Ενα κρίσιμο πολιτικά Σαββατοκύριακο για την ευρωπαϊκή και παγκόσμια οικονομία βρίσκεται σε εξέλιξη. Βερολίνο, Ουάσιγκτον, Βρυξέλλες και Φρανκφούρτη καλούνται να αποκαταστήσουν την εμπιστοσύνη των επενδυτών έναντι της Deutsche Bank και του γερμανικού τραπεζικού συστήματος και να ανασχέσουν το κύμα ρευστοποίησης που άρχισε να σαρώνει τον ευρωπαϊκό τραπεζικό κλάδο συλλήβδην την περασμένη Παρασκευή.
Οι αποφάσεις που καλούνται να λάβουν οι κυβερνήσεις της Γερμανίας και των ΗΠΑ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι αμιγώς πολιτικές. Διότι μόνο με πολιτική βούληση μπορεί να αποτραπεί η προοπτική τα σενάρια καταστροφής της Deutsche Bank (άρα και του παγκοσμιοποιημένου τραπεζικού συστήματος), που πολλαπλασιάζουνται στις αγορές, να εξελιχθούν σε αυτοεκπληρούμενη προφητεία.
Είναι προφανές ότι η πολιτική παρέμβαση πρέπει να γίνει προτού ανοίξουν οι αγορές τη Δευτέρα και συνεχιστεί –κατά πάσα βεβαιότητα –η απόσυρση κεφαλαίων από την Deutsche Bank από μετόχους, από ομολογιούχους, ακόμα και από… καταθέτες που πυροδότησε την Παρασκευή δημοσίευμα του Bloomberg σύμφωνα με το οποίο 10 μεγάλα funds, συμπεριλαμβανομένων των Millennium Partners, Capula Investment Management και Rokos Capital Management, περιορίζουν τάχιστα την έκθεσή τους στην τράπεζα.
Τα σενάρια καταστροφής της κορυφαίας σε κεφαλαιοποίηση ευρωπαϊκής τράπεζας συμπαρέσυραν, όπως είναι επόμενο σε ένα πλήρως παγκοσμιοποιημένο τραπεζικό περιβάλλον, όλες τις μετοχές του κλάδου στην Ευρώπη αλλά και τη γερμανική αγορά ομολόγων, απειλώντας να θέσουν οριστικά τέρμα στο μακροπρόθεσμα αδιέξοδο, πλην πρόσκαιρα ευπρόσδεκτο από το Βερολίνο φαινόμενο να εμπιστεύονται οι επενδυτές τα κεφάλαιά τους στη γερμανική κυβέρνηση πληρώνοντας… φύλακτρα σ’ αυτήν.
Δεν έπεισαν


Οι προσπάθειες που κατέβαλε την Παρασκευή η διοίκηση της Deutsche Bank διά του προέδρου της Τζον Κράιαν να καταστείλουν την αναταραχή έπεσαν στο κενό. Ο Κράιαν έκανε λόγο για «ασύστολη φημολογία», για «αστήρικτους ισχυρισμούς» και διαβεβαίωσε για την οικονομική θέση της τράπεζας, που παραμένει αμετάβλητα ισχυρή τα τελευταία 20 χρόνια. Διαβεβαίωσε ότι η Deutsche Bank έχει την κεφαλαιακή επάρκεια για να αντιμετωπίσει κάθε πρόκληση της αγοράς.
Εκ του αποτελέσματος (στα floors των αγορών) φάνηκε ότι οι ισχυρισμοί του δεν έπεισαν. Μόλις τρεις μήνες πέρασαν άλλωστε από την απόφαση της αμερικανικής Fed να «κόψει» την αμερικανική θυγατρική της γερμανικής τράπεζας (Deutsche Bank Trust Corporation), για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά μάλιστα, στα stress tests που έκανε. Μόλις τρεις μήνες πέρασαν από την ετήσια έκθεση του ΔΝΤ που χαρακτηρίζει την Deutsche Bank «διεθνή αποσταθεροποιητή», την τράπεζα με μεγάλη διεθνή επιρροή και εκτεταμένες διασυνδέσεις που «συμβάλλει περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στην αύξηση του συστημικού ρίσκου του παγκόσμιου τραπεζικού κλάδου».
H Μέρκελ σε αδιέξοδο


Η μείζονα πολιτική απόφαση που καλείται να πάρει η καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ είναι να δηλώσει ευθέως ότι θα στηρίξει την Deutsche Bank στη διαμάχη που έχει η τράπεζα με τις αμερικανικές αρχές –υπενθυμίζεται ότι το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών έχει επιβάλει στην τράπεζα πρόστιμο 14 δισ. δολαρίων για την πώληση τοξικών χρηματοοικονομικών προϊόντων πριν από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Η εφημερίδα «Die Zeit» δημοσίευσε την Τετάρτη πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες η γερμανική κυβέρνηση εκπονεί σχέδιο διάσωσης της Deutsche Bank που προβλέπει την απόκτηση μεριδίου ως 25% του μετοχικού κεφαλαίου της τράπεζας.
Εκπρόσωπος της κυβέρνησης έσπευσε να διαψεύσει το δημοσίευμα, ενώ πρόσθεσε ότι το Βερολίνο ελπίζει σε μια «δίκαιη μεταχείριση της τράπεζας» από το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης. Οτι ελπίζει σε μείωση του προστίμου, δηλαδή, γεγονός που υποδηλώνει την κυβερνητική παραδοχή ότι η Deutsche Bank αδυνατεί να καταβάλει το πρόστιμο. Ομως το τελευταίο πράγμα που θα επιθυμούσε η Μέρκελ εν όψει των εκλογών του προσεχούς φθινοπώρου είναι να αναγνωρίσει ότι η μεγαλύτερη τράπεζα της χώρας χρειάζεται τα χρήματα των γερμανών φορολογουμένων για να ορθοποδήσει.
Δεν ταιριάζει με την προτεσταντική ηθική και εν γένει με το μοντέλο της «αυστηρής πλην δίκαιης διαχείρισης» όπου «όποιος σφάλλει πληρώνει» που προτάσσει χρόνια τώρα το Βερολίνο και προς τα έξω (προς τους εταίρους του ευρωπαϊκού Νότου) και προς τους γερμανούς ψηφοφόρους. Ενα μοντέλο διάτρητο, αφού το ίδιο το Βερολίνο το καταστρατηγεί διακριτικά μεν αλλά συστηματικά.
Εν προκειμένω, όμως, το δίδυμο Μέρκελ -Σόιμπλε γνωρίζει ότι είτε η καταστρατήγηση των αρχών του θα είναι εκκωφαντική είτε η καταστροφή από την κατάρρευση της Deutsche Bank ολική.
Εσπευσμένη αναδιάρθρωση
Η Commerzbank καταργεί 9.600 θέσεις εργασίας και δεν θα δίνει μερίσματα
Οι τριγμοί που προκαλεί η μεγαλύτερη συστημική τράπεζα της Ευρώπης με περιουσιακά στοιχεία που φθάνουν τα 2 τρισ. ευρώ (περίπου τα δύο τρίτα του γερμανικού ΑΕΠ) θεωρείται ότι συνέβαλαν στην εσπευσμένη ανακοίνωση ενός τετραετούς σχεδίου αναδιάρθρωσης από τη δεύτερη σε ενεργητικό γερμανική τράπεζα, την Commerzbank. Η αναδιάρθρωση ανακοινώθηκε την περασμένη Πέμπτη και προβλέπει την κατάργηση 9.600 θέσεων εργασίας (περίπου το 10% του εργατικού της δυναμικού) και τον τερματισμό της καταβολής μερισμάτων, για πρώτη φορά στην ιστορία της.
Η Commerzbank αποτελεί ένα πρόσφατο παράδειγμα καταστρατήγησης του περιβόητου μοντέλου «αυστηρής πλην δίκαιης διαχείρισης» και παραβίασης της προτεσταντικής ηθικής από το δίδυμο Μέρκελ – Σόιμπλε. Διότι, μεσούσης της κρίσης του 2008, η κυβέρνηση Μέρκελ είχε στηρίξει με χρήματα των γερμανών φορολογουμένων την Commerzbank. Και ακόμη η κυβέρνηση κατέχει μερίδιο 15% του μετοχικού κεφαλαίου της τράπεζας.
Διεθνής επιρροή

Σημειωτέον ότι η Deutsche Bank και δευτερευόντως η Commerzbank είναι συστημικές τράπεζες με τεράστια διεθνή επιρροή, γι’ αυτό και όταν εκείνες «κρυολογούν», «φταρνίζονται» οι υπόλοιπες τράπεζες του πλανήτη –πιο ηχηρά εν προκειμένω οι ιταλικές τράπεζες, που προσφάτως αναθεώρησαν από τα 200 στα 360 δισ. ευρώ τα «κόκκινα» δάνεια που έχουν χορηγήσει. Δεν είναι, όμως, η Deutsche Bank και η Commerzbank οι τράπεζες των γερμανών πολιτών. Στην καθημερινότητά τους οι Γερμανοί εξυπηρετούνται από τα 1.775 χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που ελέγχονται από τα κρατίδια και τις τοπικές αρχές, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΚΤ. Και επίσης από περισσότερες από 1.000 συνεταιριστικές τράπεζες και 415 ταμιευτήρια.
Αυτοί οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, που ειρήσθω εν παρόδω δεν υπόκεινται σε stress tests ή στην επιτροπεία των ευρωπαϊκών τραπεζικών θεσμών, κινούν τη γερμανική οικονομία. Είναι και αυτή μια παρεκτροπή από το μοντέλο, στην οποία μάλλον δεν αναφέρθηκε ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε όταν απαίτησε την περασμένη Τετάρτη από τον πρόεδρο της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι να τερματίσει την πολιτική των χαμηλών επιτοκίων στη ζώνη του ευρώ επειδή είναι και αυτή υπεύθυνη για την κάμψη της κερδοφορίας της Deutsche Bank.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ