Μάρθα: Γιατί δεν θες να με φιλήσεις;
Τζορτζ: Να σου πω, αγάπη μου… Γιατί, αν σε φιλήσω, θα ερεθιστώ τόσο πολύ που δεν θα με κρατάει τίποτα. Θα σ’ αρπάξω και θα σε βιάσω άγρια, εδώ, πάνω στο χαλί. Θα έρθουν οι καλεσμένοι σου, θα μας δούνε και σκέψου μόνο τι θα ‘λεγε ο πατέρας σου όταν μάθαινε αυτή τη σκηνή.
Μάρθα: Είσαι γουρούνι.
Τζορτζ: (μιμείται το γουρούνι) Οϊνκ, όινκ, όινκ.
Μάρθα: Χαχαχα. Και τώρα φτιάξε μου άλλο ένα ποτό, γκόμενε.
Τζορτζ: Χριστέ μου! Πώς το κατεβάζεις έτσι…
Μάρθα: (μιμείται το παιδάκι) Διπθάω.
Τζορτζ: Αν είναι δυνατόν!
Μάρθα: Ακου, μανάρι μου, στο ποτό μην τα βάζεις μαζί μου γιατί εκεί σε σκίζω από χέρι. Παράτα με λοιπόν.
Τζορτζ: Το βραβείο της χυδαιότητας εγώ σ’ το έχω απονείμει εδώ και πάρα πολλά χρόνια και δεν ξέρω τι άλλο.
Μάρθα: Λόγω τιμής, αν υπήρχες, θα σε χώριζα.
«Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;» (1962).
«Οι άνθρωποι λένε ψέματα στον εαυτό τους» είπε ο θεατρικός συγγραφέας Εντουαρντ Αλμπι σε μία από τις τελευταίες συνεντεύξεις του το 2011 στην «Daily Telegraph». «Οι άνθρωποι λένε ψέματα στον εαυτό τους για το ποιοι είναι και πώς βλέπουν τον εαυτό τους. Το έργο μου αφορά την ανικανότητά μας να είμαστε αντικειμενικοί με τον εαυτό μας». Ο Αλμπι, που έφυγε από τη ζωή στα 88 του στις 16 Σεπτεμβρίου 2016, ήταν ένας από τους μεγαλύτερους θεατρικούς συγγραφείς του 20ού αιώνα. Το ταλέντο του χτύπησε σαν κεραυνός το παγκόσμιο θεατρικό στερέωμα το 1962 όταν έγραψε το έργο «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;» με θέμα την ανελέητη, κανιβαλική σχέση ενός μεσόκοπου παντρεμένου ζευγαριού διανοουμένων. Του καθηγητή Πανεπιστημίου Τζορτζ και της γυναίκας του, Μάρθα. Ο παραπάνω διάλογος, ακραίος μέσα στη σκληρότητά του ακόμη και σήμερα, «επιτίθεται» στους θεατές των θεάτρων σε όλον τον κόσμο μέσα στα πρώτα 10 λεπτά του έργου, προτού ακόμη καλά καλά αρχίσει το έργο, προτού χτυπήσει το κουδούνι το ζευγάρι των νεαρών καλεσμένων οι οποίοι θα γίνουν μάρτυρες ενός ψυχολογικού τυφώνα που θα τους διαλύσει. Οι αθώοι καλεσμένοι του Τζορτζ και της Μάρθα θα φύγουν από το σπίτι τα ξημερώματα, μεθυσμένοι και διαλυμένοι, έχοντας παρασυρθεί μέσα στη δίνη ενός γάμου που έχει μετεξελιχθεί σε ένα απερίγραπτο νοσηρό δρώμενο, σε μια καταπιεστική δέσμευση από την οποία κανένας δεν μπορεί να αποδράσει γιατί ο Τζορτζ και η Μάρθα, όπως ίσως τα περισσότερα ζευγάρια που ζουν μαζί για δεκαετίες, σιχαίνονται ολοκληρωτικά και ταυτόχρονα εξαρτώνται απόλυτα ο ένας από τον άλλον. Ταυτίζονται και την ίδια ώρα θέλουν να ισοπεδώσουν ο ένας τον άλλον. Είναι καταδικασμένοι να ζουν μαζί γιατί εξαρτώνται όχι απλώς οικονομικά, αλλά σε ένα βαθύ και ανεξιχνίαστο ψυχολογικό επίπεδο. Αυτό ακριβώς το σκοτεινό πεδίο επιχειρεί να εξιχνιάσει ο Αλμπι στο «Ποιος φοβάται», στην «Ευαίσθητη ισορροπία», στις «Τρεις ψηλές γυναίκες». Στην Ελλάδα έχουμε θαυμάσει τη Μάρθα, μεταξύ άλλων, από την Τζένη Καρέζη, τη Ρένη Πιττακή, την Πέμη Ζούνη. Και τον Τζορτζ από τον Κώστα Καζάκο, τον Μίμη Κουγιουμτζή, τον Γρηγόρη Βαλτινό. Την παράσταση των Καζάκου – Καρέζη του 1982 σκηνοθέτησε ο Ζυλ Ντασσέν, ενώ φέτος θα σκηνοθετήσει το έργο ο Γιώργος Κιμούλης για το δίδυμο Ακη Βλουτή και Νίκης Παλληκαράκη. Ασφαλώς, εκείνο που έκανε αθάνατο το «Ποιος φοβάται» είναι το ομώνυμο κινηματογραφικό έργο με την Ελίζαμπεθ Τέιλορ και τον Ρίτσαρντ Μπάρτον.


Ελίζαμπεθ Τέιλορ – Ρίτσαρντ Μπάρτον ως Μάρθα και Τζορτζ στην κινηματογραφική μεταφορά του «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;» του 1966 σε σκηνοθεσία Μάικ Νίκολς. Η ταινία απέσπασε πέντε Οσκαρ. Πηγή: Warner Bros/Rex/Shutterstock

Είναι οι καταστάσεις στον Αλμπι υπερβολικές και οι διάλογοι «πολύ θεατρικοί»; Κάποιοι κριτικοί, Ευρωπαίοι και Αμερικανοί, ήδη από τη δεκαετία του ’70, επιμένουν πως αυτό ισχύει. Ο ίδιος ο συγγραφέας είχε, όπως πάντα, τη δική του άποψη: «Ο διάλογος στο δράμα είναι πιο αληθινός από την καθημερινή ζωή κι ας φαίνεται ότι είναι τεχνητός» λέει. «Ηχογραφήστε μια ώρα συνομιλίας με τους φίλους σας και πείτε σε μερικούς ηθοποιούς να παίξουν τους διαλόγους σε μια σκηνή. Ξέρετε τι θα πουν κάποιοι από το κοινό; Οτι κανένας δεν μιλάει με αυτόν τον τρόπο». Κι όμως, μιλάμε ακριβώς με αυτόν τον τρόπο και αγαπάμε ακριβώς με αυτόν τον τρόπο. Και η επιτυχία του Αλμπι ήταν ότι έδειξε τα ζευγάρια όπως ακριβώς είναι, απέδωσε χωρίς περιστροφές την κανιβαλική όψη της συνύπαρξης. Δεν θα είχε καμία επιτυχία αν στα έργα του ο θεατής έβλεπε κάτι που δεν υπήρχε στη ζωή και συγκεκριμένα στη δική του ζωή. Είναι όλα αυτά τα περιστατικά που προτιμάμε να ξεχνάμε, αλλά όμως συνθέτουν το βασικό μοτίβο των περισσότερων «επιτυχημένων γάμων».

Ο ογδοηκοντούτης θεατρικός συγγραφέας στη Νέα Υόρκη τον Μάρτιο του 2008. Πηγή: AP PHOTO

Ο Αλμπι ήταν ένας ευγενικός, αλλά αυστηρός άνθρωπος, με καλώς εννοούμενη έπαρση, κοφτερό μυαλό και πολλές λογοτεχνικές γνώσεις, ένας από τους πρώτους καλλιτέχνες που μίλησαν ανοιχτά και «αντρίκεια» για τον έρωτα μεταξύ ανδρών στη μεταπολεμική Αμερική. Δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του και χωρίς δεύτερη σκέψη απαγόρευε να παιχτούν τα έργα του από ηθοποιούς και σκηνοθέτες που θεωρούσε κατώτερων ικανοτήτων. Επαιρνε θέση ανοιχτά σε πολιτικά ζητήματα και δεν χαριζόταν σε κανέναν. Ηταν το υιοθετημένο παιδί του Ριντ Αλμπι, ενός εκατομμυριούχου κληρονόμου θεατρικών επιχειρήσεων της Νέας Υόρκης και της γυναίκας του, που ήταν γνωστή στους κοσμικούς κύκλους της δεκαετίας του ’30. «Ως παιδί είχα μια ευτυχισμένη ζωή, αλλά δεν αισθάνθηκα ποτέ ότι ανήκω σε αυτό το περιβάλλον» λέει. Αποβλήθηκε από πολλά καλά σχολεία και στο τέλος έφυγε από το σπίτι του για να ζήσει στο Γκρίνουιτς Βίλατζ. Εγινε σταθερός πολέμιος των Ρεπουμπλικανών και παρέμεινε έτσι όλη του τη ζωή. Κάποτε γνώρισε τον θεατρικό συγγραφέα Θόρντον Γουάιλντερ, ένα ιερό τέρας του θεάτρου, και του έδωσε να διαβάσει ποιήματά του. «Γράψε καλύτερα θέατρο» του είπε ο Γουάιλντερ. «Δεν νομίζω ότι είδε τον δραματουργό μέσα στα ποιήματά μου» είπε στην ίδια συνέντευξη του 2011 ο Αλμπι. «Απλώς ήθελε να σώσει την ποίηση από μένα».

Ξεκίνησε με επιρροές από τον Ιψεν και τον Στρίντμπεργκ. Το πρώτο του έργο, το 1958, ήταν «Η ιστορία του ζωολογικού κήπου» («The Zoo Story»), στο οποίο μάλιστα προσέθεσε μία σκηνή το 2011. Για πολλά χρόνια δίδασκε νέους θεατρικούς συγγραφείς στο Πανεπιστήμιο του Χιούστον. «Λέω στους φοιτητές μου «Αν θέλεις να μάθεις κάτι για τη δομή ενός θεατρικού έργου, άκου τα πρελούδια και τις φούγκες του Μπαχ». Ανακάλυψα την κλασική μουσική στα οκτώ μου και νομίζω ότι έμαθα από τη δομή της μουσικής τη φύση της δομής ενός δράματος. Συχνά θεωρώ τον εαυτό μου συνθέτη». Εγραφε για όλη του τη ζωή, ωστόσο κανένα έργο του δεν ξεσήκωσε την ίδια θύελλα ή δεν θύμωσε ανθρώπους τόσο πολύ όσο το «Ποιος φοβάται». «Ολοι ήθελαν να γράφω συνέχεια κι από ένα καινούργιο «Ποιος φοβάται»» έλεγε. «Δεν τους έδωσα καμία σημασία. Το μόνο πράγμα που με απασχολούσε ήταν αν γράφω έξυπνα, αν γράφω καλά. Δεν μπορείς να ανησυχείς για το αν είσαι στη μόδα, γιατί τότε σταματάς να γράφεις όπως εσύ. Οταν γράφεις, δεν μπορείς να είσαι υπάλληλος».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ