους και ως έναν βαθμό τον συνδύασε με την ελληνικότητα των καταβολών της αλλά και των επιλογών της. Η Ελένη Βερναδάκη είναι περήφανη όταν λέει ότι «πάντα χρησιμοποιούσα ελληνικά χώματα, χρώματα και οξείδια, όλη η δουλειά μου στηρίζεται σε αυτή την ιδεολογία: έπρεπε να δουλεύω με πράγματα που έβρισκα στην Ελλάδα». Ωστόσο, κατάφερε να μην πέσει στην παγίδα του φολκλόρ ή έστω της φορμαλιστικής τυποποίησης και χρησιμοποίησε μεγάλη ποικιλία από υλικά, χρώματα, τεχνικές και φόρμες καθώς αντιμετώπιζε την τέχνη της ως «συνισταμένη έκφραση των εικαστικών τεχνών. Οχι μόνο άμεσα συνυφασμένη με τη δεξιότητα και την πρώτη ύλη της αλλά και με τη διαρκή μορφοπλαστική και διανοητική έρευνα» όπως εξηγεί η κυρία Αλεξάκη. Μεγάλη αίσθηση είχε προκαλέσει, για παράδειγμα, στην εποχή της η έκθεση στην αίθουσα τέχνης στην γκαλερί του Χίλτον το 1970 όπου μαζί με άλλες κεραμίστριες, όπως η Ελένη Οικονομίδου ή η Γιώτα Καλιακμάνη, είχαν επιζωγραφίσει αγγεία λαϊκής κεραμικής από τα εργαστήρια των Μαργαριτών στο Ρέθυμνο προκειμένου να τους προσδώσουν ένα εικαστικό ενδιαφέρον. Ωστόσο, δεν υπήρξε συνέχεια σε αυτή την πρωτοβουλία. «Δεν μπορούσες να πλησιάσεις τους ανθρώπους που διοικούσαν στον οργανισμό χειροτεχνίας και να τους πείσεις ότι πολλά θα μπορούσαν να αλλάξουν από τη στιγμή που θα χρησιμοποιήσουν ανθρώπους με γνώση και με κάποια εικαστική ευαισθησία για τα ελληνικά προϊόντα».
Ο καρδιακός φίλος και συνεργάτης Μόραλης
Η Ελένη Βερναδάκη είχε προσγειωθεί στην ελληνική πραγματικότητα αμέσως μετά τις σπουδές της στην Αγγλία. Κατ’ αρχάς το τοπίο ήταν άνυδρο όσον αφορούσε την κεραμική τέχνη. «Εκτός από τους υπέροχους λαϊκούς αγγειοπλάστες που είχαμε στο Μαρούσι υπήρχαν ελάχιστοι σαν και μένα. Το μεγάλο όνομα εκείνη την εποχή ήταν ο Πάνος Βαλσαμάκης, όπως και για πάρα πολλά χρόνια. Δεν ήταν όμως έτοιμος να δεχτεί κάποιον άλλο άνθρωπο κοντά του, πόσω μάλλον μια κοπέλα που ήμουν εγώ εκείνη την εποχή. Δεν τον γνώρισα ποτέ αλλά δεν συμφώνησα ποτέ με την επιπεδοποίηση της κεραμικής που ήταν χαρακτηριστικό του». Η Ελένη Βερναδάκη πήρε την τύχη της στα χέρια της, και άνοιξε εργαστήριο στην οδό Σόλωνος το 1959. «Ηταν πολύ μικρό το εργαστηριάκι μου αλλά στο βάθος είχε μια μεγάλη τρύπα και σε οδηγούσε στο αντιαεροπορικό καταφύγιο της πολυκατοικίας. Εκεί ήταν οι λάσπες μου και ο τροχός μου. Εκεί άρχισε να δουλεύει η «ομάδα τέχνης α'» στην οποία ήμουν μέλος, εκεί τελικά γνωρίστηκα με όλους τους μεγάλους καλλιτέχνες».
Με πολλούς από αυτούς όπως και με σπουδαίους αρχιτέκτονες συνεργάστηκε για τη δημιουργία αρχιτεκτονικών συνθέσεων. Με τον Μυταρά στο πάλαι ποτέ Astir Palace στη συμβολή Βασιλίσσης Σοφίας και Πανεπιστημίου, με τον Τέτση για την αίθουσα τελετών του υπουργείου Εθνικής Αμυνας. Και βεβαίως με τον Μόραλη, τον καρδιακό της φίλο και συνεργάτη της για 50 χρόνια, από όταν δηλαδή δούλεψαν για πρώτη φορά μαζί το ’62 για την κεραμική τοιχογραφία στο μπαρ του εστιατορίου «Διόνυσος», απέναντι από την Ακρόπολη. «Δεν μετριούνται οι συνεργασίες μας. Είχα την ευκαιρία και την ευτυχία να παρακολουθήσω τις διατυπώσεις του έργου του πάνω στα κεραμικά και πώς όλο αυτό αναπαράγεται ως πλαστικό γεγονός. Κάναμε ανάπτυξη της μακέτας στα πλακίδια που ήταν πάρα πολλά –σε πολλούς χώρους ήταν ακόμη και χιλιάδες. Είχε πολλή αγωνία για το πώς θα έβγαιναν κάθε φορά που όλα αυτά έμπαιναν στον φούρνο. Την αλήθεια της τέχνης την πήρα από τον Γιάννη Μόραλη. Πήρε όμως κι αυτός κάτι από μένα. Οταν ήρθε στο εργαστήριό μου με τα πινελάκια του και είδε όλες τις λεκάνες με τα χρώματα και τις μπατανόβουρτσες του άρεσε πολύ η ιδέα να κάνει πλακάτα χρώματα». Ηταν η εποχή που η Βερναδάκη μαζί με τον σύζυγό της Νίκο Παπαδάκη είχαν ανοίξει ένα άλλο εργαστήριο-πρότυπο εφαρμοσμένης δημιουργίας, το Μορφολογικό Κέντρο Αθηνών-ADC, το οποίο θα λειτουργούσε ως ο χώρος παρουσίασης και διάθεσης των κεραμικών στην οδό Βαλαωρίτου 4 ως το 2015. «Ο,τι έχω φτιάξει το έχω αγαπήσει πολύ. Πάντα όμως ήθελα να κάνω τα αντικείμενα που δημιουργήσαμε με τον συνεργάτη μου, τον Θεμιστοκλή Λασπά, για τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Πήραμε τις εικόνες των αγωνισμάτων, τις κάναμε χαλκομανίες και τελικά τις μεταφέραμε πάνω σε ασπρόμαυρα αγγεία. Για μένα ήταν μια πάρα πολύ σπουδαία δουλειά. Δεν την πρόσεξε όμως κανείς. Ποτέ μα ποτέ, κανείς».
Οπτικοακουστική εγκατάσταση στο Μπενάκη
Την παρουσίαση του βιβλίου θα συνοδεύει η οπτικοακουστική εγκατάσταση «1095°C». Πρόκειται για μια προβολή 15Χ25 μέτρων στο πλέγμα της ράμπας του αίθριου του μουσείου στην οποία χάρη στα κινούμενα γραφικά του Χάρη Λαλούση, πιάτα γίνονται πλανήτες και τσαγιέρες χάνονται στο διάστημα σε έναν κόσμο συμπαντικό όπου πρωταγωνιστούν περισσότερα από 400 κεραμικά της Ελένης Βερναδάκη.
Παράλληλα η προβολή θα συνοδεύεται από ζωντανή ηλεκτρονική μουσική από τον Kostadis και τον Παύλο Γκούσιο. Η σύλληψη και ο σχεδιασμός της οπτικοακουστικής εγκατάστασης ανήκουν στον καλλιτεχνικό διευθυντή της γκαλερί atopos cvc, Βασίλη Ζηδιανάκη, και την εικαστικό Em Kei. «Το δουλέψαμε σαν παιδάκια και δημιουργήσαμε ένα παραμύθι για τη δουλειά της με τα κεραμικά της να μοιάζουν με δορυφόρους που περιστρέφονται γύρω από τους πλανήτες» εξηγεί ο Βασίλης Ζηδιανάκης. «Η Ελένη Βερναδάκη είναι ροκ, έχει μια τρέλα και είναι πιο νέα και από τους νέους στο μυαλό και τη σκέψη της. Ευελπιστούμε ότι θα έρθουν νέα παιδιά για να ανακαλύψουν το έργο της και να εμπνευστούν από τη φρεσκάδα του».
Η χαμένη επιτοίχια σύνθεση στο Ελληνικό
Κανείς δεν φαίνεται να είχε προσέξει ότι μια μεγάλη κεραμική τοιχογραφία στην αίθουσα VIP στο Ανατολικό terminal του Κρατικού Αερολιμένα Αθηνών έφερε την υπογραφή «Βερναδάκι, 1969, εις το ADC» και για χρόνια η τύχη της αγνοούνταν. Χάρη στην έρευνα για τη συγγραφή της μονογραφίας, την αναζήτησαν και τη βρήκαν «καλυμμένη με νοβοπάν και χαρτί ταπετσαρίας. Ευτυχώς με τις ενέργειες του ΥΠΠΟΑ και ιδιαίτερα του κ. Μπαλτά, την ανοίξαμε, τη φωτογραφίσαμε και ελπίζω ότι κάπου θα βρει τον χώρο της». Οπως θα πει η κυρία Βερναδάκη, εκτός από τη συγκεκριμένη δουλειά, «στην ουσία μια επιλογή του αρχιτέκτονα του Αερολιμένα, Εερο Σαάρινεν», η Πολιτεία δεν της είχε αναθέσει ποτέ κάποιο έργο. Επιπλέον «ξεχάστηκε η προσπάθεια που είχε γίνει να περάσει το εργαστήριό μου στην Παλλήνη στην ιδιοκτησία της Σχολής Καλών Τεχνών στην εποχή Χαρβαλιά και Πατρασκίδη το 2008. Ηταν όλα έτοιμα, σπόνσορας ήταν ο Τάκης Αράπογλου της Εθνικής Τράπεζας. Την τελευταία στιγμή άλλαξε η κυβέρνηση, έφυγε ο Αράπογλου ο οποίος ήταν ανοιχτός σε αυτό το θέμα και όλα τελείωσαν. Ηταν αμαρτία γιατί το εργαστήριό μου είναι έργο του Ζενέτου, καταπληκτικό, αρκετά μεγάλο, σε πολύ καλή περιοχή, θα μπορούσαν να δουλεύουν τα παιδιά. Να γίνει μια σχολή που δεν υπάρχει». Η Ελένη Βερναδάκη θα δίδασκε σε σεμινάρια και θα αντιπαρερχόταν τη δυσκολία της να έχει μαθητές, μια κατεύθυνση που δεν καλλιέργησε στην καριέρα της. «Αφενός δεν μπορούσα να το αντέξω οικονομικά, αφετέρου ήμουν πάρα πολύ δύσκολη. Από ποια άποψη; Δεν μπορούσα να δεχτώ κοπελιές που έρχονταν με τα χεράκια τους ιδιαίτερα περιποιημένα και με τα βραχιόλια τους για να κάνουν κεραμική, και δεν μπορούσα να δεχτώ ότι με οτιδήποτε έκαναν έμεναν πολύ ευχαριστημένες. Πιστεύω ότι για να προχωρήσει κανείς δεν πρέπει να είναι ευχαριστημένος, σχεδόν ποτέ. Θέλει προσπάθεια για να φτάσεις στο πιο πολύ. Αν ευχαριστιέσαι πολύ γρήγορα με ό,τι κάνεις δεν φτάνει. Πρέπει να αγωνίζεσαι συνέχεια».
Κανείς δεν φαίνεται να είχε προσέξει ότι μια μεγάλη κεραμική τοιχογραφία στην αίθουσα VIP στο Ανατολικό terminal του Κρατικού Αερολιμένα Αθηνών έφερε την υπογραφή «Βερναδάκι, 1969, εις το ADC» και για χρόνια η τύχη της αγνοούνταν. Χάρη στην έρευνα για τη συγγραφή της μονογραφίας, την αναζήτησαν και τη βρήκαν «καλυμμένη με νοβοπάν και χαρτί ταπετσαρίας. Ευτυχώς με τις ενέργειες του ΥΠΠΟΑ και ιδιαίτερα του κ. Μπαλτά, την ανοίξαμε, τη φωτογραφίσαμε και ελπίζω ότι κάπου θα βρει τον χώρο της». Οπως θα πει η κυρία Βερναδάκη, εκτός από τη συγκεκριμένη δουλειά, «στην ουσία μια επιλογή του αρχιτέκτονα του Αερολιμένα, Εερο Σαάρινεν», η Πολιτεία δεν της είχε αναθέσει ποτέ κάποιο έργο. Επιπλέον «ξεχάστηκε η προσπάθεια που είχε γίνει να περάσει το εργαστήριό μου στην Παλλήνη στην ιδιοκτησία της Σχολής Καλών Τεχνών στην εποχή Χαρβαλιά και Πατρασκίδη το 2008. Ηταν όλα έτοιμα, σπόνσορας ήταν ο Τάκης Αράπογλου της Εθνικής Τράπεζας. Την τελευταία στιγμή άλλαξε η κυβέρνηση, έφυγε ο Αράπογλου ο οποίος ήταν ανοιχτός σε αυτό το θέμα και όλα τελείωσαν. Ηταν αμαρτία γιατί το εργαστήριό μου είναι έργο του Ζενέτου, καταπληκτικό, αρκετά μεγάλο, σε πολύ καλή περιοχή, θα μπορούσαν να δουλεύουν τα παιδιά. Να γίνει μια σχολή που δεν υπάρχει». Η Ελένη Βερναδάκη θα δίδασκε σε σεμινάρια και θα αντιπαρερχόταν τη δυσκολία της να έχει μαθητές, μια κατεύθυνση που δεν καλλιέργησε στην καριέρα της. «Αφενός δεν μπορούσα να το αντέξω οικονομικά, αφετέρου ήμουν πάρα πολύ δύσκολη. Από ποια άποψη; Δεν μπορούσα να δεχτώ κοπελιές που έρχονταν με τα χεράκια τους ιδιαίτερα περιποιημένα και με τα βραχιόλια τους για να κάνουν κεραμική, και δεν μπορούσα να δεχτώ ότι με οτιδήποτε έκαναν έμεναν πολύ ευχαριστημένες. Πιστεύω ότι για να προχωρήσει κανείς δεν πρέπει να είναι ευχαριστημένος, σχεδόν ποτέ. Θέλει προσπάθεια για να φτάσεις στο πιο πολύ. Αν ευχαριστιέσαι πολύ γρήγορα με ό,τι κάνεις δεν φτάνει. Πρέπει να αγωνίζεσαι συνέχεια».
πότε & πού:
«Ελένη Βερναδάκη. 1095°C» στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς στις 12/10 στις 20.00
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ