Οκτώ χρόνια πριν, τον Σεπτέμβριο του 2008, η Lehman Βrothers είχε μόλις χρεοκοπήσει, οι αγορές είχαν καταρρεύσει και η παγκόσμια οικονομία «πάγωσε». Οι τράπεζες σταμάτησαν να δανείζουν, οι καταναλωτές σταμάτησαν να αγοράζουν και οι παραγωγοί σταμάτησαν να παράγουν, ενώ η κρίση ρευστότητας μετεξελίχθηκε σε μια πλήρους έκτασης πιστωτική κρίση που έφερε τη μεγαλύτερη παγκόσμια ύφεση μετά το 1929.
Ωστόσο, αντί το γεγονός να λειτουργήσει σαν μάθημα ώστε να αντιμετωπιστεί η υπερβολή, λίγα πράγματα έχουν αλλάξει στον κόσμο των αγορών οι οποίες έχουν πλέον την ιδιότητα όχι απλώς να αποτιμούν αλλά και να σχεδιάζουν τις μελλοντικές αξίες.
Με τη δημιουργία πολυσύνθετων προϊόντων μια εικονική πραγματικότητα αξιών ξεπερνά σήμερα πάνω από 10 φορές το παγκόσμιο ΑΕΠ καθώς περί τα 800 τρισ. δολάρια «παίζονται» στις αγορές παραγώγων, ενώ µόνο τα 90 τρισ. δολάρια αφορούν συναλλαγές εντός των οργανωμένων αγορών.
Αντί το γεγονός της κατάρρευσης της Lehman Βrothers να λειτουργήσει σαν μάθημα για να αντιμετωπίσουμε την υπερβολή, τις χαλαρές δομές και την έλλειψη έμφασης στην παραγωγικότητα, έγινε καταλυτικός παράγοντας για το «παρατείνω και προσποιούμαι» από τους πολιτικούς ιθύνοντες, η οποίοι αγόρασαν χρόνο, ανέφερε χαρακτηριστικά η Saxo Bank.
Αυξήθηκε το χρέος


Σύμφωνα με τη McKinsey & Co μάλιστα από την κατάρρευση της Lehman Brothers το παγκόσμιο χρέος έχει αυξηθεί κατά 57 τρισ. δολάρια. Στην πραγματικότητα, η παγκόσμια οικονομία, παρατηρεί η Saxo Bank, δεν ανέκαμψε, απλώς χρησιμοποιήσαμε τη μελλοντική ανάπτυξη ως ενέχυρο και ουσιαστικά δανειστήκαμε από το μέλλον.
Το αποτέλεσμα αυτού είναι ο αργός ρυθμός του παγκόσμιου ΑΕΠ που βιώνουμε σήμερα. Το χρέος αντικατέστησε την παραγωγικότητα και πλέον οι τράπεζες λειτουργούν με αυστηρότερους κανονισμούς μαζί με έναν άνευ προηγουμένου όγκο «δωρεάν χρήματος» από τις κεντρικές τράπεζες που ξεπέρασε τα 12 τρισ. δολάρια.
Τραπεζικά ιδρύματα, πολιτικοί και κεντρικές τράπεζες έχουν συστήσει μια ανίερη τριάδα, στο πλαίσιο της οποίας καθένα από τα μέλη εξαρτάται από τα υπόλοιπα για να διατηρήσει την εξουσία του.
Αυτό που δεν δείχνει πάντως να αλλάζει σίγουρα αφορά τη διεύρυνση των ανισοτήτων. Σε έναν κόσμο όπου το φτωχότερο ήμισυ του παγκόσμιου πληθυσμού μοιράζεται κάτι λιγότερο από το 1% του παγκόσμιου πλούτου, την ώρα που το πλουσιότερο 10% έχει στα χέρια του το 88% του συνόλου του πλούτου, με το κορυφαίο 1% μάλιστα να ελέγχει τα μισά περιουσιακά στοιχεία, αναμφίβολα οι ανισότητες στην κατανομή του πλούτου αποτελούν το κύριο χαρακτηριστικό του πλανήτη.
Πρόσφατη έρευνα μάλιστα της McKinsey «βλέπει» τους νέους στις ανεπτυγμένες οικονομίες να μεγαλώνουν με την προοπτική να ζήσουν φτωχότερα από τους γονείς τους, καθώς μετά το 2005 τα πραγματικά εισοδήματα για το 65%-70% των νοικοκυριών σημείωσαν πτώση.
Η εξέλιξη αυτή, πέρα από την ύφεση, και η ασθενική ανάκαμψη που ακολούθησε μετά το 2008 ήταν απόρροια και άλλων σημαντικών παραμέτρων, όπως οι δημογραφικές τάσεις, η γήρανση του πληθυσμού, η συρρίκνωση του μεγέθους των νοικοκυριών αλλά και οι μεταβολές στην αγορά εργασίας που πίεσαν τις προοπτικές των εισοδημάτων.
Αν η ισχνή οικονομική ανάπτυξη της τελευταίας δεκαετίας συνεχιστεί, τότε και την ερχόμενη δεκαετία το 70%-80% των νοικοκυριών θα δει τα εισοδήματά του να παραμένουν σταθερά ή και να μειώνονται. Ακόμη όμως και αν η ανάπτυξη επιταχύνει, το ποσοστό των νοικοκυριών που κινδυνεύει να δει πτώση στα εισοδήματά του θα κυμανθεί στο 20%-40%.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ