Μπορείς να φανταστείς τον Φίλιπ Ροθ στο εξοχικό του στο Κονέκτικατ –καθισμένο στην αγαπημένη του καρέκλα των Eames με τα χέρια υψωμένα να ακουμπούν χαλαρά πίσω από το κεφάλι του και τα πόδια να πατούν στο πάτωμα με τις κάλτσες – να μειδιά με το ένα φρύδι ανεπαίσθητα ανασηκωμένο. Αλλος ένας σκηνοθέτης αποπειράθηκε να τα βάλει με το θεριό που είναι τα συναρπαστικά βιβλία του και βγήκε από τον αγώνα ταπεινωμένος, με μια μέτρια ταινία. Αυτή είναι τουλάχιστον η ετυμηγορία για τον Γιούαν Μακ Γκρέγκορ, ο οποίος στην παρθενική του σκηνοθετική απόπειρα διάλεξε και αυτός ο αφιλότιμος το «Αμερικανικό ειδύλλιο», το magnum opus (έστω ένα από αυτά) του μεγαλύτερου εν ζωή αμερικανού συγγραφέα, προκειμένου να αποδείξει ότι είναι εξίσου άξιος πίσω από την κάμερα όσο και μπροστά από αυτήν. Ο Τζέιμς Σάμους από την άλλη, ο όγδοος από τους σκηνοθέτες που θέλησαν να βγάλουν από το χαρτί κάποιο από τα βιβλία του Ροθ, στην (επίσης) πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, φάνηκε πιο συνετός.

Ο Λόγκαν Λέρμαν και η Σάρα Γκέιντον σε σκηνή από την «Αγανάκτηση», που βασίζεται στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Φίλιπ Ροθ.

Η «Αγανάκτηση» (εκδόσεις Πόλις), το εικοστό ένατο βιβλίο του 83χρονου Ροθ που είδαμε στις Νύχτες Πρεμιέρας και θα προβάλλεται στους ελληνικούς κινηματογράφους από τις 6 Οκτωβρίου, είναι ένα πιο μικρό βιβλίο, πιο διαχειρίσιμο όσον αφορά τη στρωτή πλοκή του ή τον αριθμό των χαρακτήρων του και τις ρίζες της γενεαλογίας τους. Η κινηματογραφική μεταφορά της ιστορίας του εβραίου φοιτητή Μάρκους Μέσνερ ο οποίος επαναστατεί ενάντια στην εξουσία και τον κομφορμισμό του πατέρα και εν συνεχεία του κοσμήτορα του πανεπιστημίου του και τελικά οδηγείται στην αυτοκαταστροφή ορμώμενος από ένα μετεφηβικό πείσμα είναι πολύ κοντά στο πνεύμα του βιβλίου. Χωρίς να παίρνει μεγάλες αποστάσεις από την ιστορία και τις πτυχές της –πολλοί διάλογοι μάλιστα έχουν μεταφερθεί αυτούσιοι –χτίζει έναν κόσμο ο οποίος, αν και αρκετά αποστειρωμένος μέσα στην αψεγάδιαστη τελειότητα της αναβίωσης της δεκαετίας του ’50, είναι πολύ κοντά στο σύμπαν του Ροθ.

Πού την πάτησαν, λοιπόν, οι υπόλοιποι σκηνοθέτες, ανάμεσά τους ακόμη και ο Μπάρι Λέβινσον, ο οποίος σκηνοθέτησε την απογοητευτική «Ταπείνωση»; Ο Ρος Πόσνοκ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια και συγγραφέας του βιβλίου «Philip Roth’s Rude Truth: The Art of Immaturity», εντόπισε εύστοχα πού βρίσκεται η παγίδα. Οι ταινίες που βασίζονται στα βιβλία του Ροθ είναι στεγνές από χιούμορ και επίπεδες γιατί αντικατοπτρίζουν τον φόβο του σκηνοθέτη απέναντι «στην καυστικότητα και τον πλούτο, την οργή και την υπερβολή, τη λεκτική μέθη» των βιβλίων του.

Το αποτέλεσμα είναι ότι «τον εξημερώνουν, τον δαμάζουν» και συνεπαγωγικά δημιουργούν ταινίες αποδυναμωμένες και απονευρωμένες. Πώς να μεταφέρεις όλες τις πλούσιες πτυχές και τις πιο ανεπαίσθητες αποχρώσεις του συναισθηματικού κόσμου των ηρώων, χωρίς να καταφύγεις στο άχαρο αφηγηματικό μέσο που είναι συχνά στον κινηματογράφο το voice over; Ποιος ηθοποιός μπορεί να αποδώσει με το πρόσωπο και το σώμα του τις σύνθετες σκέψεις που περνούν από το μυαλό του Μάρκους, για παράδειγμα, όταν συνομιλεί με έναν συμφοιτητή του: «Η φαινομενική επάρκειά του σε όλα μού άφηνε κατά έναν περίεργο τρόπο την αίσθηση της γενικής ανεπάρκειας. Δεν αποκλείεται, βέβαια, αυτές οι εντυπώσεις να μην ήταν τίποτε περισσότερο από ένα παραβλάσταρο της ζήλιας και του δέους ενός δευτεροετούς» (μτφρ. Αθηνά Δημητριάδου, εκδόσεις Πόλις). Αδύνατον τελικά να μη θυμηθώ ότι όταν είχαμε συναντηθεί με τον Ροθ το 2012 και ανέφερα ότι είχα ακούσει ότι η «Ταπείνωση» θα γινόταν ταινία είχε περιοριστεί να μειδιάσει. Υπήρχε αυταρέσκεια σε αυτή την αντίδραση, υπήρχε, ωστόσο, και μια υποψία υπεροψίας. Αργησα να το συνειδητοποιήσω ότι ήταν τελικά σαν να έλεγε: «Ασ’ τους να το προσπαθήσουν».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ