Μπορεί οι Έλληνες να περιορίζουν τις δαπάνες σε αγαθά και υπηρεσίες, δεν ισχύει ωστόσο το ίδιο για την υγεία. Όπως προκύπτει από τα στοιχειά της ΕΛΣΤΑΤ, η κρίση έχει οδηγήσει μοιραία τους πολίτες σε περικοπές, η υγεία ωστόσο παραμένει…ακριβή.
Ειδικότερα, σε σχέση με την προηγούμενη έρευνα (του 2014) η μεγαλύτερη μεταβολή δαπανών (-8,6%) παρατηρείται στα διαρκή αγαθά, ενώ ακολουθούν η δαπάνη για την εκπαίδευση (-8,1%) και τα διάφορα αγαθά και υπηρεσίες (-5,3%).
Έντεκα από τις δώδεκα κατηγορίες δαπανών παρουσιάζουν μείωση (με τη μικρότερη της τάξεως 1,1% στην αναψυχή και τον πολιτισμό). Μαύρη εξαίρεση αποτελούν οι μηνιαίες δαπάνες για την υγεία, καθώς παρατηρείται αύξηση κατά 1,2% σε σχέση με το 2014.
Μάλιστα, η Ελλάδα και η Βουλγαρία καταγράφουν τη μεγαλύτερη ιδιωτική δαπάνη για την υγεία, 7,5% και 6,5% του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών, αντίστοιχα.
Η αύξηση της συμμετοχής των ασφαλισμένων στα φάρμακα τους – το 2009 ήταν περίπου στο 10% και σήμερα είναι λίγο παραπάνω από 30% – αλλά και η αναζήτηση ιατρικών υπηρεσιών στον ιδιωτικό τομέα εξ’ αιτίας των αναμονών στο ΕΣΥ είναι οι κύριες αιτίες, σύμφωνα με τους Οικονομολόγους Υγείας.
Ενδεικτικά είναι τα συμπεράσματα πρόσφατης έρευνας του Ινστιτούτου Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής και της Metron Analysis –την υπογράφουν ο καθηγητής Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής κ. Γιάννης Τούντας και ο επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Υγείας κ. Κυριάκος Σουλιώτης.
Σύμφωνα με αυτά τέσσερις στους πέντε Έλληνες παραδέχονται ότι ανησυχούν για το αν θα καταφέρουν να καλύψουν τα έξοδα τους για τα απαιτούμενα συνταγογραφούμενα φάρμακα τα επόμενα δύο χρόνια, με τις νοικοκυρές, τους συνταξιούχους και τους ανέργους να εκφράζουν τη μεγαλύτερη αγωνία.
Επιπλέον, το 24% των πολιτών αναγκάζονται να κάνουν γενναίες περικοπές σε είδη πρώτης ανάγκης (π.χ. φαγητό και καύσιμα ) για να αγοράσουν φάρμακα.
Ακόμη πιο ανησυχητικό όμως, είναι ότι το 13% των ερωτώμενων παραδέχτηκαν ότι καθυστερούν κατά κανόνα την εκτέλεση της συνταγής του γιατρού γιατί δεν έχουν να πληρώσουν ενώ το 10% των ασθενών παίρνουν λιγότερα φάρμακα παρά τις οδηγίες του ειδικού που τους παρακολουθεί.