Σκοπός του παρακάτω άρθρου είναι η κοινωνιολογική προσέγγιση της αναπηρίας. Αφορμή για τη συγγραφή του αποτέλεσαν, οι Παραολυμπιακοί Αγώνες και ο θαυμασμός μου προς όλους τους συμμετέχοντες για τη δύναμη ψυχής που κατέδειξαν.
Αρχικά, ο κοινωνικός αποκλεισμός, περιλαμβάνει ένα ευρύ πεδίο εννοιών όπως οι ανισότητες, η φτώχεια κ.α. Μεγάλες ομάδες του πληθυσμού αποκλείονται από την συμμετοχή τους στην οικονομική, κοινωνική, πολιτική και πολιτιστική ζωή και κινδυνεύουν να περιθωριοποιηθούν. Η έννοια της αναπηρίας, αποτελεί µια κοινωνική κατασκευή η οποία αλλάζει και ορίζεται τοπικά και χρονικά. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να μεταβάλλεται και ο τρόπος αντιμετώπισης των ατόμων µε αναπηρία από το περιβάλλον τους.
Στην κοινωνιολογία, το ερώτημα εστιάζεται στο τι προκαλεί την αναπηρία, δίνοντας έμφαση όχι στους ιατρικούς παράγοντες αλλά στους κοινωνικούς. Το κοινωνικό μοντέλο δεν αρνείται το πρόβλημα της αναπηρίας αλλά σε αντίθεση µε το ιατρικό μοντέλο, παύει να ενοχοποιείται το άτομο και η ευθύνη αναζητείται στην κοινωνία. Πλέον, η αναπηρία τοποθετείται σε ένα απαγορευτικό και καταπιεστικό κοινωνικό περιβάλλον.
Οι περισσότεροι περιορισμοί οι οποίοι επιβάλλονται σε άτομα με ειδικές ανάγκες δεν αποτελούν φυσιολογική ή αναπόφευκτη συνέπεια της ανικανότητάς τους, αλλά αποτελούν απόρροια ενός κοινωνικού περιβάλλοντος το οποίο αδυνατεί να αφουγκραστεί τις ανάγκες συγκεκριμένων ατόμων. Η κοινωνιολογική προσέγγιση αναγνωρίζει ότι οι άνθρωποι έχουν φυσικές, διανοητικές ή ψυχολογικές διαφορές μεταξύ τους.
Αυτό όμως δε συνεπάγεται στην ανικανότητα των ατόμων µε ειδικές ανάγκες απέναντι στο κοινωνικό σύνολο, διότι παρατηρείται πως η ίδια η κοινωνία πολλάκις δεν δύναται να προσαρμόσει και να περιλάβει τον τρόπο με τον οποίο τα άτομα αυτά είναι «κανονικά».Η αναπηρία λοιπόν, δεν αποτελεί ίδιον του ατόμου αλλά θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια σύνθετη ομάδα συνθηκών.
Η κοινωνία αδυνατώντας να αφουγκραστεί τις ανάγκες αυτών των ανθρώπων τους καθιστά ανάπηρους αποκλείοντας τους από το δικαίωμα της πλήρους συμμετοχής τους στο κοινωνικό γίγνεσθαι και τους τοποθετεί σε µια περιθωριακή θέση εξάρτησης, φτώχειας, ανεργίας και διάψευσης των ίσων δικαιωμάτων που δικαιούνται ως πολίτες. Εφόσον η κοινωνία αδυνατεί να καλύψει τις ανάγκες όλων των ατόμων, ανεξάρτητα από τις κινητικές τους ικανότητες και το νοητικό τους επίπεδο, τότε αυτόματα τους περιθωριοποιεί και τους στιγματίζει ως «ανάπηρους».
Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα τα άτομα με ειδικές ανάγκες να πρέπει να υπερβούν πολλά εμπόδια, προκειμένου να συμμετέχουν ισότιμα στην κοινωνία πράγμα που αποτελεί και αναφαίρετο δικαίωμα τους. Οι περιορισμοί είναι πολλοί και έχουν ως σημείο αναφοράς το πρότυπο του «φυσιολογικού ατόμου» και έπονται οι αρνητικές συμπεριφορές, οι προκαταλήψεις, ο στιγματισμός αλλά και εδραιωμένες διακρίσεις οι οποίες ξεκινούν από τη μη προσβασιμότητα, την διαχωριστική εκπαίδευση μέχρι και τον εργασιακό αποκλεισμό.
Σημαντικό ρόλο στο σημείο αυτό διαδραματίζει η πολιτεία η οποία οφείλει να σχεδιάσει ένα ολοκληρωμένο σύστημα παρεμβάσεων για την καταπολέμηση των διακρίσεων εναντίον των ΑΜΕΑ σ’ όλα τα επίπεδα. Αξιοσημείωτος είναι και ρόλος της εκπαίδευσης ο οποίος μπορεί να συμβάλει ριζικά στην αλλαγή της νοοτροπίας απέναντι στα ΑΜΕΑ μέσα από το σεβασμό στη διαφορετικότητα. Καταλυτικό ρόλο σ’ μια τέτοια διαδικασία διαδραματίζουν οι κοινωνικοί επιστήμονες και ειδικότερα οι Κοινωνιολόγοι οι οποίοι με τις εξειδικευμένες γνώσεις τους σε θέματα προκαταλήψεων, ρατσισμού και κοινωνικού αποκλεισμού θα μπορέσουν να βοηθήσουν στην άμβλυνση τέτοιων φαινομένων.
Βιβλιογραφία
Ζώνιου – Σιδέρη Αθηνά, «Η αναγκαιότητα της ένταξης: προβληµατισµοί και προοπτικές», στο Σύγχρονες ενταξιακές προσεγγίσεις, τόµος Α’, εκδ. Ελληνικά γράµµατα, Αθήνα, 2004