Όσο θα συνεχίζεται η εκκρεμοδικία στο Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ), για τη συνταγματικότητα του νόμου-εκτρώματος του Ν. Παππά, για την αδειοδότηση των τηλεοπτικών καναλιών, άλλο τόσο και θα νομιμοποιείται κάθε ελεύθερος πολίτης αυτής της χώρας, να διερωτάται, για την πρωτοφανή στα δικαστικά μας χρονικά, διακοπή της συνεδρίασης για την υπόθεση αυτή, από τον αξιότιμο Πρόεδρο του ΣτΕ κ. Νίκο Σακελλαρίου.
Ο πρόεδρος του Ανωτάτου Ακυρωτικού δικαστηρίου της χώρας απέδωσε, χωρίς την παραμικρή πειστικότητα, τη διακοπή αυτής της συνεδρίασης, στο «κλίμα που έχει διαμορφωθεί από δημόσιες τοποθετήσεις και εκδηλώσεις ως προς την έκβαση της διασκέψεως της Ολομελείας του ΣτΕ».
Το παραπάνω σκεπτικόν της διακοπής αυτής νομιμοποιεί κάθε πολίτη αυτής της χώρας να θέσει τα ακόλουθα ερωτήματα:
α) Πώς είναι δυνατόν ο Πρόεδρος του ΣτΕ με το παραπάνω σκεπτικόν ν’ αναιρεί ουσιαστικά προγενέστερη δήλωσή του (Ιούλιος 2016), σύμφωνα με την οποία «οι δικαστές του ΣτΕ αποφαίνονται με πλήρη ανεξαρτησία και πνεύμα ουδετερότητας, δεν καθοδηγούνται, δεν επηρεάζονται, ούτε και υποκύπτουν σε πιέσεις, απ’ όπου και αν αυτές προέρχονται…»; Η δήλωση αυτή αφορούσε την αδειοδότηση των τηλεοπτικών διαύλων.
Προφανώς, ο κ. Νίκος Σακελλαρίου, με τη δήλωσή του αυτή, υπονοούσε την πρόσφατη συνέντευξη τύπου του καθηγητή του Δημοσίου Δικαίου κ. Πάνου Λαζαράτου, για τα τέρατα και σημεία του διαγωνισμού-μαϊμού για την αδειοδότηση των καναλιών.
β) Γιατί ο αξιότιμος Πρόεδρος του ΣτΕ δεν διετύπωσε ανάλογη γνώμη και για προγενέστερη, απαράδεκτη δήλωση του κ. Αλέξη Τσίπρα στη Διεθνή Έκθεση της Θεσσαλονίκης (12.09.2016), σύμφωνα με την οποία: «Θα έλθει τώρα το ΣτΕ, που έχουμε εισπράξει 246 εκατομμύρια € και θα κρίνει τον νόμο αντισυνταγματικό με κριτήριο το δημόσιο συμφέρον; Το θεωρώ αδιανόητο…». Όφειλε ή όχι η ηγεσία του ΣτΕ να στηλιτεύσει δημοσία αυτή την άκρως και αδιαντρόπως παρεμβατική δήλωση του πρωθυπουργού;
γ) Ποιο, επί τέλους, δημόσιο συμφέρον επικαλείται ο πρωθυπουργός για την είσπραξη των 246 εκ. €; Και πώς το παρουσιάζει ως … a contrario επιχείρημα για να προδιαθέσει ευνοϊκά τη Δικαιοσύνη υπέρ του διαγωνισμού-μαϊμού για τα κανάλια; Και μάλιστα όταν καθημερινώς συσσωρεύονται εκατοντάδες σελίδες καταγγελιών για κατά συρροήν απάτες σ’ αυτό τον μαφιόζικο διαγωνισμό;
Θα μπορούσε κανείς να γράφει νυχθημερόν για την καθεστωτική εκτροπή, που ήδη έχει συντελεσθεί με την de facto (δηλαδή με αντισυνταγματικό ψευδoνόμο) παράκαμψη του Εθνικού Ραδιοτηλεοπτικού Συμβουλίου (ΕΣΡ) από τους Αλ. Τσίπρα και Ν. Παππά. Μόνον και μόνον για να αντικαταστήσουν τη δημοκρατική πολυφωνική ενημέρωση, από μονοκομματική προπαγανδιστική τηλεόραση λατινοαμερικανικού ή ανατολικοευρωπαϊκού παλαιοκομμουνιστικού, γιατί όχι και βορειοκορεατικού τύπου; Και αυτό βεβαίως, μετά τις δημοσκοπικές ψυχρολουσίες, για την απάτη της «πρώτη φορά κυβέρνησης Αριστεράς».
Με όλο το σεβασμό προς την ιερότητα της αποστολής του Δικαστικού Σώματος, θα επιθυμούσα απλώς να θυμίσω, ότι στις χαλεπότερες για το έθνος μας ημέρες, η ελληνική δικαιοσύνη έγραψε σελίδες θάρρους και αυταπάρνησης. Από την εποχή των Τερτσέτη και Πολυζωϊδη, μέχρι την υπόθεση της δολοφονίας Λαμπράκη και μετά.
Για το λόγο αυτό συνεχίζω το σημερινό σημείωμα με απόσπασμα της αγόρευσης του αείμνηστου εισαγγελέα Παύλου Δελλαπόρτα, στη δίκη Λαμπράκη στη Θεσσαλονίκη (1966), όπου ο διακεκριμένος δικαστικός λειτουργός εστιγμάτισε τους αυτουργούς και ηθικούς αυτουργούς της δολοφονίας αυτής ως εξής: «Σήμερον εδώ, ένα σύμφυρμα κλεπτών, βιαστών, δοσιλόγων και κάθε είδους κακοποιών εμφανίζεται προς εθνοκαπηλείαν και ανομολογήτους ιδιοτελείς σκοπούς, ως προστάτης κοινωνικών καθεστώτων, ως φύλακας ιερών και οσίων και ως Κέρβερος του νόμου και της τάξεως. Τι άλλο έπρεπε να περιμένει κανείς εκτός του ότι αυτό θα εξελισσόταν σε κακοήθη νεοπλασίαν της κοινωνίας;»
Η αγόρευση αυτή έγινε θαρρετά και αβίαστα, σε μια Ελλάδα που ζούσε την καθημερινή βιαιότητα του εθνικού διχασμού και της παρακρατικής αλητείας.
Νομοτελειακά λοιπόν η Ιστορία, μας ξαναγυρίζει σε εποχές που αναδίνουν τη δυσοσμία της περιόδου 1965-1968, όταν ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνος Κόλλιας (που ορκίστηκε πρωθυπουργός των Συνταγματαρχών) εξαπέλυε ανοίκειες επιθέσεις, τόσο κατά του τότε ανακριτή στην υπόθεση Λαμπράκη, Χρήστου Σαρτζετάκη, όσο και εναντίον του Παύλου Δελλαπόρτα που προαναφέραμε.
Έχει άραγε άδικο ο διακεκριμένος συνάδελφος Ι.Κ. Πρετεντέρης όταν στο χτεσινό άρθρο του στα «Νέα» γράφει επί λέξει: «Ο Πρόεδρος του ΣτΕ διακόπτει την Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου, όταν αντιλαμβάνεται ότι το κυβερνητικό σχέδιο που υπηρετεί δεν έχει πλειοψηφία – μπλέξαμε με νέο Κόλλια…»;
Υ.Γ. Αν υπάρχει κάτι που δεν δίνει τα παραμικρό ελαφρυντικό στις περισσότερες κοινοβουλευτικές δυνάμεις της χώρας μας, είναι η αποδοχή της θεσμοθετημένης στο Σύνταγμά μας παραβίασης της ανεξαρτησίας της Δικαστικής εξουσίας από τον ίδιο τον Καταστατικό Χάρτη της χώρας μας:
· Άρθρο 87 παρ.1: «Η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές που απολαμβάνουν την λειτουργική και προσωπική τους ανεξαρτησία».
· Άρθρο 88 παρ.1: Οι δικαστικοί λειτουργοί «διορίζονται με Προεδρικό διάταγμα» δηλαδή συντεταγμένο από την εκάστοτε κυβέρνηση, σύμφωνα με τα κομματικά, πελατειακά της συμφέροντα, προσθέτουμε αβιάστως εμείς.
Είναι λοιπόν ν’ απορούμε, για τη διακοπή της συνεδρίασης του ΣτΕ, όταν ο Πρόεδρός του είναι διορισμένος από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ; Γιατί όμως σε τέτοιο βαθμό η ηθελημένη πολιτική μυωπία;
Βεβαίως, κανείς δεν αποκλείει τις εκπλήξεις, όταν στην (ο Θεός ξέρει πότε) προσεχή συνεδρίαση του ΣτΕ, έστω και με οριακή πλειοψηφία κριθεί αντισυνταγματικό το έκτρωμα Ν. Παππά. Εάν όμως η δικαστική αρχή αναδεικνυόταν με αρχαιρεσίες μεταξύ των μελών της, θα έλειπαν όλοι αυτοί οι εφιάλτες, που διασύρουν το δημοκρατικό πολίτευμα.